Η Μαρίνα Δαλιάνη, συνήγορος υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδα, άνοιξε των κύκλων των αγορεύσεων των συνηγόρων υπεράσπισης. Η αγόρευσή της ξεκίνησε με μια εκτεταμένη εισαγωγή, στη διάρκεια της οποίας αναφέρθηκε αναλυτικά στις πολιτικές σκοπιμότητες βάσει των οποίων συγκροτήθηκε αυτή η υπόθεση. Μίλησε για το κλίμα της τρομοϋστερίας και τις πιέσεις που ακούνταν ενόψει ολυμπιακών αγώνων, οι οποίες οδήγησαν τις διωκτικές αρχές να επαναξιολογήσουν στοιχεία που έως τότε θεωρούσαν ως μη αξιόλογα, όπως τα περιβόητα αρχεία της Στάζι, οι καταθέσεις του ζεύγους Ντε Μαρσέλους, ακόμα και αυτή η Κυριακίδου. Ειδικά για τον ΕΛΑ, η αδυναμία πραγματικής εξάρθρωσης οδήγησε στην εικονική επανασύσταση μιας οργάνωσης η οποία είχε σταματήσει τη δράση της το 1995.
Με θωρακισμένο το νομικό οπλοστάσιο (τρομονόμος του 2001), οι διωκτικές αρχές έψαξαν πόρτα-πόρτα τις πολυκατοικίες σε τέσσερις διευθύνσεις και βρήκαν τρεις ακόμη μάρτυρες, που εκτίμησαν ότι μπορούσαν να στηρίξουν το ήδη ανύπαρκτο αποδεικτικό υλικό. Ιδιαίτερα την Τόγκα, η οποία όμως ήταν τόσο αξιόπιστη που στο δικαστήριο κατάφερε να μην αναγνωρίσει ούτε την Κυριακίδου. Τελικά, κανένας μάρτυρας, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν υπάρχει που να συνδέει οποιονδήποτε κατηγορούμενο με τις συγκεκριμένες πράξεις της κατηγορίας.
Στη συνέχεια, η συνήγορος αναφέρθηκε στο θέμα της απλής συνέργειας, σημειώνοντας εισαγωγικά ότι στη συγκεκριμένη δίκη η απλή συνέργεια δεν προέκυψε από το αποδεικτικό υλικό, αλλά επιστρατεύτηκε ως λύση ανάγκης προκειμένου να υπάρξει καταδίκη. Θύμισε ότι στη διάρκεια του πρωτοβάθμιου δικαστήριου καμιά ερώτηση που να αποσκοπεί στη διερεύνηση της απλής συνέργειας δεν έγινε στη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και μόνο στο τέλος, όταν αποδείχτηκε περίτρανα ότι δεν υπήρχε τίποτα, επιστρατεύτηκε η απλή συνέργεια λόγω ψυχικής συνδρομής.
Επιστρατεύτηκε ένα απαράδεκτο τεκμήριο συμμετοχής στις πράξεις, μόνο λόγω της συμμετοχής στην οργάνωση. Στην πρώτη δίκη, η προεδρεύουσα Μπρίλλη παραδέχτηκε ότι κάναμε μια δίκη με ελλιπή στοιχεία, ενώ δεν ικανοποιήσαμε αιτήματα των κατηγορουμένων, επειδή μας πίεζε ο χρόνος και δεν θα ήταν σωστό να γίνουν οι ολυμπιακοί αγώνες με αυτή τη δίκη σε εκκρεμότητα! Σε αυτή τη δίκη, ο εισαγγελέας πρότεινε να συνυπολογιστεί στην απόφαση του δικαστηρίου η δράση άλλων ένοπλων οργανώσεων σήμερα, μιλώντας για καλάζνικοφ και πιστόλια. Μόνο αποδείξεις για την κατηγορία δεν υπάρχουν.
Στο επόμενο σκέλος της αγόρευσής της η Μ. Δαλιάνη ασχολήθηκε επί μακρόν και με πλούσια νομική επιχειρηματολογία, αντλημένη από τη θεωρία αλλά και τη νομολογία, με το χαρακτήρα των εκρήξεων. Απέδειξε ότι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας γίνεται διαστολή στην έννοια των εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας που ούτε η χούντα δεν είχε τολμήσει να κάνει. Θύμισε, μάλιστα, ότι όπου δεν προκύπτει εγκατάσταση κοινής ωφέλειας, όπως π.χ. σε μια έκρηξη στον ΣΕΒ, προστέθηκαν αυθαίρετα απόπειρες ανθρωποκτονίας, προκειμένου η έκρηξη να μην υποκύψει στην παραγραφή και να επισύρει τη μέγιστη δυνατή ποινή. Κατέληξε, καλώντας το δικαστήριο να αποκαταστήσει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις και να θεωρήσει παραγεγραμμένο ό,τι έχει παραγραφεί. Ανεξάρτητα, όμως, από την επιλογή που θα κάνει το δικαστήριο, όλες οι εκρήξεις πρέπει να θεωρηθούν μία πράξη, «έκρηξη κατ’ εξακολούθηση», όπως πρότεινε και ο εισαγγελέας.
