Οι κολαούζοι του υπουργείου Παιδείας στην ΠΟΣΔΕΠ παρείχαν το βήμα (παρουσίαση βιβλίου με θέμα την «αναβάθμιση του Λυκείου και τα συστήματα πρόσβασης») στην Αννα Διαμαντοπούλου για να εξαγγείλει τις βασικές παραμέτρους του «νέου Λυκείου», που είναι κομμένο και ραμμένο στο πλαίσιο του «νέου σχολείου».
Ο όρος «νέο» υποκρύπτει την υποταγή του σχολείου στις «νέες συνθήκες», στις «νέες ανάγκες», που διαμορφώνουν το κεφάλαιο και η αγορά εργασίας. Κοντολογίς, είναι ένα σχολείο που εκπαιδεύει και διαπαιδαγωγεί τον άνθρωπο της μερικής δεξιότητας –η οποία προσαρμόζεται στις σύγχρονες απαιτήσεις του καπιταλιστικού κάτεργου– που ως αυριανός εργαζόμενος θα πληροί τις προϋποθέσεις του ευέλικτου, φθηνού, ανταγωνιστικού απασχολήσιμου. Το σχολείο απογυμνώνεται από κάθε εναπομείναν ψήγμα γνώσης και προσανατολίζεται σταθερά στην αποκλειστική κατάκτηση δεξιοτήτων. Τούτο υπηρετούν στην ουσία η περικοπή της ύλης στις θετικές επιστήμες (το πρόβλημα της προσθήκης γνώσεων αναντίστοιχων με το επίπεδο των μαθητών και την ηλικία τους ή και δυσνόητων αντιμετωπίζεται αποκλειστικά τεχνικά, ενώ η κατάκτηση ουσιαστικών βασικών και στέρεων γνώσεων των θετικών επιστημών είναι αποτέλεσμα μιας ριζικά διαφορετικής προσέγγισής τους μέσα από την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο, την παρατήρηση, το πείραμα, τη διάθεση πλούσιου εποπτικού υλικού, τη σύνδεση με την πρακτική ωφελιμότητά τους και πάντως όχι με την αποστήθιση, που θα εξακολουθεί να έχει κεντρική και καθοριστική παρουσία), η εισαγωγή της ξένης γλώσσας από την Α΄ Δημοτικού και η εισαγωγή ως ξεχωριστό μάθημα των Η/Υ από την Α΄ Δημοτικού. Οι επιλογές αυτές υπηρετούνται σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης, του «νέου Λυκείου» συμπεριλαμβανομένου.
Οι νέες, λοιπόν, παράμετροι που εισάγονται στο Λύκειο είναι οι εξής:
♦ Η ενίσχυση της ελληνικής γλώσσας, ποσοτικά, κυρίως, με αύξηση των ωρών διδασκαλίας και όχι ποιοτικά, αφού στόχος δεν είναι η έμφαση στη χρησιμότητά της ως εργαλείο σκέψης, αλλά ως προϊόν επικοινωνίας («ο μαθητής να τη χρησιμοποιεί σε διαφορετικά επικοινωνιακά πλαίσια»).
♦ Η ελευθερία επιλογής γνωστικών αντικειμένων από ομάδες μαθημάτων. Λιγότερα υποχρεωτικά μαθήματα και περισσότερα επιλεγόμενα μαθήματα, κυρίως στην Β΄ και Γ΄ Λυκείου. Συντηρείται και ενισχύεται (έμφαση στο «λιγότερα υποχρεωτικά και περισσότερα επιλογής μαθήματα») η διάσπαση του ενιαί-ου χαρακτήρα του Λυκείου (ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει) και ο κατακερματισμός του, βάζοντας το λιθαράκι τους στον ταξικό διαχωρισμό των μαθητών. Με γελοία επιχειρήματα ( «η επιλογή έχει στόχο την εμβάθυνση στο γνωστικό αντικείμενο»), το υπουργείο Παιδείας προωθεί τη διαφοροποίηση των μαθητών, η οποία προφανώς έχει να κάνει με την ταξική τους προέλευση, που καθορίζει αποφασιστικά τα «ενδιαφέροντα» και τις «προτιμήσεις» τους. Η επιλογή των μαθημάτων, σύμφωνα με όσα δήλωσε η Διαμαντοπούλου, θα συνδέεται και με την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι λεπτομέρειες της πρόσβασης δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστές, όμως είναι σαφές από τα παραπάνω, ότι το Λύκειο δεν αποδεσμεύεται από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και παραμένει υποταγμένο σ’ αυτή, συντηρώντας την παραπαιδεία.
