Με τις διατάξεις για την Ειδική Αγωγή, που περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο του ΥΠΑΙΘΑ, οι ανάγκες των παιδιών λογίζονται ως κόστος.
Η πολυδιαφημισμένη «συμπερίληψη» είναι στην ουσία η υπονόμευση της μαθησιακής και παιδαγωγικής ανάγκης των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες να στηρίζονται ολόπλευρα.
Συγκεκριμένα με το άρθρο 117:
- Ο θεσμός της παράλληλης στήριξης ουσιαστικά καταργείται στην πράξη και ακυρώνεται ο εξατομικευμένος χαρακτήρας της παρέμβασης, αφού ένας εκπαιδευτικός καλείται να υποστηρίξει όλα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες της τάξης ταυτοχρόνως.
- Περιορίζεται παραπέρα η δυνατότητα της μείωσης του μέγιστου αριθμού μαθητών στις τάξεις που φοιτούν παιδιά με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Συγκεκριμένα, ορίζεται, ότι δεν θα γίνεται καμία μείωση του μέγιστου αριθμού, αν στο σχολείο υπάρχει Τμήμα Ενταξης ή εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης. Οι εκπαιδευτικοί, λοιπόν, καλούνται να εφαρμόσουν εξατομικευμένη στήριξη (!) σε τάξεις 25 μαθητών στην Πρωτοβάθμια ή 27 και 28 μαθητών στη Δευτεροβάθμια.
- Προωθείται η αλλαγή της αποστολής και της λειτουργίας των Τμημάτων Ενταξης ως διακριτή δομή εντός του σχολείου. Ο εκπαιδευτικός του Τμήματος Ενταξης προβλέπεται να υποστηρίζει τους μαθητές εντός του περιβάλλοντος των τάξεων, ενώ η υποστήριξη σε ιδιαίτερο χώρο υλοποιείται μόνο εφόσον το επιβάλλουν οι ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών. Με αυτό τον τρόπο υποβαθμίζεται ο ιδιαίτερος υποστηρικτικός και εξατομικευμένος ρόλος του ειδικού εκπαιδευτικού, παραβλέποντας το γεγονός ότι τα Τμήματα Ενταξης και Παράλληλης Στήριξης, είναι δύο διαφορετικές υποστηρικτικές μορφές και εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
- Διατηρούνται οι απαράδεκτοι περιορισμοί στα Τμήματα Ενταξης ως προς τον αριθμό και την ειδικότητα εκπαιδευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Στα Τμήματα Ενταξης σχολείων με κάτω από 250 μαθητές, δεν προβλέπεται εκπαιδευτικός ΠΕ04 και οι μαθητές θα διδάσκονται μόνο φιλολογικά μαθήματα και μαθηματικά, γεγονός που τους αποκλείει από τη μελλοντική κατεύθυνση σε φυσικές επιστήμες.
- Οι σχολικοί νοσηλευτές μετατρέπονται σε προσωπικό πολλαπλών χρήσεων (άρθρο 151). Ενας μόνο σχολικός νοσηλευτής καλείται να καλύψει όμορα σχολεία , που απέχουν μεταξύ τους 100 μέτρα (σ.σ. αρχικά προβλεπόταν 500 μέτρα).
Αυτό, πρακτικά σημαίνει, ότι τουλάχιστον η μία σχολική μονάδα θα παραμένει χωρίς επαρκή υγειονομική υποστήριξη, καθώς προκύπτει αναπόφευκτα διαμοιρασμός του ωραρίου, όπου κάποιες ημέρες ή ώρες ο σχολικός νοσηλευτής θα βρίσκεται στο ένα σχολείο, αφήνοντας το άλλο ακάλυπτο. Ετσι δεν διασφαλίζεται σταθερή, συνεχής και άμεση φροντίδα. Οι συχνές μετακινήσεις και η απομάκρυνση από τη σχολική μονάδα αυξάνουν δραματικά την πιθανότητα σφάλματος και μειώνουν τη δυνατότητα άμεσης αντίδρασης, ενώ κατά την απουσία του ο σχολικός νοσηλευτής χάνει κρίσιμες πληροφορίες ή σημάδια επιδείνωσης της υγείας των μαθητών. Πρόκειται δηλαδή για ζήτημα που αφορά την ίδια την ασφάλεια των παιδιών, ενώ υπονομεύεται η αρχή της σταθερής και εξατομικευμένης υποστήριξης σε μαθητές με αναπηρία ή χρόνιες παθήσεις, και επιπλέον ακυρώνεται το ισχύον θεσμικό πλαίσιο που ενισχύει την ανάγκη για αποκλειστική ημερήσια παρουσία του σχολικού νοσηλευτή.
Εν κατακλείδι, οι περικοπές και το δημοσιονομικό κόστος είναι ο κανόνας που ρυθμίζει τις ανάγκες των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, υπονομεύοντας και το έργο των εκπαιδευτικών και του υποστηρικτικού προσωπικού. Ενώ η απαράδεκτη αυτή κατάσταση σπρώχνει τους γονείς στην πανάκριβη αγορά των ιδιωτικών κέντρων.