Η ανακοίνωση των βαθμολογιών των μαθητών που συμμετείχαν στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις έδωσε τέλος στην αγωνία κάποιων ενώ άλλους τους έριξε στη μαύρη απελπισία. Γιατί όσο και να διατυμπανίζουν κάποιοι και να συμβουλεύουν από τα τηλεπαράθυρα τους μαθητές να αποβάλουν το άγχος και ότι οι ευκαιρίες δεν τελειώνουν με την αποτυχία στις εξετάσεις, γεγονός είναι ότι ένα πανεπιστημιακό πτυχίο είναι πάντα ένα ισχυρότερο «χαρτί» για την επαγγελματική αποκατάσταση, ενώ η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία της έχουν επενδύσει τα μέγιστα στις πανεπιστημιακές σπουδές.
Την ιστορικά διαμορφωμένη αυτή τάση, οι αστικές κυβερνήσεις, επιθυμούν σφόδρα να ανακόψουν, εξ ου και έχουν επιβάλει ισχυρούς ταξικούς φραγμούς, το μείγμα των οποίων κατά καιρούς αλλάζει. Η κυβέρνηση Κούλη-1 επέβαλε την Τράπεζα θεμάτων και την καρμανιόλα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, ενώ σταθερή αξία σε όλες τις κυβερνήσεις παραμένει ο κλειστός αριθμός εισακτέων, που υπέστη μεγάλες μειώσεις την μνημονιακή δεκαετία (το 2016-2017 έπεσε κάτω και από 70.000) για να «τσιμπήσει» παραπάνω την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (στο τέλος της κυβερνητικής του θητείας ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε για την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά 2019-2020 78.335 εισακτέους) και στη συνέχεια να ξαναπάρει την κατιούσα. Η Κεραμέως επέβαλε το μεγαλύτερο «μαχαίρι» στον αριθμό εισακτέων, ενώ πετσόκοψε και τμήματα των ΑΕΙ, ειδικά των περιφερειακών. Για την φετινή χρονιά -ακαδημαϊκό έτος 2023-2024- ο αριθμός των εισακτέων είναι 68.574 (σε αυτόν θα προστεθούν και οι εισακτέοι στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές και στις Ακαδημίες της Πυροσβεστικής, του Εμπορικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος).
Για τις επόμενες χρονιές -κυβέρνηση Κούλη-2- σχεδιάζεται και το «αναβαθμισμένο» απολυτήριο Λυκείου, καθώς η βαθμολογία και στις τρεις τάξεις του θα προσμετράται για την είσοδο στα Πανεπιστήμια.
Κοντολογίς, ο δρόμος προς τα ΑΕΙ είναι στρωμένος με αγκάθια, ενώ το παζλ συμπληρώνει και η τορπίλη των «θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας», που έχει στόχο να εμφανίζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων «ορθολογική» κλιμάκωση, η οποία θα υπηρετήσει την «αντικειμενική» επιλογή εκείνων που θα εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών πρέπει να κινηθεί σε βαθμολογίες κάτω από τη βάση του 10 ή λίγο πάνω από αυτή, να αποδεχτεί «τη μοίρα του και το ριζικό του» και να κατευθυνθεί σε σχολές «που αντιστοιχούν στις δυνατότητές του», σχολές «μειωμένου ενδιαφέροντος» ή αυτές που βρίσκονται «στα αζήτητα», ενώ το υπόλοιπο να κατανεμηθεί σταδιακά μειούμενο σε κλάσεις 13-15, 15-18 και 18-20 (στην τελευταία κλάση του 18-20 πολύ λιγότεροι υποψήφιοι που θα επανδρώσουν τις σχολές υψηλού κοινωνικού γοήτρου, π.χ. Νομικές, Πολυτεχνεία, Ιατρικές, κ.λπ.).
