Η διαπαιδαγώγηση της νεολαίας «ενάντια στο ρατσισμό και τη διαφορετικότητα» είναι τάχαμου στις προτεραιότητες του υπουργείου Παιδείας, που για το σκοπό αυτό διοργανώνει στα σχολεία διάφορες δραστηριότητες με πολλά ταρατατζούμ.
Η υποκρισία ξεχειλίζει από τα μπατζάκια της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ και των απανταχού προϊσταμένων και διευθυντών του, ειδικά όταν αναλογιστούμε ότι επικεφαλής βρίσκεται ένας υπουργός που από τα τηλεπαράθυρα διαπόμπευε τις οροθετικές γυναίκες και μιλούσε για «υγειονομική βόμβα στο κέντρο της Αθήνας» κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας των 300 μεταναστών.
Αλλά και η εξαφάνιση σχεδόν όλων των υποστηρικτικών δομών που αναφέρονται σε μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, η περιθωριοποίηση και ο παραγκωνισμός όχι μόνο των «παραδοσιακών» ευπαθών κοινωνικών ομάδων, αλλά όλο και μεγαλύτερου μέρους του λαού, το φάσμα της ανέχειας, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα που νιώθουν τα παιδιά μέσα στην οικογένειά τους λόγω της συσσώρευσης δυσβάσταχτων προβλημάτων επιβίωσης, δεν είναι παρά τρανές αποδείξεις αβάσταχτης υποκρισίας απέναντι στη νέα γενιά της εργαζόμενης κοινωνίας.
Τα κηρύγματα στο σχολείο ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό είναι αποδεκτά μόνο όταν ξεκόβονται από την πραγματική ζωή, όταν δε συνδέονται με τη μήτρα που τα γεννά, τον ίδιο τον καπιταλισμό και την ανάγκη διαιώνισής του μέσα από τον εξανδραποδισμό των εργατών, την ανθρωποφαγία μεταξύ των λαϊκών κοινωνικών ομάδων, ώστε να βγαίνει κερδισμένο το κεφάλαιο και τους καταστροφικούς πολέμους, και όταν ντύνονται με ιδεολογήματα και «εθνικές ιδέες».
Οταν, όμως, υπάρχει κίνδυνος τα μηνύματα ν’ αγγίξουν την ουσία, να αποκαλυφθεί η φύση και ο ρόλος του αστικού συστήματος σε σύνδεση με τα ιστορικά γεγονότα σε περιόδους ειρηνικές και μη, σε περιόδους λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας και μη, τότε πέφτει πέπλος σιωπής και παραχάραξης και βαρύς πέλεκυς στα κεφάλια εκείνων που θα τολμήσουν να ρίξουν φως στην αλήθεια (χαρακτηριστικό παράδειγμα η αποστέωση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου).
Γι’ αυτό και το υπουργείο Παιδείας ανταποκρίθηκε άμεσα και με προθυμία στην επερώτηση της βουλευτή του ναζιστικού μορφώματος Ελένης Ζαρούλια, ζητώντας μέσω του τοποτηρητή του, Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Ιονίων Νήσων, από τις διευθύνσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Κεφαλλονιάς να απολογηθούν για τα τεκταινόμενα στα σχολεία του νησιού στις 18 του Σεπτέμβρη, ημέρα μνήμης της δολοφονίας του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα από το μαντρόσκυλο της Χρυσής Αυγής Ρουπακιά.
Συγκεκριμένα, η Ζαρούλια στην επερώτησή της κατακεραυνώνει την «πολιτική προπαγάνδα στα σχολεία» (που δεν συνάδει, προφανώς, με τα δικά της ναζιστικά πιστεύω) και αναφέρει ότι «σύμφωνα με καταγγελίες πολλών γονέων προ ολίγων ημερών και συγκεκριμένα στις 18 Σεπτεμβρίου με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την ημέρα θανάτου του Παύλου Φύσσα, οι μαθητές σε διάφορα σχολεία της Κεφαλλονιάς δέχθηκαν πολιτική προπαγάνδα. Ειδικότερα, λίγο πριν από την πρωινή προσευχή οι διευθυντές των σχολείων επέβαλαν στους μαθητές να τηρήσουν ενός λεπτού σιγή προς τιμή του Παύλου Φύσσα. Σε κάποια σχολεία ακολούθησαν μάλιστα και τραγούδια της επετείου του Πολυτεχνείου. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις όπου δεν έλειψαν ακόμη και ομιλίες εκπαιδευτικών, οι οποίοι βρίσκονταν μάλλον σε κομμουνιστικό παραλήρημα, συνοδεία ύβρεων κατά της Χρυσής Αυγής».
Ενδιαφέρον, όμως, δεν έχει η θρασύτατη επερώτηση της Ζαρούλια που ζητάει τώρα από πάνω «και τα ρέστα» για μια δολοφονία, που έκανε ένα θρασίμι της φασιστοπαρέας της.
Ενδιαφέρον έχει η στάση του ίδιου του υπουργείου Παιδείας και του Περιφερειακού Διευθυντή, που κινήθηκαν να τιμωρήσουν τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές που πήραν μια τέτοια πρωτοβουλία διατράνωσης ενός πραγματικού αντιρατσιστικού, αντιφασιστικού μηνύματος. Γιατί αποκαλύπτει πως αστική δημοκρατία και ανοιχτός φασισμός είναι «κολιός και κολιός απ’ το ίδιο βαρέλι», δηλαδή τον καπιταλισμό.