Το μένος που δείχνει η Κυβέρνηση των α(χ)ρίστων και το ΥΠΑΙΘΑ ενάντια στη δημόσια εκπαίδευση και τις ανάγκες των παιδιών της εργαζόμενης κοινωνίας είναι γνωστό. Από τις στήλες της εφημερίδας μας έχουμε αναφερθεί πάμπολλες φορές στις εγκληματικές πολιτικές που προωθεί το ΥΠΑΙΘΑ αντιμετωπίζοντας μαθητές και γονείς ως αριθμούς.
Είναι γνωστό, εδώ και πολλά χρόνια, πως κάθε Σεπτέμβρη τα σχολεία ανοίγουν με δεκάδες χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών, τόσο στην Α΄βάθμια όσο και στην Β΄βάθμια εκπαίδευση. Οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου διαχρονικά έχουν παγώσει τις προσλήψεις αφού ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως κόστος. Αυτά τα κενά «καλύπτονται» με αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, έναν θεσμό έκτρωμα, οι οποίοι καλούνται να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ενώ στο τέλος της σχολικής χρονιάς απολύονται. Για όσους δεν γνωρίζουν, αξίζει να αναφέρουμε ότι αυτά τα κενά δεν καλύπτονται με τη μία, στις αρχές του Σεπτέμβρη, αλλά πραγματοποιούνται σε διάφορες φάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους. Οπως είναι αναμενόμενο, πολλά κενά δεν καλύπτονται εξ αρχής με αποτέλεσμα να ξεκινάει η σχολική χρονιά και στα σχολεία να μην υπάρχουν όλοι οι απαραίτητοι εκπαιδευτικοί. Είναι συχνό το φαινόμενο να καλύπτεται μία θέση εκπαιδευτικού ακόμα και 2-3 μήνες πριν κλείσουν τα σχολεία για καλοκαίρι.
Η Κυβέρνηση των α(χ)ρίστων εντελώς δημαγωγικά και με γκεμπελίστικο τρόπο πανηγυρίζει για όποιες μόνιμες προσλήψεις έκανε τα τελευταία χρόνια. Βέβαια, αυτές οι προσλήψεις δεν είναι καν σταγόνα στον ωκεανό, αφού μόνο και μόνο οι συνταξιοδοτήσεις κάθε χρόνο ξεπερνούν τις όποιες προσλήψεις. Αν υπολογίζουμε και τα ήδη υπάρχοντα κενά στον χώρο της εκπαίδευσης τότε αντιλαμβανόμαστε πως η κατάσταση είναι απελπιστική. Φέτος ειδικά η προπαγάνδα με τους 10.000 μόνιμους διορισμούς ξεπέρασε κάθε όριο και είναι μια συνεχής καραμέλα που πιπιλάει ο Μητσοτάκης σε κάθε ευκαιρία. Η αλήθεια είναι ότι πέρυσι στη δημόσια εκπαίδευση προσελήφθησαν πάνω από 52.000 αναπληρωτές, ενώ και μόνο οι φετινές συνταξιοδοτήσεις ήταν περίπου 5.000. Για να ισοφαρίσει, λοιπόν, τις δαπάνες από την πρόσληψη των επιπλέον 5.000 ουσιαστικά μόνιμων διορισμών, το υπουργείο Παιδείας με τους σφουγγοκωλάριους Περιφερειακούς Διευθυντές και τους Διευθυντές Εκπαίδευσης επιδόθηκε σε ένα μπαράζ συγχωνεύσεων τμημάτων, κατάργηση σχολικών μονάδων και σαρδελοποίηση των μαθητών σε 25άρια και 27άρια τμήματα.
Ολη αυτή η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ασφυκτική και απελπιστική, για γονείς, εκπαιδευτικούς και μαθητές κυρίως, στις περιπτώσεις όπου ένα σχολείο χρειάζεται τη βοήθεια εκπαιδευτικών παράλληλης στήριξης οι οποίοι καλούνται να στηρίξουν εξατομικευμένα μαθητές που αντιμετωπίζουν κάποιου είδους δυσκολία σε μαθησιακό ή γνωστικό επίπεδο αλλά και σε περιπτώσεις μαθητών με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως δυσκολίες συντονισμού κινήσεων, νοητικές αναπτυξιακές διαταραχές, περιπτώσεις αυτισμού, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες όπως δυσλεξία κ.α αλλά και μαθητές με διαγνωσμένη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/ υπερκινητικότητα ή αλλιώς όπως είναι γνωστό ΔΕΠΥ. Αυτοί οι μαθητές χρειάζονται τη βοήθεια εκπαιδευτικών οι οποίοι αναλαμβάνουν να τους στηρίξουν κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς ώστε να προσαρμοστούν στις ανάγκες της σχολικής καθημερινότητας. Είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη αυτών των παιδιών η βοήθεια και στήριξη από εκπαιδευτικούς παράλληλης στήριξης.