Στη συνέχεια, η Μ. Δαλιάνη πέρασε στο εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα της απλής συνέργειας, όπως τίθεται σ’ αυτή την υπόθεση. Αναφέρθηκε στις διάφορες περιπλανήσεις των εισαγγελέων και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής της πρώτης δίκης, που πρότειναν διαφορετική νομική κατασκευή, ακριβώς επειδή δεν είχαν τίποτα συγκεκριμένο να αποδώσουν στον Τσιγαρίδα και τους άλλους κατηγορούμενους. Αλλοι μιλούσαν για ηγετική ομάδα, στην οποία ανήκαν όλοι οι κατηγορούμενοι, και πρότειναν καταδίκη για ηθική αυτουργία, άλλοι μιλούσαν για άμεση συνέργεια σε όλες τις πράξεις και άλλοι για απλή συνέργεια σε όλες τις πράξεις και στο τέλος επιλέχτηχε η απλή συνέργεια, λόγω ψυχικής συνδρομής. Η συνήγορος αναφέρθηκε αναλυτική στην έννοια της πολιτικής ευθύνης, όπως την ανέλαβε ο Χρ. Τσιγαρίδας. Μίλησε ακόμη και για τη συνταγματική περιγραφή της πολιτικής ευθύνης, η οποία προκύπτει από την ιδιότητα της συμμετοχής σε ένα πολιτικό μόρφωμα, είτε είναι καθεστωτικό είτε αντικαθεστωτικό. Δεν μπορεί η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης -είπε- να δημιουργεί ένα τεκμήριο ενοχής για όλη τη δράση ενός πολιτικού μορφώματος, επειδή απουσιάζουν τα αποδεικτικά στοιχεία για την ποινική αξιολόγηση, η οποία πρέπει πάντοτε να είναι εξατομικευμένη και να στηρίζεται σε ακλόνητες αποδείξεις. Αναφέρθηκε αναλυτικά στις επισημάνσεις της θεωρίας και ειδικά αυτές του καθηγητή Μανωλεδάκη, που προειδοποίησε για τον κίνδυνο της διπλής αξιολόγησης, η οποία απαγορεύεται στο ισχύον Δίκαιο. Δηλαδή, κάποιος να θεωρείται ένοχος του αδικήματος της συμμετοχής σε οργάνωση και ταυτόχρονα, με το ίδιο ακριβώς αποδεικτικό υλικό και τίποτα περισσότερο, να θεωρείται και ένοχος για όλες τις αξιόποινες πράξεις αυτής της οργάνωσης. Ετσι όπως εφαρμόστηκε αυτή η λογική στην απόφαση του πρώτου δικαστηρίου, οδηγεί κατευθείαν στην έννοια της συλλογικής ευθύνης, η οποία πράγματι είναι ναζιστικής έμπνευσης.
Η Μ. Δαλιάνη, θύμισε τις δημόσιες τοποθετήσεις των καθηγητών Παρασκευόπουλου και Μυλωνόπουλου ενάντια στη λογική της συλλογικής ευθύνης και το κάλεσμά τους προς τους δικαστές του δεύτερου βαθμού να εξαλείψουν από τη νομολογία αυτό το τερατούργημα και στη συνέχεια προχώρησε σε μια εκτεταμένη νομική ανάλυση της έννοιας της απλής συνέργειας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διεύρυνση της έννοιας της απλής συνέργειας, όπως αποτυπώνεται στην απόφαση του πρώτου δικαστήριου και στη μειοψηφούσα γνώμη του δεύτερου δικαστήριου, την οποία λέξη προς λέξη επανέλαβε ο εισαγγελέας σ’ αυτή τη δίκη, οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Προχωρώντας στη συγκεκριμενοποίηση, σε σχέση με την τρέχουσα δίκη, κατέδειξε τα αδιέξοδα της εισαγγελικής πρότασης για τον Τσιγαρίδα, η οποία -ενώ αρχικά δήλωσε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για τη δομή του ΕΛΑ- στη συνέχεια άρχισε να χρησιμοποιεί εικασίες του τύπου: δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη ηγετικής ομάδας στον ΕΛΑ και αν υπήρχε τέτοια ομάδα ο Τσιγαρίδας ήταν μέλος της! Τι αποδεικτική αξία μπορεί να έχουν τέτοιοι συλλογισμοί, που αναπαράγουν αναπάντητα ερωτήματα και οικοδομούν εικασίες, σε ένα ποινικό σύστημα που απαιτεί τη βεβαιότητα; Καμία απολύτως. Μέχρι πότε θα δικάζεται ο Τσιγαρίδας με βάση αναπάντητα ερωτήματα και εικασίες; Μέχρι πότε θα βγαίνουν καταδικαστικές αποφάσεις στηριγμένες στην έκφραση φρονήματος και όχι σε συγκεκριμένες πράξεις; Γιατί όσα αναφέρονται για τον Τσιγαρίδα στη μειοψηφία της δεύτερης δίκης, τα οποία επανέλαβε ο εισαγγελέας σ’ αυτή τη δίκη, αποτελούν εικασίες που οδηγούν στην έκφραση φρονήματος και όχι σε πράξεις που μπορούν να στοιχειοθετήσουν συγκεκριμένα απλή συνέργεια. Ο καθηγητής Ανδρουλάκης επισημαίνει -όπως τόνισε η Μ. Δαλιάνη- ότι αν φτάσουμε να ποινικοποιήσουμε την έκφραση φρονήματος, τότε θα φτάσουμε να τιμωρούμε τους συμφωνούντες και τους αλληλέγγυους. To ανατρεπτικό φρόνημα του Τσιγαρίδα, που του αποδίδεται γενικά, δε μπορεί να ξεπεράσει την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συμμετοχής στην οργάνωση, το οποίο όμως έχει τελεσίδικα παραγραφεί.
