Νέα εκστρατεία αντιστροφής του κλίματος των καταλήψεων ανέλαβε σύσσωμος ο Τύπος, φιλοκυβερνητικός και αντικυβερνητικός.
Οι συστημικές δυνάμεις ανησυχούν σοβαρά μπροστά στον κίνδυνο να εδραιωθεί στο λαό και τη νεολαία μια αντίληψη και στάση ανυπακοής απέναντι σε ψηφισμένους νόμους, μια στάση που αμφισβητεί έμπρακτα την καθεστηκυία τάξη. Και βέβαια, τούτος ο κίνδυνος γίνεται μεγαλύτερος εφόσον το κίνημα ανατρέψει το αντιεκπαιδευτικό, αντιδραστικό έκτρωμα της Γιαννάκου.
Είναι θαυμαστή η ομοφωνία όλου του αστικού Τύπου, στο πώς περιγράφει το ρεπορτάζ απ’ το μέτωπο των καταλήψεων και των φοιτητικών αγώνων.
Οι καταλήψεις εμφανίζονται ήδη λίγο-πολύ ως παρελθόν, ενώ αμέσως παρακάτω, στα ψιλά γράμματα αναφέρεται ότι εξακολουθούν να είναι 250.
Αποσιωπάται με επιμέλεια -στις περισσότερες εφημερίδες- το γεγονός ότι όλα τα μεγάλα Πανεπιστήμια της χώρας εξακολουθούν να βρίσκονται υπό κατάληψη.
Θαυμαστή είναι η αντοχή, το πείσμα, η αγωνιστικότητα και η αποφασιστικότητα που επιδεικνύει το φοιτητικό κίνημα, που κατά χιλιάδες κάθε βδομάδα πλημμυρίζει τους δρόμους.
Στα φοιτητικά αμφιθέατρα, στο συντονιστικό, γενική είναι η πεποίθηση ότι το κίνημα συνεχίζει με την ίδια ένταση, συσπειρωμένο γύρω απ’ τη μορφή που αποδείχθηκε ως τώρα πολύ αποτελεσματική: την κατάληψη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στο προηγούμενο ογκώδες συλλαλητήριο, αλλά και στο συντονιστικό φωνάχτηκε απ’ τα φοιτητικά μπλοκ το σύνθημα «εμπρός στο δρόμο του ΄79 με ψηφισμένο νόμο κατάληψη ξανά», ενώ συχνά γίνεται η επίκληση της εμπειρίας του 1979, όπου το φοιτητικό κίνημα ανάγκασε τον Καραμανλή να πάρει πίσω τον ψηφισμένο του νόμο, τον 815.
Παρολαυτά, ο Τύπος παρουσιάζει το θέμα σαν να έχει κιόλας κλείσει. Ας μη μιλήσουμε, βεβαίως, για τα τηλεοπτικά βρωμοκάναλα, όπου οργιάζει η παραπληροφόρηση.
Εκτενείς αναφορές γίνονται στην προσπάθεια που θα καταβληθεί για την αναπλήρωση των «χαμένων ωρών», του καθορισμού των εξεταστικών και τα ρέστα.
Βεβαίως, πέρα από τη σκοπιμότητα προβολής από τα αστικά μέσα αυτών των διαστάσεων του θέματος, είναι φανερό ότι το κλίμα αυτό εκπορεύεται εν πολλοίς από την ΠΟΣΔΕΠ, της οποίας λιγόστεψαν οι εφεδρείες, μετά και τη μεγάλη πίεση που δέχθηκε όλο αυτό το διάστημα.
Αλλωστε, εκεί παραπέμπουν οι δηλώσεις στελεχών της για «συνέχιση της αγωνιστικής κινητοποίησης με διαρκή ετοιμότητα» και τη σημαντικότητα «των αποφάσεων (πια) των ακαδημαϊκών οργάνων που θα ζητούν την απόρριψη και μη εφαρμογή του νόμου».
Μπορεί, βέβαια, να μην είναι αμελητέο γεγονός -ειδικά για το πρεστίζ της Μ. Γιαννάκου και του υπουργείου Παιδείας- η είδηση ότι οι Σύγκλητοι Πανεπιστημίων, όπως π.χ. του Μετσόβειου Πολυτεχνείου ή του Πανεπιστημίου Πατρών ζήτησαν την απόσυρση του νόμου, κρίνοντάς τον αρνητικά στο σύνολό του ή ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών άσκησε σκληρή κριτική για πολλές διατάξεις του, προδιαγράφοντας τη δυσκολία στην εφαρμογή του. Ομως εκείνη η δύναμη που θα βάλει τη σφραγίδα της στην εξέλιξη των γεγονότων, η δύναμη που θα στείλει το νόμο οριστικά στον τάφο είναι μόνο το μαζικό φοιτητικό κίνημα.
Και όπως φαίνεται είναι τόση ακόμη η ορμή του, που ακόμα κι αυτοί, που μέσα στους κόλπους του έχουν μοναδική έγνοια τα παιχνίδια εξουσίας και παραγοντισμού, δεν τολμούν να προτείνουν ευθέως την προσφυγή «σε άλλες μορφές».
Γιούλα Γκεσούλη








