«Μελετητής» των τεκταινόμενων στην εκπαίδευση και συνάμα συμβουλάτορας του αστικού κράτους, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ είθισται πλέον να διεξάγει έρευνες για την εκπαίδευση και να τις παρουσιάζει με ταρατατζούμ ενώπιον όλου του αστικού συρφετού, που τιμά με την παρουσία του όλες αυτές τις φιέστες, δείχνοντας τάχα ότι νοιάζεται δεόντως για την πολύπαθη Παιδεία.
Τη φορά αυτή το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ (Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ) σε συνεργασία με το «Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας» ΕΣΑμεΑ, παρουσίασε την Ετήσια Εκθεση για την Εκπαίδευση 2017-18 με θέμα «Βασικά μεγέθη Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης: Εκπαίδευση και Εργασία χωρίς αποκλεισμούς».
Η έρευνα έδειξε κάτι που είναι ευρέως γνωστό και που δυστυχώς βιώνουν με πολύ πόνο τα άτομα με ειδικές ανάγκες και αναπηρία. Ο καπιταλισμός είναι αμείλικτος για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, πόσω μάλλον για πληθυσμιακές ομάδες με ιδιαίτερα προβλήματα και πολλές ανάγκες που χρήζουν ιδιαίτερης επιμελούς φροντίδας και προστασίας. Ολα αυτά τα φαινόμενα, διογκώνονται στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν καταρρέει κάθε υποτυπώδης δομή του λεγόμενου κοινωνικού κράτους.
Εδώ η συγκυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας δεν δίστασαν να πλήξουν τους μαθητές με ειδικές ανάγκες που φοιτούν ήδη στα σχολεία, θα διστάσουν τώρα (αυτοί και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις) να καταδικάσουν στον Καιάδα τα άτομα με βαρύτερες μορφές αναπηρίας, που είναι αποκλεισμένα από την εκπαίδευση και την εργασία;
Ο «κόφτης» με κάθε μέσο στην εκπαίδευση επιβλήθηκε όσον αφορά στην Ειδική Αγωγή με την τροπολογία που κατέθεσε το υπουργείο Παιδείας στις 11 Φλεβάρη 2016 στο σχέδιο νόμου «Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις». Με την τροπολογία αυτή, ουσιαστικά καταργήθηκαν τα Τμήματα Ενταξης (ΤΕ), με τη διάχυση των μαθητών τους στις συμβατικές τάξεις. Η τακτική αυτή καλύφθηκε με εύηχες φράσεις όπως «συνεκπαίδευση», «προώθηση της ένταξης και των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση», «ανάπτυξη γνωστικών, μαθησιακών, συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή και αναπηρία». Η συνέχεια ήρθε με έγγραφο της Διεύθυνσης Ειδικής Αγωγής του υπουργείου Παιδείας (Α.Π. 50351 /Δ3/24 -03 – 2016) με θέμα «Οδηγίες σχετικά με τις ιδρύσεις Σχολικών Μονάδων Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης Π.Ε και Τμημάτων Ενταξης Π.Ε & Δ.Ε σχολικού έτους 2016-17», που έδινε εντολή για συγχωνεύσεις ΤΕ σε σχολικές μονάδες που είχαν συγχωνευθεί.
Το «μάρμαρο» η πολύπαθη Ειδική Αγωγή το πλήρωσε και με τροπολογία σε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, που ενσωμάτωνε ευρωπαϊκή οδηγία (βλ. Κόντρα, αρ. φύλ. 911). Εκπαιδευτικοί της γενικής εκπαίδευσης μετακινούνται στην Ειδική Αγωγή για «συμπλήρωση ωραρίου», ανάγκη που προέκυψε με καθαρά τεχνητό τρόπο, ώστε να μειωθούν οι προσλήψεις προσωπικού.
Η τροπολογία εξισώνει ουσιαστικά το βασικό πτυχίο (τίτλος σπουδών στην Ειδική Αγωγή) με τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στην Ειδική Αγωγή. Πριμοδοτεί κάθε είδους σεμινάριο στην Ειδική Αγωγή, αφού το θεωρεί επαρκές κριτήριο, έναντι του βασικού πτυχίου για να διδάξει κανείς σε αυτήν. Ετσι, δεν πλήττονται μόνο οι εκπαιδευτικοί, που αποφοιτούν από τα σχετικά τμήματα της Ειδικής Αγωγής, αλλά μέσω αυτών και οι μαθητές με ειδικές μαθησιακές ανάγκες.
Τα σημεία της έρευνας
Η έρευνα εξετάζει τη θέση της Ελλάδας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ των 28 αξιοποιώντας συνολικά 27 βασικούς δείκτες για τα άτομα με αναπηρία στην Ελλάδα. Εξ αυτών, οι 8 δείκτες αφορούν στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, οι 14 δείκτες αφορούν στην πρόσβαση στην απασχόληση και οι 5 δείκτες αφορούν στο εισόδημα και στις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία.
♦ Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016, η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κράτη-μέλη με τις μεγαλύτερες ανισότητες ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση των ατόμων με περιορισμό/αναπηρία ηλικίας από 16 ετών και άνω, με το βαθμό εκπροσώπησής τους να μειώνεται σημαντικά καθώς αυξάνεται το επίπεδο εκπαίδευσης.
