Καθώς τελειώνει το 2017 με την τρίτη αξιολόγηση να κλείνει έγκαιρα και ενόψει της έναρξης της διαπραγμάτευσης για το μετά-Μνημόνιο, που αναμένεται κατά τον Φλεβάρη (υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει λυθεί η κυβερνητική εκκρεμότητα στη Γερμανία), ένα νέο κύμα εκλογολογίας σαρώνει τα ελληνικά ΜΜΕ.
Η εκλογολογία (όπως και η σκανδαλολογία) είναι δείγμα αμηχανίας του πολιτικού συστήματος. Η αντιπολίτευση δεν μπορεί να συγκρουστεί με την κυβέρνηση επί της ουσίας της πολιτικής, οπότε καταφεύγει στην εκλογολογία. Δεν μπορεί να συγκρουστεί με την ουσία της κυβερνητικής πολιτικής, όχι γιατί αυτή έχει τη λαϊκή αποδοχή (το αντίθετο συμβαίνει), αλλά γιατί επί της ουσίας συμφωνεί μ' αυτή την πολιτική. Είναι η πολιτική που συμφέρει την κεφαλαιοκρατία και επιβάλλεται από τον μηχανισμό ελέγχου που έχουν εγκαταστήσει οι ιμπεριαλιστές δανειστές (τρόικα/κουαρτέτο). Λένε η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ καμιά κουβέντα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, όμως γρήγορα την ξεχνούν, πρώτο γιατί αυτή η πολιτική είναι συνέχεια της δικής τους και δεύτερο γιατί από τις ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες τους έχει διαμηνυθεί με διάφορους τρόπους ότι δεν πρέπει να ενδώσουν στον «λαϊκισμό». Δεν πρέπει να επαναλάβουν το προηγούμενο του ΣΥΡΙΖΑ, που βρέθηκε στην κυβερνητική εξουσία έχοντας υποσχεθεί «της Παναγίας τα μάτια», και χρειάστηκε ένα κρισιακό εξάμηνο μέχρι τα πράγματα να έρθουν στα ίσια τους.
Ετσι, είναι πιο εύκολο να γίνεται κριτική στην κυβέρνηση περί ανικανότητας, που σημαίνει ανικανότητα στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Οταν όμως κλείνουν οι αξιολογήσεις και από τα επιτελεία των ιμπεριαλιστών δανειστών ακούγονται μόνο καλά λόγια για τη συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων και ιδιαίτερα για τον Τσίπρα και τους οικονομικούς υπουργούς, τότε αναγκαστικά η αντιπολίτευση περί ανικανότητας πέφτει στο κοινό. Οπότε, από τη μια η σκανδαλολογία (όταν υπάρχει έδαφος, όπως με την υπόθεση με τα βλήματα του Καμμένου) και από την άλλη η εκλογολογία γίνονται αναγκαστικό καταφύγιο της αντιπολίτευσης.
Ο Μητσοτάκης, για παράδειγμα, αφού πέρασε το μισό 2016 με την πολιτική στρατηγική «είστε ανίκανοι, φύγετε», η οποία στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία, το περασμένο Σαββατοκύριακο, στο «δικό του» συνέδριο της ΝΔ «προέβλεψε» ότι ο Τσίπρας θα κάνει εκλογές μέσα στο 2018 και έθεσε το κόμμα του σε «εκλογική ετοιμότητα». Δεν είχε και άλλη επιλογή. Τι θα έκανε, θα έθετε τη ΝΔ σε… αγωνιστική ετοιμότητα ή θα έδινε το σύνθημα να εκδράμουν χειμώνα στην Αράχοβα και καλοκαίρι στη Μύκονο, περιμένοντας πότε ο Τσίπρας θα κάνει εκλογές;
Υπάρχει, βέβαια, και μια αληθινή βάση στην εκλογολογία. Ολοι αναρωτιούνται αν ο Τσίπρας θα το πάει μέχρι το τέλος ή αν θα επιλέξει να κάνει εκλογές πριν κλείσει η συμφωνία για το μετα-Μνημόνιο, οργανώνοντας ενδεχομένως και μια «ελεγχόμενη κρίση» στις σχέσεις με τους δανειστές, ώστε να έχει την ελπίδα -αν όχι μιας νέας νίκης- τουλάχιστον μιας «αξιοπρεπούς» ήττας που θα τον κρατήσει μέσα στο παιχνίδι ως ρυθμιστικό παράγοντα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα αυτά τα σκέφτεται και ο Τσίπρας με το στενό επιτελείο του (Φλαμπουράρη, Παππά, Βερναρδάκη). Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιες άλλες παραμέτρους βάζει στους υπολογισμούς του και δεν μας ενδιαφέρει. Γιατί εμείς δε φοβόμαστε έναν εκλογικό αιφνιδιασμό του Τσίπρα, όπως -δικαίως από μεριάς της- φοβάται η ΝΔ. Ξέροντας ότι το παιχνίδι δεν παίζεται στις κάλπες, αλλά στους δρόμους, σκεφτόμαστε ότι όλη αυτή η εκλογολογία αποκτά την όποια σημασία της μόνον όσο η εργατική τάξη παραμένει ταξικά αδρανής. Αυτό είναι που αφήνει λυτά τα χέρια του κάθε Τσίπρα.