Πρωτόγνωρες καταστάσεις ζει η Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Για τρίτη εβδομάδα δάσκαλοι-νηπιαγωγοί, μόνοι αυτοί απ’ τον υπόλοιπο εκπαιδευτικό κόσμο απεργούν, ο δυναμικός πυρήνας της απεργίας παραμένει σταθερός και ακλόνητος, το κομμάτι των εκπαιδευτικών που μπαινοβγαίνει στην απεργία συνεχίζει -παρά την «ανορθόδοξη» τακτική που επέλεξε- να διάκειται θετικά απέναντι στην απεργία και τη συνέχισή της και τα μαζικότατα δυναμικά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις συγκλονίζουν το πανελλήνιο και λειτουργούν ως τονωτικές ενέσεις του αγώνα.
Αυτή η επιμονή, αυτή η μαζικότητα, η αγωνιστικότητα, η εμμονή και προσήλωση στην απεργία, που απέναντί της έχει μια σκληρή, αδιάλλακτη και προκλητική κυβερνητική εξουσία, πήρε «απ’ το αυτί» και τους εκπαιδευτικούς της Δευτεροβάθμιας και τους έβγαλε στο δρόμο.
Αυτή η δύναμη της συλλογικότητας, που πηδά σαν ορμητικό ποτάμι από τα κάτω, έσπρωξε τους καθηγητές ν’ αναρωτηθούν τι κάνουν αυτοί τόσο καιρό και δεν παίρνουν τη θέση που τους αναλογεί στη μεγάλη υπόθεση της υπεράσπισης του δημόσιου, δωρεάν σχολείου και της εργασιακής τους αξιοπρέπειας.
Και δεν αναφερόμαστε, φυσικά, στο ταξικά συνειδητοποιημένο κομμάτι τους, που έτσι κι αλλιώς όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν στο πλευρό των δασκάλων, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη πρόσκληση.
Αναφερόμαστε στη μεγάλη μάζα που ξύπνησε απ’ το λήθαργο, αναπλάθοντας στη μνήμη εικόνες απ’ τους πολυήμερους αγώνες των καθηγητών. Που συμμετείχε στις συνελεύσεις και ψήφισε με συντριπτικά ποσοστά απεργιακές μορφές (είναι χαρακτηριστικό ότι 21 ΕΛΜΕ ψήφισαν υπέρ της πενθήμερης απεργίας), ενώ υπάρχει κλίμα αποφασιστικότητας και συνέχισης των κινητοποιήσεων.
Και στη μεν Πρωτοβάθμια η αποφασιστικότητα της βάσης, που εκφράζεται με τη συμμετοχή στις συνελεύσεις (που γίνονται ολοένα και πιο μαζικές), στις απεργιακές επιτροπές και προπαντός στα συλλαλητήρια, βάζει τη σφραγίδα και σέρνει από τη μύτη τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που τούτη τη στιγμή -έχοντας απέναντί της και μια αδιάλλακτη πολιτική ηγεσία- δε μπορεί να οπισθοχωρήσει.
Στη δε Δευτεροβάθμια, η απόφαση τούτου του καθοριστικού παράγοντα -της πλατιάς δηλαδή βάσης των καθηγητών- που προήλθε απ’ την αντανάκλαση της πολυήμερης απεργίας των δασκάλων, γέννησε προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός νέου απεργιακού αγώνα από ένα παράπλευρο εκπαιδευτικό μετερίζι, παραμερίζοντας τις παρελκυστικές τακτικές των γραφειοκρατών συνδικαλιστών.
Ετσι, τα δυο αυτά ποτάμια (το σημείωμα αυτό γράφτηκε πριν από τις Ολομέλειες Προέδρων των ΔΟΕ-ΟΛΜΕ που θα αποφάσιζαν τη συνέχιση των απεργιών) ενώνονται στην πράξη, ενώνονται στους δρόμους, βάζοντας λιθαράκια στο χτίσιμο του πανεκπαιδευτικού μετώπου.
Προβάλλει, λοιπόν, ολοκάθαρα και πάλι η απλή αλήθεια: Οτι η χιλιοειπωμένη αυτή επιθυμία -το πανεκπαιδευτικό μέτωπο- δεν είναι υπόθεση των «κορυφών», δεν είναι υπόθεση παζαριών και διαβουλεύσεων μεταξύ των διάφορων πλευρών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Είναι υπόθεση των απλών εκπαιδευτικών που δεν ενώνονται μέσα απ’ την απομόνωση της σχολικής τάξης, μέσα απ’ την ιδιώτευση και τους μοναχικούς δρόμους αντιμετώπισης των αναγκών, αλλά μέσα απ’ τη συνειδητοποίηση που προσφέρει απλόχερα η μαζική διεκδίκηση στους δρόμους των όρων για καλύτερη ζωή και εργασία.
Γιούλα Γκεσούλη