Οι κόφτες
Φέτος συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις 88.570 υποψήφιοι (73.220 από τα ΓΕΛ και 15.350 από τα ΕΠΑΛ). Με δεδομένο ότι φέτος ο κλειστός αριθμός εισακτέων είναι 68.574 συμπεραίνουμε ότι αμέσως, αμέσως 19.996 υποψήφιοι θα μείνουν εκτός νυμφώνος.
Τον αριθμό των αποτυχόντων θα συμπληρώσουν και αυτοί που θα μείνουν εκτός λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ).
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με το νόμο Κεραμέως (νόμος 4777/17-2-2021, άρθρο 4Β), προϋπόθεση για να συμμετάσχει κάποιος υποψήφιος στη διαδικασία επιλογής για τις σχολές και τα τμήματα των Πανεπιστημίων είναι η επίτευξη στις πανελλαδικές εξετάσεις βαθμολογικής επίδοσης ίσης ή μεγαλύτερης από την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) ανά σχολή ή τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση.
Δηλαδή για να έχει δικαίωμα ο υποψήφιος να συμπληρώσει ακόμη και το μηχανογραφικό δελτίο, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει σημειώσει βαθμολογική επίδοση στις πανελλαδικές εξετάσεις τουλάχιστον ίση με την ΕΒΕ ανά σχολή ή τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση.
Η ΕΒΕ διαμορφώνεται από το μέσο όρο των μέσων όρων των βαθμολογικών επιδόσεων των υποψήφιων στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα ανά επιστημονικό πεδίο, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με συντελεστή που καθορίζεται από τα Ιδρύματα. Ο συντελεστής βρίσκεται εντός του διαστήματος ελάχιστης και μέγιστης τιμής, που έχει διαμορφωθεί στο εύρος μεταξύ 0,80 και 1,20, ενώ ως ελάχιστη και μέγιστη τιμή του συντελεστή της ΕΒΕ των ειδικών μαθημάτων ή πρακτικών δοκιμασιών έχουν οριστεί οι τιμές 0,70 και 1,10 αντιστοίχως.
Κοντολογίς, ένας αριθμός υποψηφίων, ευθύς εξαρχής, θα εμποδίζεται ακόμη και να προσεγγίσει τις πόρτες των ΑΕΙ, κάτι που δεν ίσχυε μέχρι πριν την ψήφιση του νόμου, καθώς δικαίωμα συμπλήρωσης μηχανογραφικού είχαν όλοι οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αυτό τους παρείχε την ευκαιρία να μπουν ίσως σε κάποιο τμήμα -ειδικά τμήμα ΤΕΙ-, που στο μέλλον μπορεί να τους έδινε κάποια δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης.
Η αγωνία του υποψηφίου ωστόσο δεν τελειώνει ακόμα και αν «πιάσει» την ΕΒΕ του τμήματος ή των τμημάτων που τον ενδιαφέρουν, γιατί ακολουθεί η διαδικασία υπολογισμού των μορίων του για το κάθε τμήμα ξεχωριστά, που συναρτάται από τους συντελεστές βαρύτητας.
Υπενθυμίζουμε ότι κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα καθορίζει τους συντελεστές βαρύτητας των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων Γενικού Λυκείου, Επαγγελματικού Λυκείου, των ειδικών μαθημάτων και πρακτικών δοκιμασιών για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για κάθε τμήμα/σχολή/εισαγωγική κατεύθυνσή του.
- Σύμφωνα με τον νόμο 4777/2021 (Α΄ 25) ο συντελεστής βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε ένα από τα τέσσερα πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό (%) και δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 20%. Το άθροισμα των τεσσάρων συντελεστών αποδίδει το 100%.
