Μετά τη δημοσίευση της προκήρυξης, με την οποία οι Μαχόμενες Λαϊκές Επαναστατικές Δυνάμεις ανέλαβαν την ευθύνη για την εκτέλεση των δύο μελών των νεοναζιστικών ταγμάτων εφόδου, θα περίμενε κανείς ότι οι προβοκατορολόγοι, που τόσα εμετικά είχαν γράψει τις προηγούμενες μέρες, θα μαζεύονταν ή ότι κάποιοι απ’ αυτούς θα προσπαθούσαν ν’ αντιπαρατεθούν πολιτικά και ιδεολογικά με το περιεχόμενο της προκήρυξης. Δεν συνέβη τίποτα από τα δύο. Αντίθετα, είχαμε ένα νέο γύρο ακόμη πιο χυδαίας προβοκατορολογίας, η οποία συνέκλινε στο ότι η οργάνωση δεν υπάρχει και ότι η προκήρυξη έχει γραφτεί από μυστικές υπηρεσίες! Ενα γύρο χυδαίας προβοκατορολογίας που τον είδαμε να δημοσιεύεται ακόμη και στις στήλες του Indymedia, στις οποίες η αντίσταση στην προβοκατορολογία και η υπεράσπιση –από άποψη αρχών– της ενέργειας ήταν από πολύ χαλαρές μέχρι ανύπαρκτες!
Και τι δεν γράφτηκε. Μέχρι και υφολογική ανάλυση της προκήρυξης έκαναν ορισμένοι γελοίοι, αποσπώντας λέξεις, φράσεις, συντακτικά σχήματα, θεωρώντας ότι έτσι παρουσίαζαν… αποδεικτικό έργο. Κάποιοι άλλοι αναφέρονταν στο απλό-λαϊκό ύφος της προκήρυξης (φαίνεται πως μια οργάνωση του αντάρτικου πόλης απαγορεύεται να χρησιμοποιεί τέτοιο ύφος), για να καταλήξουν ότι σίγουρα την έγραψαν ασφαλίτες. Ο ένας έγραφε το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του, αποκαλύπτοντας τον πανικό τους. Οσο δεν είχε αναληφθεί ευθύνη για την ενέργεια, μπορού-σαν να επικαλούνται διάφορα ψευδοπολιτικά παραμύθια. Η ανάληψη ευθύνης τους έκοψε τα πόδια, διότι έπρεπε ν’ αντιπαρατεθούν όχι απλά με μια επαναστατική ενέργεια, αλλά και με την πολιτική επιχειρηματολογία αυτών που την πραγματοποίησαν. Αντί, λοιπόν, να πάρουν έντιμα θέση, επέλεξαν να κατρακυλήσουν στο έσχατο σκαλί της πολιτικής αθλιότητας, μιλώντας για πράκτορες και ασφαλίτες.
Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθούμε με τα εμετικά (και γελοία συνάμα) που γράφτηκαν. Ούτε με τα ξεράσματα κάποιων ορφανών του Περισσού, όπως ο Μπογιόπουλος, που από την ιστοσελίδα του Χατζηνικολάου αυτή τη φορά έκανε τη γνωστή κοπτοραπτική στο έργο του Λένιν, λογοκρίνοντάς τον με τον τρόπο που επί δεκαετίες διδάχτηκε να κάνει στο «Ριζοσπάστη». Δυο λόγια μόνο. Το σύγχρονο αντάρτικο πόλης στη μεταχουντική Ελλάδα αναπτύσσεται επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Σ’ αυτή την ιστορική διαδρομή εμφανίστηκαν πολλές οργανώσεις και όχι μόνο η 17Ν, ο ΕΛΑ, ο ΕΑ, η Σέχτα Επαναστατών, η ΣΠΦ. Οργανώσεις με διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, με διαφορετικό λόγο, με διαφορετικό τρόπο δράσης επιχειρησιακά. Κάθε φορά, οι προβοκατορολόγοι επέλεγαν διάφορες δευτερεύουσες πλευρές, χρησιμοποιού-σαν υλικό ακόμη και από τα παπαγαλάκια της αστικής δημοσιογραφίας, για να καταλήξουν πάντοτε στο ίδιο συμπέρασμα: προβοκάτορες, άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών. Οσες φορές, όμως, πιάστηκαν μέλη οργανώσεων του αντάρτικου πόλης και ανέλαβαν περήφανα την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους στις οργανώσεις τους, τα εμέσματα των προβοκατορολόγων γύρισαν και τους έλουσαν. Δεν κωλώνουν, όμως, την ίδια δουλειά συνεχίζουν και τώρα.
