Τι είναι εκείνο που οδηγεί την κυβέρνηση «να επιχειρεί έστω και εκτός ορίων του προγράμματός της, να βρει μέσω της διαβούλευσης και της δημοκρατικής αυτής διαδικασίας κοινό τόπο στα θέματα της εκπαίδευσης», όπως δήλωσε η Μ. Γιαννάκου;
Όχι βέβαια η δημοκρατική ευαισθησία, ούτε η αγωνία εξεύρεσης κοινού τόπου στα θέματα της εκπαίδευσης με τους βασικούς εκ των συνομιλητών της στον «κοινωνικό διάλογο» (κόμματα, συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, εκπρόσωποι του ΣΕΒ και επαγγελματικών ενώσεων, επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της βουλής κ.λπ.).
Και όσον αφορά στη δημοκρατική ευαισθησία, αρκεί να θυμηθούμε την άρνηση εφαρμογής όλων των προεκλογικών υπεσχημένων, την ταχύτατη εναλλαγή των πρασινογάλαζων στελεχών, αλλά και την πολύ πρόσφατη «εθνική αναφορά», που έστειλε η κυβέρνηση στις 14 Ιανουαρίου, μόλις μια βδομάδα πριν το διάλογο, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σχετικά με την πορεία ενσωμάτωσης των αρχών της Μπολόνια. Στο κείμενο αυτό, η κυβέρνηση αναφέρεται στο νομοθετικό πλαίσιο για την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ, περιγράφοντας όλες τις λεπτομέρειες διεξαγωγής της αξιολόγησης, ενώ σημειώνει ότι είναι βασισμένο -το νομοθετικό πλαίσιο- στον εθνικό διάλογο, προσανατολισμένο σε κοινώς αποδεκτές αρχές και ότι βρίσκεται ήδη στη βουλή! Δηλαδή η κυβέρνηση, έμπλεος δημοκρατικής ευαισθησίας, πριν ακόμη η αξιολόγηση των ΑΕΙ (μείζον και πρώτο θέμα του διαλόγου) τεθεί στο διάλογο, αποφάσισε κιόλας γι’ αυτή και ενημέρωσε τις Βρυξέλλες μια βδομάδα πριν.
Οσον αφορά δε τον κοινό τόπο με τους συνομιλητές της είναι ήδη γεγονός. Οι στρατηγικοί στόχοι των επιχειρούμενων αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην Παιδεία είναι ομόφωνα αποδεκτοί. Είναι η πλήρης υποταγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες και τους νόμους της αγοράς, είναι ο μετασχηματισμός της από κοινωνικό αγαθό σε προϊόν που αγοράζεται, με ευθύνη των ίδιων των μετεχόντων σ’ αυτήν (μαθητές, φοιτητές), από μια αγορά την οποία το κράτος, σε ρόλο μάνατζερ, απλώς πιστοποιεί και ελέγχει, είναι η «παραγωγή» μισομορφωμένων, μισοειδικευμένων ανθρώπων, εύκολων θυμάτων του κεφάλαιου (απασχολήσιμοι), είναι το ευέλικτο σχολείο, είναι η αποδέσμευση του κράτους από την υποχρέωσή του να καλύπτει τις αυξημένες ανάγκες της εκπαίδευσης, είναι η αξιολόγηση σε όλες τις βαθμίδες και μέσω αυτής η χειραγώγηση-πειθάρχηση, η βαθμολόγηση και η κατηγοριοποίηση, είναι η άλωση των εργασιακών κατακτήσεων και η καθιέρωση εργασιακών σχέσεων-λάστιχο, είναι η ιδιωτικοποίηση, είναι η συμφωνία και υποταγή στις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες.
Διαφωνίες στις λεπτομέρειες ασφαλώς και υπάρχουν. Oπως υπάρχει για κάποιους και η ανάγκη στρογγυλέματος ακραίων εκφάνσεων μια τέτοιας πολιτικής ή ακόμη και η απαλοιφή μέτρων που θίγουν ίδια συμφέροντα επαγγελματικών κλάδων.
Και μπορεί σε κάποια φάση, για λόγους ταχτικής, αυτά τα επιμέρους να οδηγήσουν κάποιον «κοινωνικό συνομιλητή» να τα σπάσει με την κυβέρνηση και ν’ αποχωρήσει απ’ το «διάλογο». Oμως σε καμιά περίπτωση αυτός δε θα εμποδίσει το δρόμο που ακολουθεί σταθερά η εξουσία στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Δε θα σηκώσει τείχη, δε θ’ ανοίξει το θέμα μες στην κοινωνία, δε θα προσπαθήσει να φτιάξει κίνημα (πχ εκπαιδευτικές συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες).
Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ξέρει ποιον να πρωτοξεχωρίσει κανείς, παρακολουθώντας τους αρχηγούς των δυο μεγάλων κομμάτων εξουσίας (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) να συναγωνίζονται σε αντιδραστικές κορώνες στη βουλή. Να αποθεώνουν την αγορά, να θεωρούν δεδομένη την άμεση εφαρμογή των δεσμεύσεων έναντι της ΕΕ (Μπολόνια), να χαρακτηρίζουν «αστείο δίλημμα» το διαχωρισμό των πανεπιστημίων σε κρατικά και ιδιωτικά, να φορτώνουν την ανεργία στους ίδιους τους εργαζόμενους, που δε φρόντισαν ν’ αποκτήσουν τα κατάλληλα μορφωτικά εφόδια, να προτείνουν την αντικατάσταση της χρηματοδότησης της Παιδείας από «βοήθειες» και «δάνεια», να στοχεύουν στην αποκέντρωση της εκπαίδευσης που θα σηματοδοτήσει την πλήρη αποδόμησή της, να ονειρεύονται το πέρασμα «από το κράτος παραγωγό της παιδείας σ’ ένα κράτος που να αγοράζει παιδεία από μια αγορά την οποία πρέπει να πιστοποιεί και ελέγχει».
Είναι χαρακτηριστικές οι κατά καιρούς παρεμβάσεις του ΣΕΒ για τα επιχειρηματικά πανεπιστήμια και την πλήρη υποταγή της εκπαίδευσης στις επιχειρήσεις, η διαλυτική ταχτική των υποταγμένων εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, που σε θέσεις-κλειδιά (αξιολόγηση, εξετάσεις κ.λπ) συμφωνούν με τις κυβερνητικές επιλογές, τα αλισβερίσια πανεπιστημιακών με το κράτος και τις επιχειρήσεις (προγράμματα, έρευνα, τοποθέτηση σε πόστα του κρατικού μηχανισμού), κ.λπ.
Συνεπώς η κυβέρνηση σε τούτο το πανηγύρι του «διαλόγου» που έστησε δεν έχει να φοβάται τίποτε απ’ τους «κοινωνικούς συνομιλητές» της.
Μόνο γελοίες φάνταζαν οι κορώνες της Μαρούλας, του Παπανδρέου, του Αλαβάνου και λοιπών στην προχθεσινή φιέστα του Ζαππείου. Ειδικά ο Παπανδρέου εξόργιζε, παριστάνοντας τον τιμητή μιας πολιτικής που σταθερά συνεχίζει τώρα ο Καραμανλής. Εξόργιζε με την απωλεσθείσα μνήμη του, με την αμετροέπειά του.
Η κυβέρνηση, σ’ αυτή τη φάση, κατανοώντας την ανάγκη της αντιπολιτευτικής (;) στάσης των εταίρων της, έκανε έναν ταχτικό ελιγμό. Δέχθηκε να συναποφασίσει την ατζέντα των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης και όρισε την επόμενη συνεδρίαση του ΕΣΥΠ για τις 16 Φεβρουαρίου.
Επανερχόμενοι στο ερώτημα, με το οποίο ξεκινήσαμε τούτο το σημείωμα, μπορούμε να πούμε ότι η κυβέρνηση επιχειρεί το «διάλογο» για να νομιμοποιήσει τα αντιεκπαιδευτικά και αντιλαϊκά της σχέδια, να συγκαλύψει τις ευθύνες της, να τις αποποιηθεί και να τις μεταφέρει στους ώμους ενός ευρύτερου σώματος και τελικά να καταστήσει συνένοχο -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- την εργαζόμενη κοινωνία, η οποία έχει την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει στο διάλογο μέσω των εκλεγμένων εκπροσώπων της και των διαφόρων δομών του συστήματος, στις αντιεκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις.
Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι αυτά που επιφορτίσθηκε να προωθήσει είναι τόσο σκληρά και απεχθή που θα ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων μόλις το κοινωνικό σώμα αντιληφθεί τις συνέπειές τους.
Γι’ αυτό και θέλει το «διάλογο», γι’ αυτό και ο Καραμανλής θα παίξει πρωτίστως με «πιασάρικα» θέματα όπως πχ η κατάργηση των εξετάσεων στο Λύκειο (και όχι γενικά των εξετάσεων) ή η καθιέρωση 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης (χωρίς βέβαια μέτρα για το χτύπημα της σχολικής διαρροής και τη στήριξη μιας ελκυστικής για τα παιδιά μορφωτικής διαδικασίας).
Ο κλήρος συνεπώς πέφτει στις ζωντανές δυνάμεις του κινήματος να ορθώσουν έναν ουσιαστικό αντίλογο στους δρόμους.
Γιούλα Γκεσούλη