Πέρασε μια βδομάδα από τότε που έφυγε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά η ερντογανολογία δε λέει να κοπάσει. Θα μεταφερθεί μάλιστα και στη Βουλή, καθώς ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς σήκωσε το γάντι που του πέταξε η αντιπολίτευση και θα πάει στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή για να ενημερώσει. Για να πει την άποψη της κυβέρνησης, δηλαδή, να δεχτεί τα πυρά της αντιπολίτευσης και να τα επιστρέψει.
Δε θα κρύβει εκπλήξεις αυτή η συζήτηση, αφού όλες οι πλευρές έχουν παρουσιάσει τις απόψεις τους και κάτι καινούργιο δεν έχει προκύψει (εκτός από την αναζωπύρωση της γνωστής τουρκικής εθνικιστικής ρητορικής με τις «γκρίζες ζώνες», που απαντήθηκε από τον Κοτζιά με το καινοφανές στην ελληνική εθνικιστική πολιτική επιχείρημα, ότι «προσέξτε, γιατί μπορούμε κι εμείς να εγείρουμε ζήτημα “γκρίζων ζωνών“ επί τουρκικών βραχονησίδων»). Είναι βέβαιο ότι και αυτή η παπάρα του Κοτζιά θα επιτιμηθεί από την αντιπολίτευση, με το επιχείρημα πως όταν μπαίνεις στη λογική του αντίπαλου, τότε αποδέχεσαι τη βάση αυτής της λογικής: την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών», δηλαδή βραχονησίδων το καθεστώς των οποίων δε ρυθμίζεται από συνθήκες. Αρα, αφού δέχεσαι κατ' αρχήν την ύπαρξη εδαφών αδιευκρίνιστης ιδιοκτησίας, είσαι υποχρεωμένος να καθήσεις και να διαπραγματευτείς με την άλλη πλευρά, καταθέτοντας τις δικές σου διεκδικήσεις έναντι των δικών της. Θεωρούμε σίγουρο πως ο Κοτζιάς θα προσπαθήσει να ξεφύγει ισχυριζόμενος ότι χρησιμοποίησε ρητορικά ένα λογικό σχήμα, όμως στη διεθνή διπλωματία ακόμα και οι ρητορικές παπάρες πληρώνονται.
Επιστρέφοντας στην ερντογανολογία, θυμίζουμε πως τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης συνοψίζονται στο ότι ήταν μια εντελώς απροετοίμαστη επίθεση, που έδωσε τη δυνατότητα στον Ερντογάν να εκθέσει από ελληνικού εδάφους και με τον πιο επίσημο τρόπο το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων, αναγκάζοντας πρώτα τον Παυλόπουλο και μετά τον Τσίπρα να του απαντούν κάνοντας διπλωματική διαπραγμάτευση μπροστά στις κάμερες, με αποτέλεσμα να ξεπεραστεί κάθε κανόνας διπλωματίας και να δοθεί σε όλο τον κόσμο η εικόνα ενός πρωτοφανούς φιάσκου.
Οι Τσιπραίοι απαντούν ότι είναι καλύτερα αυτά τα θέματα να συζητούνται ανοιχτά, ότι ο Ερντογάν πήρε απαντήσεις από μια σειρά χώρες για την έγερση ζητήματος αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αναδιπλωθεί μέσα σε λίγες ώρες και μετά στη Θράκη να είναι «τύπος και υπογραμμός». Ισχυρίζονται ότι η ελληνική διπλωματία κατήγαγε μια περιφανή νίκη, καθώς ο Ερντογάν ξεκαθάρισε ότι δε θέτει εδαφικά ζητήματα και ότι αποδέχεται το στάτους της μειονότητας και την αποκλειστική δικαιοδοσία της ελληνικής κυβέρνησης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από διπλωματική άποψη η επίσκεψη Ερντογάν ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο φιάσκο, που επιβεβαίωσε το χαρακτηρισμό «παιδική χαρά» που έχουμε δώσει στους Τσιπραίους. Παυλόπουλος και Ερντογάν έπαιζαν διπλωματικό πινγκ πονγκ μπροστά στις κάμερες, αφού στον Παυλόπουλο δόθηκε από την κυβέρνηση η οδηγία να απαντήσει στα όσα ο «σουλτάνος» είχε πει την προηγούμενη βραδιά από την τηλεοπτική συχνότητα του ΣΚΑΙ, σπάζοντας τη διπλωματική συμφωνία που σίγουρα υπήρχε (ο Τσίπρας είχε δώσει μια αδιάφορη συνέντευξη στο τουρκικό κρατικό πρακτορείο Anadolu). Ο Τσίπρας στη συνέχεια προσπάθησε να χαμηλώσει τους τόνους, όμως στις κοινές δηλώσεις αναγκάστηκε να τις ανεβάσει, θυμίζοντας την εισβολή και κατοχή της Κύπρου το 1974. Οσο για τον Ερντογάν, αυτό είναι το στιλ του. Λέει και ξελέει, αμολάει κάτι και μετά το μαζεύει. Τι νόημα είχε αυτή η επίσκεψη, αν ήταν απλώς να επαναληφθούν θέσεις που διατυπώνονται συνεχώς με δηλώσεις παραγόντων των δύο χωρών; Οταν η συνάντηση γίνεται στο ανώτατο επίπεδο, έχει προηγηθεί διπλωματική δουλειά και έχουν συμφωνηθεί κάποια πράγματα, στα οποία -αποκλειστικά- στέκονται οι ηγέτες στις δημόσιες τοποθετήσεις τους.
