Μια βδομάδα μετά τη δημοσιοποίηση από τους νεοναζί του «απολαυστικού» βίντεο με τη συνομιλία Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, το θέμα εξακολουθεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα, αν και με την «έξοδο στις αγορές» και την επίσκεψη Μέρκελ, που συνοδεύτηκαν από μια εκκωφαντική προπαγάνδα, άρχισε ήδη να κατεβαίνει την κλίμακα αξιολόγησης των ειδήσεων. Αν δεν υπάρξει κάτι άλλο που να ανατροφοδοτήσει την υπόθεση, βλέπουμε να θάβεται τελείως, καθώς θα μεσολαβήσει και το Πάσχα. Να θάβεται τόσο πολύ που ν’ αμφιβάλλουμε αν θα γίνει και αυτή ακόμη η προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση στη Βουλή, την οποία πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ και αποδέχτηκαν οι Σαμαράς-Βενιζέλος (ο Σαμαράς χωρίς προσωπική δήλωση ή δήλωση έστω του κυβερνητικού εκπρόσωπου). Και αυτή η πρώτη φάση, όμως, προσφέρει υλικό για να βγουν γενικότερα συμπεράσματα, πέρα από το σχολιασμό των εξελίξεων.
Οι νεοναζί απειλούν με νέα βίντεο. Πανικόβλητη η κυβέρνηση, έσπευσε (διά χειρός Δένδια!) να παραγγείλει στην Κουτζαμάνη να εκδώσει απαγορευτικό, με την απειλή ότι όποιος δημοσιοποιήσει βίντεο θα συλληφθεί για αυτόφωρο κακούργημα (πιάνει και τους βουλευτές). Πρόκειται για κίνηση πανικού, γιατί θα έπρεπε να ξέρουν ότι υπάρχουν άπειροι τρόποι για να γίνουν αναρτήσεις στο Διαδίκτυο χωρίς να φαίνεται ποιος τις έκανε, οπότε οι νεοναζί έχουν όλη την άνεση να πάρουν τα μέτρα τους. Το μόνο βέβαιο είναι πως το παρασκήνιο έχει πάρει φωτιά. Από τη μια οι μυστικές υπηρεσίες, με τις οποίες οι νεοναζί είχαν πάντοτε νταραβέρια, και από την άλλη καπιταλιστές που τους χρηματοδοτούν εδώ και καιρό, παρακαλούνται να παρέμβουν για να τους συμμαζέψουν. Μπορούν; Ιδού το κρίσιμο ερώτημα. Ο Κασιδιάρης διαπραγματευόταν την προσωπική του μεταχείριση, γι’ αυτό και τόσο καιρό δεν έδινε στη δημοσιότητα το βίντεο για να βοηθήσει τον προφυλακισμένο αρχηγό του. Εσπασε την ομερτά με τον Μπαλτάκο μόνο όταν είδε ότι τον πάνε κι αυτόν για την «ψειρού», οπότε θα πάει στράφι και η χαλάουα στο στήθος. Είναι λογικό να αντιδρά σαν κυνηγημένο αγρίμι που τα σκυλιά των κυνηγών το στρίμωξαν σε αδιέξοδο.
Στο πολιτικό επίπεδο το βασικό μότο που εκφέρεται από όλα τα στελέχη της συγκυβέρνησης (πλην ορισμένων εξωκοινοβουλευτικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ) είναι πως το θέμα πρέπει να θεωρείται λήξαν, γιατί «δεν πρέπει να κάνουμε τους νεοναζί ρυθμιστές της πολιτικής ζωής». Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, έχει κάθε λόγο να θέλει να συντηρήσει το θέμα στην πρώτη γραμμή και προσπαθεί να ακροβατήσει ανάμεσα στην ανάγκη του και στην αντιναζιστική ρητορική, χωρίς μέχρι στιγμής να τα καταφέρνει.
Ο Μπαλτάκος, μετά τη συνέντευξη-Βατερλό στον Χατζηνικολάου, έκανε μια «αυτοκρατορική» εμφάνιση στα δικαστήρια, όπου πήγε να καταθέσει, στην οποία προσπάθησε να συμμαζέψει κάποια από τα ασυμμάζευτα, αλλά δεν παρέλειψε να στείλει και το μήνυμα στον Σαμαρά: «Ημουν, είμαι και θα είμαι Νέα Δημοκρατία»!
Ο Σαμαράς κατάλαβε ότι κάτι πρέπει να πει και επέλεξε μια συνάντηση με Ελληνοαμερικανούς για να πει ότι δε θα επιτρέψει «απαράδεκτες και ανεκδιήγητες συμπεριφορές σε οποιοδήποτε κυβερνητικό στέλεχος». Το όνομα Μπαλτάκος δεν το ανέφερε, γιατί η γραμμή είναι να εμφανίζεται ο Μπαλτάκος σαν «ένας μετακλητός υπάλληλος» (sic!) και όχι ως το δεξί χέρι του Σαμαρά, με υπερεξουσίες που τον καθιστούσαν άμεσο προϊστάμενο των υπουργών.