♦ Κατέχει την 26η θέση στη σειρά κατάταξης, σημειώνοντας ιδιαίτερα χαμηλές τιμές στο βαθμό εκπροσώπησης των ατόμων με αναπηρία, τόσο στο μεσαίο (ISCED 3-4) όσο και στο υψηλό (ISCED 5-6) μορφωτικό επίπεδο, με την αναλογία των ατόμων με αναπηρία στα επίπεδα αυτά να αντιστοιχεί μόλις στο 60% και στο 50% αντίστοιχα, του συνολικού πληθυσμού.
♦ Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2011, η Ελλάδα καταγράφει: χαμηλό δείκτη συμμετοχής στην τυπική εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία ηλικίας από 15 έως και 64 ετών (1,4%), που την κατατάσσει στην 25η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ και ιδιαίτερα χαμηλό δείκτη συμμετοχής στη μη-τυπική εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (0,6%) που την κατατάσσει στην 22η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Στο δείκτη συμμετοχής στην τυπική εκπαίδευση το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία αντιστοιχεί μόλις στο 11,0% των ατόμων χωρίς αναπηρία.
♦ Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας χρονιάς, καταγράφεται υψηλή τιμή του δείκτη πρόωρης εγκατάλειψης από την εκπαίδευση/ κατάρτιση στα άτομα με αναπηρία ηλικίας από 15 έως και 64 ετών (39,2%), που κατατάσσει τη χώρα στην 6η υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Είναι εμφανής η ανισότητα στην πρόσβαση στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία, με τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα να παρουσιάζει σημαντικά υψηλότερες πιθανότητες να σταματήσει τη φοίτησή της στις χαμηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης απ’ ό,τι τα άτομα χωρίς αναπηρία, καταγράφοντας σημαντικά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και υψηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης και κατάρτισης.
♦ Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2013, η Ελλάδα κατέχει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας των ατόμων με περιορισμό/αναπηρία ηλικίας από 16 έως και 64 ετών (37,2%) στην ΕΕ-28 και ταυτόχρονα το 2ο χαμηλότερο δείκτη απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (30,5%). Κατά την περίοδο αναφοράς (2008-2013) ο δείκτης ανεργίαςαυξάνεται σημαντικά (κατά 116,4%), ενώ ο δείκτης απασχόλησης μειώνεται (κατά -15,9%) την ίδια περίοδο.
Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι η αυξανόμενη ανεργία και η μειούμενη απασχόληση στο συνολικό πληθυσμό, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των χρόνων της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, είναι εντονότερη στην ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα των ατόμων με αναπηρία, ενώ αποτελεί ταυτόχρονα και αιτία σημαντικών διαφοροποιήσεων μεταξύ των κρατών-μελών στην ΕΕ.
♦ Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2011, η Ελλάδα καταγράφει: χαμηλό δείκτη πλήρους απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία ηλικίας από 15 έως και 64 ετών (4,3%), που την κατατάσσει στην 26η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ και χαμηλό δείκτη μερικής απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (7,8%) που την κατατάσσει στην 27η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Στο δείκτη πλήρους απασχόλησης, το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία υπολείπεται σημαντικά των ατόμων χωρίς αναπηρία (ΑχωρίςΑ) (αντιστοιχεί στο 5,0% των ΑχωρίςΑ), ενώ στο δείκτη μερικής απασχόλησης το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία υπερέχει των ΑχωρίςΑ (κατά 27,0% των ΑχωρίςΑ).
♦ Στους «δείκτες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού» στα άτομα με αναπηρία η Ελλάδα καταγράφει υψηλές τιμές την περίοδο αναφοράς 2010-2013.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, πιστό δεκανίκι του αστικού συστήματος, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει τη σημασία των «κοινωνικών μεταβιβάσεων» (των άθλιων επιδομάτων δηλαδή) στο εισόδημα των ατόμων αυτών και των οικογενειών τους, γιατί αυτές «αποδεικνύονται πολύτιμες για την καταπολέμηση της φτώχειας (χωρίς αυτές ο δείκτης του κινδύνου φτώχειας εκτοξεύεται από το 26,7% στο 61,7%)». Επειδή, όμως, αυτό αποτελεί πρόκληση, για να μην αποκαλυφθεί ντιπ κατά ντιπ, η ευτέλεια του σχετικού «επιχειρήματος», η ΓΣΕΕ σημειώνει ότι οι «κοινωνικές μεταβιβάσεις» «φαίνεται να μην λειτουργούν αντισταθμιστικά στις υψηλές δαπάνες τους για επιπλέον υποστήριξη και ειδικό εξοπλισμό». Πλην, όμως, συνεχίζει με τον ίδιο προκλητικό τρόπο: «Σε κάθε περίπτωση όμως αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα προκειμένου να μην οδηγηθούν τα 3/5 των ατόμων με αναπηρία κάτω από το όριο της φτώχειας».
Να είμαστε ευχαριστημένοι δηλαδή, να μην είμαστε και πλεονέκτες!
Γιούλα Γκεσούλη