- Στις περιπτώσεις των Σχολών, Τμημάτων ή Εισαγωγικών Κατευθύνσεων, η εισαγωγή στις οποίες προϋποθέτει την εξέταση σε ειδικό μάθημα ή πρακτικές δοκιμασίες, ο συντελεστής βαρύτητας που αποδίδεται στο ειδικό μάθημα ή τις πρακτικές δοκιμασίες είναι είτε 10% είτε 20%
Η επιβολή των συντελεστών βαρύτητας έγινε για να ικανοποιήσει ένα πάγιο αίτημα μιας μερίδας του πανεπιστημιακού κατεστημένου που θέλει να έχει λόγο στην επιλογή των υποψηφίων φοιτητών. Ποιος όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι η επιλογή των συντελεστών βαρύτητας ανά μάθημα γίνεται με καθαρά «επιστημονικά» κριτήρια όταν για παράδειγμα τα Τμήματα των Μαθηματικών στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα (που έχουν πάντα αρκετούς φοιτητές και δεν κινδυνεύουν να κλείσουν) όρισαν τους ίδιους συντελεστές βαρύτητας (δηλαδή 35% στα Μαθηματικά, 25% στη Φυσική και από 20% στη Χημεία και την Εκθεση) καθώς και τον ίδιο συντελεστή ΕΒΕ (που είναι το 1,00), ενώ το Μαθηματικό Τμήμα της Σάμου που το 2022 είχε 150 εισακτέους ενώ το 2021 είχε 309 (δηλαδή έχασε σε μία χρονιά το 51,5% των φοιτητών του και επομένως φέτος προετοιμάζεται για ακόμη χειρότερες καταστάσεις) όρισε χαμηλότερο συντελεστή ΕΒΕ (που είναι το 0,80) ενώ αποφάσισε και τα τέσσερα πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα να έχουν τον ίδιο συντελεστή βαρύτητας (από 25% το καθένα);
Παιχνίδι με τους συντελεστές βαρύτητας και την ΕΒΕ γίνεται π.χ. ανάμεσα και στα Τμήματα των Αρχιτεκτόνων μηχανικών. Για παράδειγμα το Τμήμα των Ιωαννίνων έχει ορίσει ΕΒΕ (0,80) ενώ τα Τμήματα της Αθήνας (ΕΜΠ) και Θεσσαλονίκης έχουν υψηλότερη ΕΒΕ (1,00). Οι συντελεστές βαρύτητας στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη είναι ίδιοι, δηλαδή από 25% στα τέσσερα πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα και από 10% στο ελεύθερο και το γραμμικό σχέδιο, ενώ στα Γιάννενα είναι 35% στη Γλώσσα (!), 25% στη Φυσική, και από 20% στη Χημεία και τα Μαθηματικά (και από 10% στο ελεύθερο και το γραμμικό σχέδιο).
Σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο τελευταίων ετών
Στους επόμενους πίνακες στην τελευταία στήλη υπολογίζεται η διαφορά του ποσοστού της 3ης στήλης από την 1η στήλη:
Αρχικές επισημάνσεις
1) Στις ανθρωπιστικές σπουδές σε σχέση με την περσινή χρονιά φαίνεται ξεκάθαρα πως:
- οι μαθητές έγραψαν φέτος καλύτερα στη Νεοελληνική γλώσσα (το ίδιο συνέβη και με τους μαθητές των υπόλοιπων επιστημονικών πεδίων σε αυτό το μάθημα),
- στα Αρχαία ελληνικά αυξήθηκε φέτος το ποσοστό των μαθητών με βαθμολογία κάτω από το 10 (41,54% φέτος έναντι 37,2% πέρσι), ωστόσο αρίστευσαν (δηλαδή βαθμολογήθηκαν με 18-20, σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία που δημοσίευσε το υπουργείο Παιδείας) φέτος περισσότεροι (4,87% έναντι του περσινού 2,27%),
- απέδωσαν επίσης χειρότερα φέτος και στην Ιστορία, ενώ μειώθηκε και ο αριθμός των αριστούχων στο μάθημα αυτό (13,02% φέτος έναντι του περσινού 15,56%),
- πήγαν πολύ καλύτερα φέτος στα Λατινικά καθώς το 31,97% δεν πέρασε την ψυχολογική βάση του 10, ενώ το αντίστοιχο περσινό ποσοστό ήταν πολύ μεγαλύτερο, δηλαδή 45,13%. Οι αριστούχοι στα Λατινικά αποτελούν φέτος το 22,74% ενώ το 2022 ήταν 17,96%.
