Η σιδερένια δημοσιονομική πειθαρχία, που επιβλήθηκε από το κεφάλαιο (ντόπιο και ξένο) με όχημα την κρίση, απαιτεί τη δραματική συρρίκνωση των κρατικών δαπανών που αφορούν σε κοινωνικά αγαθά και τη δημιουργία μιας μεγάλης, συνεχώς ανανεώσιμης δεξαμενής υπαλλήλων υπό απόλυση.
Από τούτο το στρατηγικό στόχο επλήγη ιδιαίτερα το κοινωνικό αγαθό της Παιδείας, η οποία αντιμετωπίζεται πλέον όλο και πιο ανοιχτά και προκλητικά, μέσω των συνεχών νομοθετημάτων, ως μια υπηρεσία που πουλιέται και αγοράζεται, με εργαζόμενους διαρκώς φοβισμένους και απειλούμενους.
Η στέρηση της επαρκούς κρατικής χρηματοδότησης, η «ευελιξία» στα αναλυτικά προγράμματα, που ενθαρρύνεται ολοένα και περισσότερο μέσω των διαφόρων εκπαιδευτικών, πολιτιστικών, περιβαλλοντικών και δε συμμαζεύεται προγραμμάτων, με τη συμμετοχή πολλές φορές ιδιωτών, η πολυπλοκότητα στις εργασιακές σχέσεις του εκπαιδευτικού δυναμικού, η δυνατότητα «αξιοποίησης» πόρων που προέρχονται από «τρίτους», η οικονομική συμμετοχή των γονιών στη λειτουργία του σχολείου, κ.λπ., έχουν ως φυσικό επακόλουθο τη δημιουργία κατηγοριοποιημένων εκπαιδευτικών μονάδων, σε άμεση συνάρτηση με τον κοινωνικοοικονομικό ιστό μέσα στον οποίο είναι τοποθετημένες. Στο μέλλον, η πλήρης κατάργηση των γεωγραφικών ορίων για την υποχρεωτική εγγραφή των μαθητών στο αντίστοιχο σχολείο και η θέσπιση του «κουπονιού» θα επιτρέπει στις οικογένειες να επιλέγουν σχολείο για τα παιδιά τους, σύμφωνα με το οικογενειακό βαλάντιο και την πολυδιαφημισμένη πραμάτεια του εν λόγω εκπαιδευτήριου, που θα «πιστοποιείται» μέσω των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου που παράγεται σ’ αυτό.
Η αξιολόγηση, λοιπόν, δεν είναι παρά ένας μηχανισμός πιστοποίησης των κατηγοριοποιημένων σχολικών μονάδων, σύμφωνα με «μετρήσιμα» κριτήρια που τέθηκαν εξαρχής από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, κατά τις υποδείξεις του ΟΟΣΑ και διέπονται από το πνεύμα της «ανταγωνιστικότητας» και «ανταποδοτικότητας».
Εκπαιδευτικές μονάδες και εκπαιδευτικοί – εργαζόμενοι σ’ αυτές αλληλοεπηρεάζονται ως προς την αξιολόγηση και κατηγοριοποίησή τους.
Με την αξιολόγηση, το αστικό κράτος, πέραν όλων των άλλων, βρήκε έναν εύσχημο τρόπο να απαλλαχτεί από τις ευθύνες του, που αφορούν στη μόρφωση των παιδιών και να φορτώσει όλα τα βάρη στις πλάτες των εκπαιδευτικών, που θεωρούνται πλέον οι αποκλειστικά υπαίτιοι για το απέραντο μπάχαλο και χάλι της δημόσιας παιδείας.
