Η παροιμιώδης φράση του πατέρα Μητσοτάκη (για τον Γιωργάκη Παπανδρέου την είπε) ταιριάζει ταμάμ στους «αρίστους» της κυβέρνησης του γιου του. Οι γκάφες τους –μνημειώδεις πολλές φορές- καλύπτονται από την καταθλιπτική κυριαρχία που έχει η σημερινή κυβέρνηση στα ΜΜΕ. Τι γίνεται, όμως, όταν το «παιδί» βάζει τα κλάματα και τα παρατάει;
Στην παρέα βάζαμε στοιχήματα για τον Ταραντίλη: πόσο θα μείνει στη θέση του; Η εικόνα του παρέπεμπε σε καρτούν που κουνούσε σαν νευρόσπαστο τα χέρια για να κρύψει την αμηχανία του. Αλλο η σχετική άνεση στο λόγο, κτηθείσα στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, άλλο η πολιτική άνεση να απαντάς στα ερωτήματα, ακόμα και «βρόμικα» αν χρειαστεί. Πού να έκανε και μπρίφινγκ με τους δημοσιογράφους παρόντες και όχι με ερωτήσεις διατυπωμένες ηλεκτρονικά. Ενας-δυο δημοσιογράφοι της αντιπολίτευσης αρκούν για να «γλεντήσουν» έναν κυβερνητικό εκπρόσωπο επιπέδου Ταραντίλη.
Στην πρώτη κυβερνητική κρίση που κλήθηκε να χειριστεί επικοινωνιακά «έσκασε». Εκείνο το παρατεταμένο «ρετάρισμα», όταν χρειάστηκε να μιλήσει για τον Λιγνάδη και τη Μενδώνη, πρόδωσε τον ταραγμένο εσωτερικό του κόσμο. Τα «βρόντηξε» και έφυγε. Επί σχεδόν μια βδομάδα εμφανιζόταν στη θέση του η Πελώνη. Δεν ξέρουμε αν προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν, όμως μετά από τόσες μέρες απουσίας η ανακοίνωση της παραίτησης ήταν μονόδρομος. Δεν πρόλαβε να κλείσει ούτε δίμηνο.
Η επίκληση οικογενειακών λόγων, είτε υπάρχουν είτε όχι, ήταν το πολιτικό πρόσχημα. Δεν υπήρξε ούτε ένας που να πίστεψε ότι αυτοί ήταν οι λόγοι. Κανένας δεν παρατάει το υπουργιλίκι για οικογενειακούς λόγους, για τον ίδιο λόγο που κανένας δεν παρατάει τη δουλειά του όταν έχει ζόρια στο σπίτι του. Σφίγγει τα δόντια και συνεχίζει. Χωρίς μάλιστα να έχει τις ανέσεις και τις αβάντες που έχει ένα μέλος της πολιτικής ελίτ.
Ο Ταραντίλης έκανε και δεύτερη ανάρτηση, δίνοντας όρκο πίστης στον Μητσοτάκη και ζητώντας να σεβαστούν όλοι τους οικογενειακούς λόγους που επικαλέστηκε. Πρωτότυπη άποψη, όταν κανένας δεν ασχολήθηκε με αδιακρισία με τα οικογενειακά του. Οσο για τον όρκο πίστης στον Μητσοτάκη, δεν αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνειά του. Ο Μητσοτάκης τον έκανε «νοματαίο». Αλλο αν δεν άντεξε, καθώς τη μια μέρα τον έβαλαν να πει ότι ο Λιγνάδης «παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους» και μετά από ελάχιστες μέρες άκουσε τον Σκέρτσο να δηλώνει ότι «ζητήθηκε η παραίτηση και δόθηκε». Ο Πέτσας θα το κατάπινε με… υπερηφάνεια, του Ταραντίλη του κάθησε στο λαιμό. Σκέφτηκε ότι θα πρέπει να χειριστεί και το ζήτημα Κουφοντίνα και κατέρρευσε. Τότε άρχισαν και κάτι διαρροές από το Μαξίμου, ότι ο πρωθυπουργός είναι δυσαρεστημένος από το πώς ο εκπρόσωπός του χειρίστηκε την υπόθεση Λιγνάδη, οπότε δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
Πρόκειται για ασήμαντο γεγονός που σύντομα θα ξεχαστεί. Αλλωστε, υπάρχουν πολύ σοβαρότερες αποδείξεις για την κυβέρνηση των α(χ)ρίστων.