Τι μένει από την εισαγγελική πρόταση ενοχής του Τσιγαρίδα; Το ότι «έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της οργάνωσης», δηλαδή η αδράνεια, ότι δεν έκανε κάτι για να εμποδίσει τους δράστες. Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, τότε θα φτάσουμε στο σημείο να διώκουμε κάθε πολίτη που δεν κάνει οτιδήποτε για να σταματήσει αξιόποινες πράξεις. Θα φτάσουμε έτσι σε τερατώδεις κατασκευές. (Ο τελευταίος χαρακτηρισμός ενόχλησε την πρόεδρο, που έκανε παρατήρηση στη συνήγορο! Γιατί άραγε; Μήπως γιατί συντάσσεται με την ίδια λογική;).
Τελικά, συνέχισε η Μ. Δαλιάνη, το μόνο που παρέμεινε σταθερό από την πρώτη δίκη μέχρι σήμερα είναι το πλαίσιο ποινής. Η έλλειψη απόδειξης βοηθά στην επιμέτρηση της ποινής! «Δεν θα φτάσουμε και σε ισόβια», όπως έλεγε ο εισαγγελέας της πρώτης δίκης κ. Πατσής. Ο δε εισαγγελέας αυτής της δίκης σάς ζήτησε να προχωρήσετε σε εκτροπή, επικαλούμενος τις σημερινές οργανώσεις, τα Καλάζνικοφ και τα Σκόρπιον! Αφού δεν έχουμε αποδεικτικά στοιχεία για τον Τσιγαρίδα, ας ανατρέξουμε στη σημερινή πολιτική κατάσταση και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ακόμα και αυτό, όμως, ο εισαγγελέας το άφησε στην κρίση σας! Ενώ ο συνήγορος πολιτικής αγωγής σας είπε ότι δεν έχει πρόταση και σας ευχήθηκε να κάνετε ό,τι σας φωτίσει ο θεός! Εγώ, όμως, σας λέω -κατέληξε η Μ. Δαλιάνη- ότι η απόφαση δεν είναι στην κρίση σας. Είναι στην κρίση του νομοθέτη και τον νομοθέτη δεν έχετε δικαίωμα να τον υπερβείτε. Στο σημείο αυτό, η συνήγορος έκανε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αναφορά. Καλά για την Κυριακίδου, που δεν κατηγορήθηκε ποτέ, επειδή υποτίθεται ότι βοήθησε στην εξάρθρωση, όμως πώς θα υπερβείτε την υπόθεση Καββαδία -είπε- που δεν κατηγορήθηκε για τις εκρήξεις, αλλά μόνο για συμμετοχή στην οργάνωση και απαλλάχτηκε με βούλευμα; Πώς θα δικαιολογήσετε στη συνείδησή σας μια διαφορετική αντιμετώπιση του Τσιγαρίδα;
Ο εντολέας μου, ο Χρ. Τσιγαρίδας -κατέληξε η Μ. Δαλιάνη- στα 70 του χρόνια επέλεξε να δημοσιοποιήσει την πολιτική του ένταξη, να την υπερασπιστεί, να δηλώσει αμετανόητος. Αυτή η δημόσια τοποθέτησή του τον θέτει υπό κρίση ενώπιον της Ιστορίας. Η αξιοποίηση των επιλογών του δε μπορεί να γίνει στις δικαστικές αίθουσες. Θα γίνει από το κίνημα, θα γίνει από την Ιστορία. Εσείς δεν έχετε καμιά αρμοδιότητα. Εχετε, λοιπόν, δύο επιλογές. ‘Η θα αγνοήσετε τον κατηγορούμενο εντελώς και θα δικάσετε ό,τι πολιτικά συμβολίζει, παίρνοντας μέρος στην πολιτική αντιπαράθεση της εξουσίας με τις αιμορραγούσες πληγές της, ή θα δικάσετε με βάση το σύνταγμα και το νόμο, αφήνοντας στην άκρη την πολιτική αντιπαράθεση. Ο Μανωλεδάκης λέει πως ο δικαστής πρέπει να μην εγκαταλείπει τη θέση του διαιτητή και να γίνεται παίχτης. Σας καλώ να εξοβελίσετε από τη σκέψη σας επίκτητα διλήμματα και περιμένω με αγωνία, αν και όπως λέει ο Αναγνωστάκης «χωρίς αυταπάτες».