Μιλώντας στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής επί του πολυνομοσχέδιου του υπουργείου Παιδείας, η Διαμαντοπούλου, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά το ρόλο που καλείται αυτό να παίξει στο στραγγάλισμα του εκπαιδευτικού, στη συρρίκνωση του δημόσιου σχολείου, στην επιβολή κλίματος τρομοκρατίας και υποταγής.
Σταχυολογούμε κάποιες πλευρές της τοποθέτησής της, που συμπληρωματικά ενισχύουν τα όσα ισχυριστήκαμε στην προηγούμενη αναλυτική αρθρογραφία μας για το πολυνομοσχέδιο και το «νέο σχολείο».
♦ Η υπουργός Παιδείας άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να χορη- γούν το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Κατάρτισης (έναν ακόμη φραγμό για το διορισμό στην εκπαίδευση) και άλλοι «ενδιαφερόμενοι» (καλή ώρα η Ενωση Φυσικών, που προέτρεξε να βγάλει και σχετική ανακοίνωση), προφανώς έναντι σεβαστού αντίτιμου. Είπε χαρακτηριστικά: «είναι αναγκαιότητα ένας νέος είτε κατά τη διάρκεια των σπουδών του, να επιλέγει να πάρει μαθήματα που οδηγούν στην παιδαγωγική κατάρτιση ή αν μετά θελήσει να μπει στην εκπαίδευση να έχει τη δυνατότητα μέσα από τα πανεπιστήμια και από την οργάνωση κέντρων που θα δίνουν αυτό το πιστοποιητικό παιδαγωγικής κατάρτισης, να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στο διαγωνισμό».
♦ Συστηματικά έλεγε ψέματα και παρίστανε τη θιγμένη στις τοποθετήσεις ότι το πολυνομοσχέδιο προβλέπει την υποχρεωτική ανάθεση υπερωριών στους εκπαιδευτικούς, κάτι που στην ουσία σημαίνει καταστρατήγηση του διδακτικού τους ωραρίου. Η υπουργός Παιδείας καλά θα κάνει να μην παριστάνει την αθώα περιστερά, γιατί ξέρει καλά ότι τα χιλιάδες κενά στα σχολεία που θα υπάρξουν από το Σεπτέμβρη λόγω της τραγικής μείωσης των διορισμών, θα εκβιάζουν τους εκπαιδευτικούς να αποδέχονται τις υπερωρίες (μέχρι και 5 ώρες). Αν υπολογίσουμε και το γεγονός της μείωσης των μισθών, όπως και την απουσία ταξικού κινήματος που συγκρατεί τη λογική της προσφυγής σε ατομικές λύσεις, τότε αντιλαμβανόμαστε την ουσία αυτού του μέτρου, που προσθέτει ακόμη ένα λιθαράκι στη μείωση των διορισμών και στη μετατροπή των εκπαιδευτικών σε κανονικά υποζύγια.
♦ Η Διαμαντοπούλου έκανε «γαργάρα» τα πύρινα βέλη που εξαπέλυε ενάντια στους εκπαιδευτικούς (16 ή 18 χιλιάδες κατά τις αρχικές τοποθετήσεις ανά τα τηλεοπτικά παράθυρα), που είναι αποσπασμένοι στις διάφορες υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας, καλλιεργώντας σκόπιμα κλίμα γενικευμένης απαξίωσής τους.
Παραδέχτηκε ότι «εδώ και δεκαετίες (από το 1985) το υπουργείο Παιδείας δουλεύει με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς», ενώ το σωστό είναι «να έχουμε διοικητικό προσωπικό», που «τώρα, όμως, δε μπορούμε να προσλάβουμε», ενώ «αν φύγουν όλοι οι εκπαιδευτικοί που δουλεύουν στο υπουργείο Παιδείας, τότε αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει». Βέβαια, τα διάφορα λαμόγια και οι παρατρεχάμενοι της εξουσίας είναι παντός καιρού και θα παραμένουν στα ευνοημένα πόστα τους, ενώ γι’ αυτούς που δεν έχουν μπάρμπα στην Κορώνη -και είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών- διατηρούνται οι τιμωρητικές διατάξεις της υποχρεωτικής τριετούς παραμονής στον τόπο πρώτου διορισμού, η διετία στην οργανική θέση για να υπάρξει αίτημα μετάθεσης, η «καταλυτική μείωση των αποσπάσεων για φέτος».
