Το φιάσκο των Τσιπραίων με τις τηλεοπτικές άδειες, που πήγαν να χτίσουν δικό τους σύστημα διαπλοκής και τώρα δίνουν μάχη πολιτικής επιβίωσης, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για την αστική Δικαιοσύνη, που προσπαθεί να «ξεπλυθεί» με τη βοήθεια της πλειοψηφίας των συστημικών ΜΜΕ που τη στηρίζουν. Είναι πραγματικά εξοργιστικό το περιεχόμενο των ανακοινώσεων που εξέδωσαν η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ.
Η ΕΔΕ κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι προσπάθησε «να εντάξει τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της στην πολιτική αντιπαράθεση», λες και όταν επικυρώνουν κάθε είδους πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων, θάβοντας εργατικά δικαιώματα δε συμμετέχουν στην πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση, αλλά κρίνουν σαν ουδέτεροι, υπεράνω τάξεων και συμφερόντων κριτές. «Κατηγορήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο για τις αποφάσεις του στα μνημόνια, το “κούρεμα“ των ομολόγων, τη διάλυση των ασφαλιστικών ταμείων, σαν να είναι αυτό που νομοθετεί και όχι οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις που επέβαλαν τα δυσβάσταχτα για την κοινωνία μέτρα» αναφέρει η ίδια ανακοίνωση. Οντως, οι κυβερνήσεις νομοθετούν, μέσω των πλειοψηφιών στη Βουλή, όμως το ΣτΕ και τ' άλλα αστικά δικαστήρια δεν κάνουν τίποτ' άλλο από το να επικυρώνουν τα αντιλαϊκά νομοθετήματα των κυβερνήσεων. Δεν είδαμε να δείξουν καμιά ευαισθησία, όπως έδειξαν στην περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών.
Το ότι κόπηκαν σχεδόν στα δύο, σε ένα ζήτημα που από νομική άποψη είναι καθαρό, δείχνει τη συμμετοχή τους στην πολιτική και οικονομική αντιπαράθεση ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις. Κάτι λιγότερο από τους μισούς επέλεξαν να στηρίξουν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και τα νέα τηλεοπτικά τζάκια που στοιχίζονταν πίσω τους, ενώ οι περισσότεροι (ελάχιστα πάνω από τους μισούς, όμως) επέλεξαν να ταχθούν με τους παλιούς βαρόνους και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που τους στήριζαν. Τι έπαιξε ρόλο σ' αυτό το διχασμό; Οχι μόνο το «λόμπινγκ» που έκαναν οι άνθρωποι της κάθε πλευράς (το «λόμπινγκ» είναι μια εξαιρετικά βρόμικη υπόθεση, που διεξάγεται εξ ολοκλήρου στο παρασκήνιο), αλλά και οι προσωπικές φιλοδοξίες. Γιατί καθένας από τους μεγαλόσχημους δικαστές έχει και μια καριέρα να φροντίσει.
Ας πάψουν, λοιπόν, να προκαλούν και τη νοημοσύνη μας και τα νεύρα μας οι δικαστές. Η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη και οι συνταγματικοί κανόνες δεν είναι γρανιτένιοι για τους θεράποντές της. Αυτοί οι κανόνες είναι από λάστιχο. Και η Δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, αλλά φοράει ταξικά γυαλιά. Αστικά για την ακρίβεια.
Οι Τσιπραίοι, βέβαια, «δε δικαιούνται για να ομιλούν». Προκαλούν εξίσου -αν όχι περισσότερο- όταν «θυμούνται» ξαφνικά ότι το ΣτΕ στήριξε όλα τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους. Γιατί αυτοί τι έκαναν; Δεν στηρίζουν τα Μνημόνια, τους αντιλαϊκούς και αντεργατικούς τους νόμους, προσθέτοντας μάλιστα τους νόμους ενός τρίτου Μνημόνιου σ' αυτούς των δύο προηγούμενων; Είναι προφανέστατο ότι έχασαν την ψυχραιμία τους, καθώς η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ επέλεξε το αντίπαλο στρατόπεδο, όμως δεν κατάφεραν να πείσουν κανέναν με τις ψευτιές τους. Αλλωστε, μόλις τους πέρασαν λίγο τα νεύρα, άρχισαν τις κωλοτούμπες και τα πλάγια πηδηματάκια, σε μια προσπάθεια να βγουν απ' αυτή την ιστορία με τις μικρότερες πολιτικές απώλειες.
Η αστική Δικαιοσύνη είναι ένας μηχανισμός καταστολής. Ενας μηχανισμός εφαρμογής του Δικαίου της αστικής τάξης. Οταν έχει να αντιμετωπίσει υποθέσεις με καθαρά ταξικό περιεχόμενο, το έργο της είναι εύκολο. Γνωρίζουμε όλοι την ευκολία με την οποία κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές οι απεργίες των εργαζόμενων. Γνωρίζουμε τη μοναδική ευκολία με την οποία πέφτουν εξοντωτικές καταδίκες επί αγωνιστών του αντάρτικου πόλης ή απλώς κατηγορηθέντων (χωρίς στοιχεία) για συμμετοχή στο αντάρτικο πόλης. Οπως γνωρίζουμε πώς μεθοδεύεται η απαλλαγή ή η επιεικέστατη ποινική μεταχείριση δολοφόνων μπάτσων, απατεώνων καπιταλιστών, διεφθαρμένων πολιτικών (εκτός από κάποιες περιπτώσεις «τελειωμένων», που χρησιμοποιούνται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι του συστήματος). Για μια περίοδο, το Ε' Τμήμα του ΣτΕ δημιούργησε μια νομολογία που διακρινόταν από περιβαλλοντική ευαισθησία. Αυτή η νομολογία παραβιάστηκε ωμά και βήμα-βήμα χτίζεται το αντίθετό της, που επαναφέρει το ΣτΕ στον αρχετυπικό του ρόλο ως δικαστήριο που υπερασπίζεται «το Δίκαιο του μονάρχη». Ακόμα και σε υποθέσεις με τα ίδια (τα ίδια, όχι παρόμοια) τυπικά χαρακτηριστικά, βγαίνουν αποφάσεις αντίθετες με την διαμορφωμένη νομολογία (παράδειγμα η υπόθεση του «γηπέδου Μελισσανίδη»).
Τα πράγματα δυσκολεύουν για την αστική Δικαιοσύνη όταν καλείται να κρίνει σε υποθέσεις που διχάζουν το αστικό στρατόπεδο. Σ' αυτές συγκρούονται οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και τα αστικά δικαστήρια διχάζονται. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών. Η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ επέλεξε τελικά το μέτωπο καναλαρχών-αντιπολίτευσης.