Γιατί; Γιατί στην ουσία διαφωνούν με τη δράση του αντάρτικου πόλης. Δεν διαφωνούν από άποψη τακτικής, που θα ήταν μια θεμιτή διαφωνία, αλλά τοποθετούν το ένοπλο «απέναντι», το θεωρούν εχθρό, το τοποθετούν έξω από το ευρύτερο επαναστατικό κίνημα, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Μ’ αυτή την τοποθέτηση, όμως, βγάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους έξω από το επαναστατικό κίνημα. Λασπολογώντας μια δίκαιη επαναστατική πράξη, το μόνο που κάνουν είναι να παραδίνουν τα διαπιστευτήριά τους στην αστική εξουσία, δείχνοντας ότι ο αντιφασισμός τους περικλείεται ασφυκτικά από τα όρια που αυτή η εξουσία ορίζει.
Και για να τελειώνουμε, κύριοι προβοκατορολόγοι. Αν λειτουργούσαμε ως φιλολογικοί κριτικοί, θα βρίσκαμε πολλά συντακτικά λάθη στην προκήρυξη των ΜΛΕΔ. Ομως ένα τέτοιο κείμενο δεν κρίνεται φιλολογικά, κρίνεται πολιτικά. Τι λέει πολιτικά αυτό το κείμενο; Το λέει στην πρώτη κιόλας παράγραφό του, μετά το τσιτάτο του Ντουρούτι: «Οι Μαχόμενες Λαϊκές Επαναστατικές Δυνάμεις αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πολιτικές εκτελέσεις των φασιστών-μελών του νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή που είχαν αναλάβει περιφρούρηση στα γραφεία του βόρειου τομέα Αθηνών, στο Νέο Ηράκλειο. Η επίθεση έγινε ως αντίποινα για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά και άλλα καθάρματα-μέλη του νεοναζιστικού κόμματος. Η επίθεση είναι επίσης αφιερωμένη στο απαξιωμένο προλεταριάτο από την Αφρική και την Ασία, στον κάθε μετανάστη που λοιδορείται, που είναι διαρκής ρατσιστικός στόχος για να αποτελεί το φτηνό εργατικό δυναμικό. Η δολοφονία Φύσσα αποτελεί σημείο καμπή, αφού αποτέλεσε το αποκορύφωμα της δολοφονικής καμπάνιας της Χρυσής Αυγής, που τα τελευταία δύο χρόνια και ιδιαίτερα μετά την είσοδό της στο αστικό κοινοβούλιο, έχει επιδοθεί συστηματικά σε δολοφονίες και ξυλοδαρμούς μεταναστών εργαζομένων, ξυλοδαρμούς και βιαιοπραγίες κατά αριστερών και αντιεξουσιαστών, και όλα αυτά με την πλήρη κάλυψη της "δημοκρατικής" αστυνομίας».
Τα υπόλοιπα είναι η ανάλυση της οργάνωσης για το φασιστικό φαινόμενο και την άνδρωσή του στην Ελλάδα (αλήθεια, εσείς οι… βαθυστόχαστοι αναλυτές, διαφωνείτε μ’ αυτή την ανάλυση, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της προκήρυξης;) και γενικότερα για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι και τα προτάγματά του. Πείτε, λοιπόν, καθαρά αν διαφωνείτε με αυτή την πρώτη παράγραφο της προκήρυξης, που αφορά την ενέργεια. Καταδικάζετε αυτό το σκεπτικό ή όχι;
Σε ό,τι μας αφορά, λίγα έχουμε να συμπληρώσουμε στα όσα γράψαμε μετά την εκτέλεση των νεοναζί.