♦ Η υπουργός επανέλαβε ότι η αξιολόγηση δεν έχει στόχο να διαφοροποιήσει τα σχολεία και επικαλέσθηκε την «ανάγκη να δούμε πώς θα παρέμβουμε σε κάθε σχολείο». Στη συνέχεια, όμως, διερωτήθηκε αν «όλα τα σχολεία είναι ίδια» και «αν όλες οι περιοχές είναι ίδιες». Υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι το υπουργείο Παιδείας δε γνωρίζει ότι τα σχολεία, ειδικά στις υποβαθμισμένες περιοχές, στην απομακρυσμένη εγκαταλελειμμένη επαρχία, έχουν σοβαρότατα προβλήματα (κτιριακά και υλικοτεχνικής υποδομής); Οτι δε γνωρίζει για τη διπλοβάρδια στα μεγάλα αστικά κέντρα, για τα 30ρια τμήματα, που άλλωστε το ίδιο προωθεί, για τις συγχωνεύσεις τμημάτων, τις καταργήσεις σχολείων, που θα φέρει ο «Καλλικράτης», για τις πενιχρότατες επιχορηγήσεις των σχολικών επιτροπών, για την αδυναμία των Δήμων να καλύψουν τια αυξημένες ανάγκες λειτουργίας των σχολείων, για τα χιλιάδες κενά σε εκπαιδευτικό προσωπικό, για τη μαθητική διαρροή κυρίως από την πλευρά των μαθητών των φτωχών λαϊκών στρωμάτων (μέχρι και η ΓΣΕΕ έκανε τέτοιου τύπου έρευνες), για τα ακατάλληλα και δυσνόητα βιβλία, που οι εκπαιδευτικοί έχουν επανειλημμένα καταγγείλει, για τον ελάχιστο αριθμό τάξεων υποδοχής, κ.λπ;
Ασφαλώς και το υπουργείο Παιδείας γνωρίζει όλα αυτά τα προβλήματα που ταλανίζουν το δημόσιο σχολείο και για το οποίο είναι υπεύθυνο (διαχρονικά). Συνεπώς, γιατί δε μας λέει τι παραπάνω θα διαπιστώσει η αξιολόγηση; Οπως δε μας λέει και πώς θα «παρέμβει διορθωτικά», όταν θεωρείται θέσφατο η αποφασιστική μείωση των δαπανών για την Παιδεία, η δραστικότατη μείωση των προσλήψεων εκπαιδευτικών, η απόλυτη υποταγή του σχολείου στις ανάγκες της αγοράς («βελτίωση των δεξιοτήτων που είναι απαραίτητες για τον 21ο αιώνα», όπως αναφέρεται στους στόχους του «νέου σχολείου») και η ένταση των ταξικών φραγμών για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων. Εκείνο που κρύβει απεγνωσμένα η Διαμαντοπούλου είναι το «διά ταύτα» της αξιολόγησης: την κατηγοριοποίηση σχολείων-εκπαιδευτικών-μαθητών, που θα συνδέεται και με τη χρηματοδότηση.
Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να επιβάλλει την τρομοκρατία και το νόμο της σιωπής στα σχολεία, σε όλους όσους αντιστέκονται στην πολιτική σοκ και δέους που ακολουθεί. Γι’ αυτό και η Διαμαντοπούλου έδειξε ιδιαίτερα ενοχλημένη με την αναφορά βουλευτή του Περισσού για ακύρωση της αξιολόγησης στην πράξη. «Οι ομάδες αυτές θα πρέπει κάποια στιγμή και μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, να συζητήσουν και ονομαστικά οι ίδιοι μεταξύ τους κι εμείς ως υπουργείο Παιδείας να δούμε πώς θα τους αντιμετωπίσουμε» είπε.
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Μόσιαλος, έγινε, στη συνέχεια, περισσότερο σαφής, σχετικά με το ρόλο της αξιολόγησης: «να υπάρχει μια μορφή εξωτερικής πίεσης στις σχολικές μονάδες και στους λειτουργούς τους, έτσι ώστε αυτοί να λειτουργούν με ένα πιο ικανοποιητικό τρόπο. Αυτή η μορφή εξωτερικής πίεσης μπορεί να είναι μόνο η αξιολόγηση», δήλωσε. Προφανώς, ο «ικανοποιητικός τρόπος» είναι η απόλυτη υποταγή σ’ αυτά που δρομολογεί η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας. Ενώ στη συνέχεια, σε όλες τις τοποθετήσεις του έλεγε καθαρά ότι ο εκπαιδευτικός σε όλο τον εργάσιμο βίο του (και αφού έχει περάσει από μύρια κύματα για να διοριστεί: πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο, με υψηλή μάλιστα βάση εισαγωγής, πανεπιστημιακές σπουδές, απόκτηση πτυχίου ή και μεταπτυχιακών, εξετάσεις στον ΑΣΕΠ, θητεία ως δόκιμος εκπαιδευτικός) δεν μπορεί να αφεθεί χωρίς αξιολόγηση, γιατί μπορεί να αποδειχτεί σε κάποια στιγμή ανεπαρκής.
Τότε, ρωτάμε εμείς, αφού σας έπιασε η πρεμούρα για τον επαρκέστατο εκπαιδευτικό, γιατί δε θεσμοθετείτε ως υπουργείο τη σταθερή σε κανονικά διαστήματα, υποχρεωτική, πανεπιστημιακού επιπέδου επιμόρφωση του εκπαιδευτικού στα νέα δεδομένα της αστικής παιδαγωγικής, με ταυτόχρονη απαλλαγή από τα διδακτικά του καθήκοντα;
Γιούλα Γκεσούλη