Ομως, με την πολιτική των αναπληρωτών που ακολουθείται και που πραγματοποιείται σε φάσεις, αλλά και με το σταγονόμετρο, πάρα πολλοί μαθητές μένουν χωρίς εκπαιδευτικούς παράλληλης στήριξης με ολέθριες συνέπειες για την ανάπτυξη και την προσαρμογή τους. Ή υπάρχει το φαινόμενο να προσλαμβάνεται ένας μόνο εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης για τις ανάγκες δυο και τριών μαθητών με αποτέλεσμα η ουσιαστική βοήθεια να γίνεται κοροϊδία και ο εκπαιδευτικός να γίνεται λάστιχο ανάμεσα σε δυο και τρία τμήματα ή σχολεία.
Προσθέτουμε δε, ότι με παράνομη «ερμηνεία» των Κατσαρού-Νικολόπουλου (ΓΓ του ΥΠΑΙΘΑ και Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Αττικής αντίστοιχα ) υποχρεώνονται 25άρια τμήματα μαθητών με έναν (1) μαθητή με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, να λειτουργούν χωρίς μείωση του συνολικού αριθμού μαθητών του τμήματος, όπως ορίζει ο νόμος.
Εναν τέτοιο εφιάλτη αντιμετωπίζει και μία οικογένεια εργαζόμενων στο 4ο Νηπιαγωγείο Νέας Ιωνίας, στο οποίο κανονικά θα φοιτούσε ένας μαθητής 4 ετών στην πρώτη χρονιά του νηπιαγωγείου (προνήπιο). Ο συγκεκριμένος μαθητής βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού και αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα τόσο με την ομιλία του όσο και με την προσαρμογή του σε σχολικό περιβάλλον. Η οικογένειά του έχει πάρει έγκριση από το ΚΕΔΑΣΥ (Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης Συμβουλευτικής & Υποστήριξης) και το σχολείο ζήτησε από την αντίστοιχη Α΄βάθμια επιτροπή να φέρουν στο σχολείο εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης για τον μικρό μαθητή. Ωστόσο, χάρη στην ανάλγητη πολιτική του ΥΠΑΙΘΑ, δεν καλύφθηκε η συγκεκριμένη θέση και ο μαθητής δεν μπορεί να ενταχθεί στην τάξη, ενώ για όλα τα υπόλοιπα παιδιά εξελίσσεται η περίοδος ομαλής προσαρμογής.
Από την άλλη, το νηπιαγωγείο δε μπορεί να δεχθεί το συγκεκριμένο παιδί, επειδή -και σωστά- οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να αναλάβουν μία τέτοια ευθύνη, γιατί διαφορετικά θα βάλουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του ίδιου του μαθητή και θα διαταραχθεί η μαθησιακή διαδικασία για όλο το τμήμα.
Η οικογένεια του παιδιού βρίσκεται σε απόγνωση. Από τη μία, δεν μπορεί το παιδί της να πάει στο σχολείο, αφού οι «κόφτες» που επέβαλε το ΥΠΑΙΘΑ είχαν ως αποτέλεσμα να μην σταλεί εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης. Από την άλλη δεν έχει πού να αφήσει το παιδί τις πρωινές ώρες, με αποτέλεσμα η μητέρα του παιδιού να μην μπορεί να πάει στη δουλειά της, στερούμενη το μεροκάματο. Φυσικά, υπάρχει η «δυνατότητα» η οικογένεια να καλύψει αυτό το κενό με «δικό της» εκπαιδευτικό, που θα πληρώνει από την τσέπη της. Πλην, όμως, οι γονείς δεν είναι μπρούκληδες για να καταφύγουν σε αυτήν τη «λύση», στην οποία εκβιάζονται και οδηγούνται αρκετοί γονείς.
Η περίπτωση του μαθητή του 4ου Νηπιαγωγείου Νέας Ιωνίας δεν είναι η μοναδική. Ανάλογες καταστάσεις βιώνουν πάμπολλες οικογένειες εργαζόμενων, φτωχών λαϊκών στρωμάτων σε όλη την Ελλάδα.
Φυσικά, κάθε φορά που ενώσεις γονέων και σωματεία εκπαιδευτικών προσπαθούν να καταγγείλουν τα συγκεκριμένα αίσχη είτε βρίσκουν κλειστές τις πόρτες των πρόθυμων στελεχών της εκπαίδευσης (στην καλύτερη περίπτωση) είτε συλλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν τα γκλοπ των μπάτσων, όπως έγινε πρόσφατα στην Ελευσίνα και στην Α΄βάθμια Διεύθυνση Δυτική Αττικής (βλ. εδώ)
Γίνεται ξεκάθαρο ότι τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί αλλά και ολόκληρη η εργαζόμενη κοινωνία πρέπει να γίνουν μία γροθιά και να παλέψουν για το δημόσιο σχολείο. Μόνο ο αγώνας μπορεί να σταματήσει την εγκληματική πολιτική του ΥΠΑΙΘΑ και της κυβέρνησης των α(χ)ρίστων.