Γράφαμε στο φύλλο της 9ης του Νοέμβρη: «Δε θα έπρεπε οι πραγματικοί αντιφασίστες, ακόμα κι αν διαφωνούσαν πολιτικά, να ξεκαθαρίσουν τουλάχιστον το ηθικό ζήτημα, ώστε να χτυπήσουν το κύμα συμπάθειας που για τους δικούς της λόγους πήγε να σηκώσει η αστική προπαγάνδα; (…) Θα ανακοπεί η ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος. Γιατί άραγε; Τι σόι κίνημα είναι αυτό, που επειδή κάποιοι αντιφασίστες (αν πρόκειται για πολιτική πράξη) εκτέλεσαν δύο μέλη των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου, εκδικούμενοι όχι μόνο τη δολοφονία του Π. Φύσσα, αλλά και τις δολοφονίες μεταναστών, τα μαχαιρώματα και τα λιντσαρίσματα, βάζει την ουρά στα σκέλια; Γιατί να μη συνεχίσει τη δράση του, παράλληλα με τη δράση άλλων αντιφασιστών, που επιλέγουν ν’ ανεβάσουν τον πήχη της πολιτικής έντασης, φτάνοντας μέχρι την ένοπλη βία;». Πλέον, μπορούμε να μιλήσουμε με θετικό τρόπο, αφού κάθε ερωτηματικό ως προς τον πολιτικό χαρακτήρα της ενέργειας διαλύθηκε.
Μια οργάνωση του αντάρτικου πόλης εκτέλεσε δυο μέλη των νεοναζιστικών ταγμάτων εφόδου, ως αντίποινα για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και το γενικότερο δολοφονικό όργιο των νεοναζί. Ηθικά δεν μπορεί κανένας αντιφασίστας να καταδικάσει αυτή την πράξη. Και έχει χρέος κάθε αντιφασίστας να τοποθετηθεί πρώτα ηθικά (γιατί όλοι οι φορείς της αστικής ιδεολογίας –κόμματα, ΜΜΕ, διανοούμενοι–, από τη δεξιά μέχρι την καθεστωτική αριστερά, προχώρησαν σε ηθική καταδίκη) και μετά από άποψη πολιτικής τακτικής. Υπάρχει αντιφασίστας που θεωρεί ότι διαπράχτηκε μια «στυγερή δολοφονία»; Υπάρχει κομμουνιστής που ξεχνά το «killing is no murder» («η θανάτωση δεν είναι έγκλημα») του Λένιν;
Ούτε από άποψη πολιτικής τακτικής είναι καταδικαστέα αυτή η ενέργεια. Και το λέμε εμείς που έχουμε μια διαφορετική πολιτική τακτική και στο ζήτημα της ανάπτυξης του αντιφασισμού και γενικότερα στο ζήτημα της ανάπτυξης του κινήματος της επαναστατικής ανατροπής. Εχουμε και με άλλες ευκαιρίες γράψει, ότι για μας ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της ταξικής-επαναστατικής συνείδησης και αυτό δεν έχει να κάνει με τα μέσα πάλης που χρησιμοποιούνται, αλλά με την αποτελεσματικότητα ως προς αυτόν τον στόχο. Γιατί, όμως, να θεωρήσουμε εχθρική, ανταγωνιστική, ακόμα και βλαβερή μια ένοπλη αντιφασιστική ενέργεια, στις σημερινές συνθήκες του κινήματος; Μήπως αυτή η ενέργεια εμποδίζει την αγωνιστική δραστηριότητα των εργαζόμενων και νεολαιίστικων μαζών; Μήπως ανακόπτει κάποιο ρεύμα μαχητικού αντιφασισμού; Μήπως εμποδίζει την ανάπτυξη του υπαρκτού αντιφασιστικού ρεύματος, που έχει περισσότερο καταγγελτικό χαρακτήρα και δραστηριότητες ζύμωσης; Ούτε ένα στοιχειωδώς σοβαρό επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης δεν ακού-σαμε. Αντίθετα, βλέπουμε την καταγγελία της ενέργειας να λειτουργεί ως «ευαγγέλιο» ενός μικροαστικού αντιφασισμού που αναζητά προστασία από τον επίσημο αστικό (κρατικό) «αντιφασισμό».