Σου λέει δεν φταίει ή δεν φταίει τόσο το γεγονός ότι οι δάσκαλοι είναι κακοπληρωμένοι, σχεδόν πένητες, ότι πολλοί μετακινούνται από σχολείο σε σχολείο για να συμπληρώσουν ωράριο, ότι είναι κυριευμένοι από μια διαρκή ανασφάλεια για το τι θα τους ξημερώσει, ότι οι μόνιμοι διορισμοί είναι είδος υπό εξαφάνιση και αλωνίζουν οι εργασιακές σχέσεις μεσαιωνικής γαλέρας, ότι οι μαθητές στοιβάζονται στις τάξεις ή ότι έχασαν το σχολειό της γειτονιάς τους με τις συγχωνεύ-σεις-καταργήσεις, ότι η υλικοτεχνική υποδομή είναι πεπαλαιωμένη και ανεπαρκής, ότι τα αναλυτικά προγράμματα είναι εξοντωτικά για το μαθητή, αναχρονιστικά, με ύλη που επικαλύπτεται και είναι γεμάτη αντιδραστικές θεωρίες και ιδεοληψίες, ότι τα σχολειά μετρούν ακόμη και τα σεντς για να εξυπηρετήσουν στοιχειωδώς τις λειτουργικές τους δαπάνες, ότι δεν υπάρχουν δάσκαλοι για τις υποστηρικτικές δομές, ότι η κοινωνική προέλευση των μαθητών βαραίνει πάνω τους σα βαριά κατάρα, ότι, ότι…
Σου λέει φταίει ο δάσκαλος που δεν είναι «δημιουργικός», και «επινοητικός», που δεν τρέχει νυχθημερόν, εκτός ωραρίου εργασίας και με δικά του έξοδα να «επιμορφωθεί» στα διάφορα ανταποδοτικά προγράμματα που στήνουν πανεπιστήμια, ιδρύματα, επιστημονικοί σύλλογοι και λογιών-λογιών λαμόγια, που δεν σωρεύει διαρκώς νέα πτυχία. Φταίει ο διευθυντής του σχολείου που δεν έχει νοοτροπία μάνατζερ και δεν αναζητά πόρους από ευσπλαχνικούς «χορηγούς», που δεν φροντίζει να κάνει το σχολειό «του» πρότυπο με φανταχτερά προγράμματα, πληρωμένα από τους ίδιους τους «χρήστες», δηλαδή τους μαθητές, που δεν έχει, ως τώρα τουλάχιστον, μάθει να συμπεριφέρεται στους εκπαιδευτικούς ως διευθυντής καπιταλιστικού κάτεργου.
Για να υπηρετήσει αυτό το δόλιο σκοπό στήθηκε η τεράστια αξιολογική πυραμίδα, όπου κάθε κατώτερος κρίκος αξιολογείται από τον αμέσως επόμενο ανώτερό του. Για να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα η κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση, χωρίς αντιστάσεις , αφού οι εκπαιδευτικοί θα τελούν συνεχώς υπό καθεστώς φόβου και τρόμου. Φόβου μήπως στιγματιστούν ως «μη επαρκείς» και καθηλωθούν μισθολογικά και βαθμολογικά και το κυριότερο μήπως απολυθούν (ο νόμος 1566/85 ορίζει ότι αυτός που κρίνεται δυο φορές μη προακτέος παραπέμπεται με το ερώτημα της απόλυσης).
Το υπουργείο Παιδείας, όμως, με τις υποδείξεις των αφεντικών του, θεωρεί ότι δεν αρκεί μόνο αυτή η αξιολογική πυραμίδα. Χρειάζεται ο έλεγχος να είναι τρομερά ασφυκτικός, ώστε να αποφευχθεί και η παραμικρή πιθανότητα να υπάρξει κάποια παρασπονδία στην εφαρμογή αυτών που σχεδιάζονται άνωθεν.
Γι’ αυτό και με το Νόμο 4142/2013 (επί υπουργίας Αρβανιτόπουλου) θέσπισε την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ). Μια Αρχή, δήθεν ανεξάρτητη, που στην πραγματικότητα είναι ένα απολύτως συγκεντρωτικό και αυταρχικό όργανο, με τα μέλη της διορισμένα όλα από το υπουργείο Παιδείας, που θα είναι υπεύθυνη για τη λεγόμενη εξωτερική αξιολόγηση (τα μέλη της Αρχής εύστοχα χαρακτηρίστηκαν από τους εκπαιδευτικούς ως οι ράμπο της αξιολόγησης).