2) Στις σπουδές υγείας ο μαθητικός πληθυσμός έχασε τα αυγά και τα πασχάλια σε Χημεία (αν εξαιρέσουμε εκείνους με βαθμολογία 19-20 που αποτέλεσε το 8,96% φέτος, ενώ ήταν το 7,9% πέρσι) και Βιολογία (εδώ και πάλι αυτοί που ανήκουν στην κλάση 19-20 αποτέλεσαν φέτος το 7,49% ενώ ήταν 5,71% πέρσι) και απέδωσε χειρότερα από πέρσι και στη Φυσική.
3) Στις θετικές σπουδές οι μαθητές:
- απέδωσαν χειρότερα φέτος στη Χημεία, αν εξαιρέσουμε τους αριστούχους (13,75% το 2023, 12,44% το 2022),
- έδειξαν καλύτερη εικόνα φέτος στη Φυσική και πήγαν πολύ καλύτερα στα Μαθηματικά.
4) Στις σπουδές οικονομίας και πληροφορικής οι μαθητές:
- συνετρίβησαν φέτος στην Οικονομία καθώς το 44,83% έπεσε κάτω από το 10, ενώ το αντίστοιχο περσινό ποσοστό ήταν 35,31%,
- παρουσιάσαν καλύτερη εικόνα φέτος στα Μαθηματικά.
Μια πρώτη εικόνα είναι ότι σε σχέση με πέρυσι θα έχουμε μικρή άνοδο των βάσεων στις ανθρωπιστικές σπουδές (στα περιζήτητα τμήματα), πτώση στις σπουδές υγείας (ως γενική τάση), άνοδο των βάσεων στις θετικές σπουδές (ως γενική τάση) και αυξομειώσεις στις οικονομικές σπουδές.
Μία παρατήρηση που επίσης πρέπει να κάνουμε είναι ότι οι μαθητές των θετικών σπουδών έχουν καλύτερη επίδοση στις πανελλαδικές και στη Φυσική και τη Χημεία, σε σχέση με τους υποψήφιους της ομάδας προσανατολισμού των επιστημών υγείας, παρά το γεγονός ότι διαγωνίζονται στα ίδια θέματα και συχνά το μάθημα γίνεται από τους ίδιους διδάσκοντες. Και αυτό γιατί η μαθηματική επιστήμη βοηθά τους μαθητές εκτός από την ικανότητα στην πράξεις και στην καλλιέργεια της λογικής σκέψης και γενικά στην επίλυση προβλημάτων.
Τέλος, το βασικό συμπέρασμα και από αυτήν την χρονιά είναι ότι το ασανσέρ των βάσεων ουδεμία σχέση έχει με το επίπεδο των γνώσεων των μαθητών. Οι μαθητές που διαγωνίστηκαν φέτος δεν είναι καλύτεροι από αυτούς που έδωσαν πέρυσι πανελλαδικές (μιλάμε για το γενικό επίπεδο και όχι για τη διαφορά στο επίπεδο μιας τάξης ενός σχολείου που μπορεί όντως να έχει διαφορές). Το γνωσιακό επίπεδο των μαθητών έχει να κάνει με το χαρακτήρα του σχολείου στον καπιταλισμό (γνώσεις ρηχές, μιας χρήσης), το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων, το μέγεθος και τη δυσκολία της διδακτέας ύλης, τα ωρολόγια προγράμματα, κ.λπ., και πάνω απ’ όλα με την κοινωνικο-οικονομική τους προέλευση. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και άλλα εμπόδια, όπως το μη επαρκές διδακτικό προσωπικό, τις εκατοντάδες χαμένες ώρες διδασκαλίας, λόγω των ελάχιστων διορισμών με το σταγονόμετρο και κατά χρονικά διαστήματα, ή εμπόδια όπως η απουσία επαφής με τη ζωντανή τάξη, όπως π.χ. έγινε την περίοδο της πανδημίας.