Ο Βενιζέλος, αφού άφησε τους Πασόκους να εκτονωθούν κάνοντας διάφορες αρειμάνιες αντιφασιστικές δηλώσεις (να μην τους πάρει και τη δόξα ο Κουβέλης), συναντήθηκε με τον Σαμαρά, κανόνισαν από κοινού τη γραμμή αντιμετώπισης του σκανδάλου και βγήκε σε διακαναλική συνέντευξη για να προσφέρει πλήρη στήριξη στον Σαμαρά και να τον διαχωρίσει απόλυτα από τον Μπαλτάκο. Βέβαια, κάποιοι Πασόκοι εξακολουθούν να «χλιμιντρίζουν» (όπως ο Ν. Ανδρουλάκης, που τον «σπρώχνει» ο Σκανδαλίδης), όμως αυτοί είναι ελεγχόμενοι. Ακόμη και ο Γιωργάκης, που άρπαξε την ευκαιρία να υποδείξει, εμμέσως πλην σαφώς, αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από την κυβέρνηση (!), δεν πρόκειται να παίξει με το σκάνδαλο Μπαλτάκου. Το αντι-βενιζελικό μίσος του βγάζει, εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είδε κι έπαθε να διορθώσει την αρχική του θέση,που καλούσε τον Σαμαρά να δώσει εξηγήσεις, ενώ ζητούσε την παραίτηση των Δένδια-Αθανασίου, ευρισκόμενος έτσι αντιμέτωπος με την κατηγορία ότι υιοθετεί τα όσα έλεγε ο Μπαλτάκος στον Κασιδιάρη. Αυτό το σημείο αφαιρέθηκε από τις μετέπειτα δηλώσεις, ενώ ο Τσίπρας ανέβασε τους τόνους κατά Σαμαρά, χωρίς πάντως να ζητήσει την παραίτησή του. Μόνο ο Λαφαζάνης το έκανε αυτό, ενεργώντας στη συγκεκριμένη περίπτωση σαν προστάτης ολόκληρου του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν όμως στελέχη, όπως η Κωνσταντοπούλου, που επιμένουν στην ανάγκη διερεύνησης των ευθυνών Αθανασίου-Δένδια, με αφορμή όσα αναφέρονται στο βίντεο. Το ζήτησε με την ιδιότητα της τομεάρχη Δικαιοσύνης και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που υποστήριζαν την άποψη να μη συναινέσει το κόμμα στην άρση της ασυλίας των χρυσαυγιτών βουλευτών, με το επιχείρημα ότι για αρκετούς στη δικογραφία δεν υπάρχει κανένα στοιχείο.
Η επαμφοτερίζουσα στάση του ΣΥΡΙΖΑ καθορίζεται πρώτον από τη στενά νομικίστικη προσέγγιση κάποιων στελεχών του και δεύτερον από το πρόβλημα που θα έχει αν οι χρυσαυγίτικες ψήφοι επιστρέψουν (εν μέρει έστω) στη ΝΔ. Κανένας στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την πρόθεση να σπάσει τη θεσμολαγνεία και την υποκρισία και να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Να πει, δηλαδή, ότι ο Σαμαράς –για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους– χώνει τους χρυσαυγίτες στη φυλακή, χρησιμοποιώντας το δικαστικό μηχανισμό, αλλά οι αντιφασίστες δε στενοχωριούνται καθόλου γι’ αυτό, ούτε θα υπερασπιστούν τους νεοναζί, στο όνομα κάποιας εξωταξικής αντίληψης περί δικαίου και νομιμότητας. Επειδή αυτό το βασικό πρόβλημα παραμένει άλυτο για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα ολισθαίνει συνεχώς σ’ αυτές τις νομικίστικες προσεγγίσεις, που υπερασπίζονται τους χρυσαυγίτες και επιτρέπουν στον Σαμαρά και τον Βενιζέλο να ξεστρατίζουν τη συζήτηση από την ουσία του κυβερνητικού «διαλόγου» με τους νεοναζί.
Aπό την παραπάνω σύντομη περιγραφή των τελευταίων εξελίξεων φαίνεται καθαρά ότι κανένα αστικό κοινοβουλευτικό κόμμα δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου. Ολοι παίζουν πολιτικά παιχνίδια με το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, χαϊδεύοντας τ’ αυτιά των οπαδών και ψηφοφόρων της και κάνοντας εκλογικούς υπολογισμούς με τα ποσοστά της νεοναζιστικής συμμορίας, καθώς άλλοι πλήττονται απ’ αυτά (ΝΔ) και άλλοι ευνοούνται στην προσπάθειά τους να πάρουν την πρωτιά και μαζί το μπόνους των 50 εδρών (ΣΥΡΙΖΑ). Το ίδιο κάνουν και τώρα, μετά την αποκάλυψη του λεγόμενου Μπαλτάκος γκέιτ. Προσποιούνται πως έπεσαν από τα σύννεφα, ενώ όλοι γνωρίζουν πολύ καλά για το νταραβέρι που είχε ο Μπαλτάκος, ως εκπρόσωπος του Σαμαρά, με τους νεοναζί, το οποίο ουδέποτε κατήγγειλαν, σεβόμενοι το κοινοβουλευτικό fairplay.
Θα ξαναπούμε, λοιπόν, αυτό που γράφουμε συνέχεια. Το μέγα πρόβλημα είναι ο κοινωνικός εκφασισμός. Αυτός φουσκώνει τα πανιά των νεοναζί. Το χτύπημα του κοινωνικού εκφασισμού είναι απόλυτα εξαρτώμενο από την ανάπτυξη ενός πραγματικά ταξικού κινήματος, που θα διεκδικήσει ριζοσπαστικά, μαχητικά, με σύγκρουση στους δρόμους, τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας. Μόνο τότε δε θα υπάρχει έδαφος για ανάπτυξη του κοινωνικού εκφασισμού, ενώ παράλληλα θα φανεί πως φασίστες και κοινοβουλευτικοί είναι οι δυο όψεις του αστικού Ιανού.