Η αλήθεια είναι ότι την επίσκεψη την ήθελε ο Ερντογάν. Οχι για να ξεφύγει από την απομόνωση, όπως λένε και γράφουν διάφοροι στην Ελλάδα (με μια επίσκεψη στη διπλωματικά ασήμαντη Αθήνα θα ξέφευγε από την απομόνωση;), αλλά για να προσφέρει μια σουλτανική εμφάνιση στο εθνικιστικά αποχαυνωμένο πόπολο της Τουρκίας, από το οποίο αντλεί εκλογική δύναμη. Αν ήταν να ξεφύγει από την απομόνωση δε θα άνοιγε ζητήματα που ήξερε ότι θα προκαλέσουν δημόσια όξυνση. Ομως για το εθνικιστικό παιχνίδι του μια χαρά ήταν η επίσκεψη. Εμφανίστηκε σαν σουλτάνος και χαλίφης ταυτόχρονα, αφού επικεντρώθηκε κυρίως στα θρησκευτικά και εθνικά δικαιώματα της μειονότητας. Οσο για τους Τσιπραίους, έχοντας αναλάβει το ρόλο του συνοριοφύλακα της ΕΕ, δεν μπορούσαν να πουν «όχι» στο αίτημα του Ερντογάν για την πραγματοποίηση της επίσκεψής του, για-τί τρέμουν στην ιδέα ότι μπορεί λίγο ν' ανοίξει τη στρόφιγγα (λίγο, όχι πολύ) και τα ελληνικά νησιά να κατακλυστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα από κάμποσες χιλιάδες απελπισμένους πρόσφυγες και μετανάστες.
Η αντιπαράθεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για τη χρησιμότητα ή βλαβερότητα της επίσκεψης Ερντογάν είναι μια συζήτηση σε αστικό-εθνικιστικό έδαφος. Γι' αυτό και το όλο ζήτημα παίρνει γηπεδικά χαρακτηριστικά: «εμείς» κι «αυτοί». Δυο αστικοί εθνικισμοί προσπαθούν να βυθίσουν στο μίσος δυο γείτονες λαούς, με τόσα κοινά χαρακτηριστικά, οι οποίοι θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μια παροιμιώδη φιλία. Δεν έχει σημασία ποιος από τους δύο εθνικισμούς είναι ο πιο επιθετικός. Σημασία έχει ότι, παρά την αντιπαράθεσή τους, συναντώνται στο κοινό νατοϊκό έδαφος. Ελλάδα και Τουρκία κατέχουν τις πρώτες θέσεις στο ΝΑΤΟ ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ τους που δίνουν για εξοπλισμούς. Είναι από τους καλύτερους πελάτες των πολεμικών βιομηχανιών της ιμπεριαλιστικής Δύσης. Αυτό που επικαλούνται ως εθνικό συμφέρον δεν είναι παρά το συμφέρον της κάθε αστικής τάξης, που είναι δεμένη με χίλια δυο νήματα στο άρμα του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Το εθνικιστικό δηλητήριο που χύνουν είναι το καλύτερο αφιόνι για να ευνουχίζουν ταξικά τους εργαζόμενους στις δύο χώρες.