♦ Αυξάνονται οι ώρες διδασκαλίας των ξένων γλωσσών και εξετάζονται «εναλλακτικές διδακτικές προσεγγίσεις με τη χρήση των σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων». Υπηρετείται έτσι η απόκτηση δεξιοτήτων που επιβάλλει σήμερα η αγορά εργασίας.
♦ Το Λύκειο καλλιεργεί «την κουλτούρα του εθελοντισμού», ωθώντας το μαθητή «να επιλέγει μια δραστηριότητα κοινωνικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα». Είναι γνωστό ότι ο εθελοντισμός, στην καπιταλιστική κοινωνία και μάλιστα όταν προωθείται από τα πάνω, καμιά σχέση δεν έχει με τη συναδελφική ή συντροφική αλληλεγγύη, που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους που παλεύουν για να βελτιώσουν τη ζωή και τη θέση του συνόλου της τάξης τους. Το σύστημα, πατώντας πάνω σε χαρακτηριστικά της νεολαίας για ανιδιοτελή προσφορά και στις ευαισθησίες της, προσπαθεί να την διαπαιδαγωγήσει στην εθελοδουλεία, στην εκμετάλλευση χωρίς αντίσταση. Τον ίδιο ρόλο παίζουν και δράσεις που θα γίνονται για την «απόκτηση συναισθηματικών και κοινωνικών ικανοτήτων», αφού στόχος είναι το «νέο Λύκειο να είναι νέο στις νοοτροπίες, στις στάσεις, στις συμπεριφορές. Να εκφράζει τον κόσμο που έρχεται και όχι τα στερεότυπα του παρελθόντος».
♦ Σημαντική παράμετρος είναι η αξιολόγηση του μαθητή, «που δεν θα βασίζεται απλά και μόνο στις εξετάσεις, αλλά στο συνολικό του έργο και τη συνολική του προσπάθεια». Στο «συνολικό έργο και στη συνολική προσπάθεια» διευκρινίζεται ότι εντάσσεται και η «συμμετοχή σε κοινωνικές και περιβαλλοντικές εκδηλώσεις». Πρόκειται για ωμό εκβιασμό στους μαθητές, ενώ η αξιολόγηση έτσι όπως περιγράφεται σηματοδοτεί το συνολικό φακέλωμα του μαθητή. (ερώτημα αφελούς: πώς θα αξιολογείται π.χ. ένας μαθητής που συμμετέχει δραστήρια στο κίνημα, τις μαθητικές καταλήψεις, κ.λπ.;).
♦ Το υπουργείο Παιδείας χρησιμοποιεί συγχρόνως με τα παραπάνω και επικοινωνιακά κόλπα και φανταχτερές εκφράσεις και δράσεις («ενεργοποίηση της δημιουργικότητας», οι τέχνες και ο πολιτισμός «οργανικά τμήματα του προγράμματος σπουδών», «αξιοποίηση των ερευνητικών εργασιών») για να λουστράρει το αποκρουστικό περιεχόμενο. Κανένας δεν πρέπει να εντυπωσιαστεί από αυτά. Αρκεί να αναλογιστεί τις περικοπές στην Παιδεία, τα τμήματα των 30 (πρωτοβάθμια) και 35 (δευτεροβάθμια) μαθητών, την άθλια υλικοτεχνική υποδομή, τη σφαγή στους διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών, την ένταση των εξεταστικών φραγμών, τις ταξικές διακρίσεις που υπηρετούνται και αναπαράγονται και μέσα από το σχολείο, το στραγγαλισμό του συνόλου της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων με τα μέτρα που προωθούνται σε όλα τα επίπεδα.
Γιούλα Γκεσούλη