Παρά τις αντιδράσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών στην αξιολόγηση, που εκδηλώθηκαν με πολλές μορφές την προηγούμενη σχολική χρονιά, το υπουργείο Παιδείας, υποβοηθούμενο και από την υπονομευτική και παρελκυστική ταχτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που μειώνει τις αντιστάσεις και τροφοδοτεί την ηττοπάθεια, προχωράει αυτό τον καιρό και σε επόμενα βήματα.
Καταρχήν καλεί τα υπηρετούντα στελέχη (κυρίως διευθυντές σχολείων, των οποίων τα σεμινάρια επιμόρφωσης στη διαδικασία της αξιολόγησης δεν πραγματοποιήθηκαν με την παρέμβαση των εκπαιδευτικών) να ολοκληρώσουν έως 15/10/2014 την εξ αποστάσεως επιμόρφωσή τους, αναζητώντας ηλεκτρονικά το επιμορφωτικό υλικό και συμπληρώνοντας τη σχετική φόρμα εργασίας (έγγραφο του περιφερειακού διευθυντή εκπαίδευσης Αττικής Γκίνη).
Οσονούπω θα ενημερωθούν και τα σχολεία να καταρτίσουν σχέδια δράσεις και να τα αναρτήσουν στο Παρατηρητήριο της ΑΕΕ (Αυτοαξιολόγηση Εκπαιδευτικού Εργου), σύμφωνα με τον περσινό σχεδιασμό.
Στις αμέσως επόμενες κινήσεις είναι η αξιολόγηση των διευθυντών των σχολείων, μιας και φέτος λήγει η θητεία των τωρινών διευθυντών και οι νέοι διευθυντές πρέπει να περάσουν από την κρησάρα της αξιολόγησης, ώστε στη συνέχεια να την πάρουν οι ίδιοι στα χέρια τους για να αποκεφαλίσουν τους εκπαιδευτικούς των σχολείων τους (τους αξιολογούν διοικητικά, ενώ ο σχολικός σύμβουλος τους αξιολογεί ως προς το παιδαγωγικό-διδακτικό έργο). Θα ακολουθήσει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που σ’ αυτή τη φάση θα είναι, σύμφωνα με διαρροές του υπουργείου Παιδείας, «εθελοντική», ώστε να χρυσωθεί το χάπι και να περιοριστούν οι αντιδράσεις.
Ταυτόχρονα, το υπουργείο Παιδείας, σοφότερο μετά τους περσινούς αγώνες, αλλά και τις αντιδράσεις ευρύτερα στο Δημόσιο ενάντια στην αξιολόγηση, στήνει και το μηχανισμό της εξωτερικής αξιολόγησης.
Η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας (ΑΔΙΠΠΔΕ) (Αρ. Πράξης 10η/12 Σεπτεμβρίου 2014) εξέδωσε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος (έως 7/10) για την δημιουργία Μητρώου Εμπειρογνωμόνων Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Εργου (MEAEE) και την επιλογή μελών των Επιτροπών Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Εργου (EAEE).
Από το Μητρώο Εμπειρογνωμόνων, στο οποίο έχουν δικαίωμα να εγγραφούν «εκπαιδευτικοί με Διδακτορικό δίπλωμα και εμπειρία τουλάχιστον τριών ετών σε θέματα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου ή σε θέσεις στελεχών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί, καθηγητές Α.Ε.Ι. όλων των βαθμίδων σε γνωστικά αντικείμενα στις επιστήμες της αγωγής, πρώην σύμβουλοι και πάρεδροι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, εν ενεργεία ή μη σχολικοί σύμβουλοι, καθώς και Ελληνες ή αλλοδαποί αναγνωρισμένου κύρους εμπειρογνώμονες ή ειδικοί που δίδαξαν σε ομοταγή ΑΕΙ της αλλοδαπής ή σε αντίστοιχα ανώτατα εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, με πείρα σε θέματα αξιολόγησης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», επιλέγονται στη συνέχεια τα μέλη των πενταμελών Επιτροπών Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Εργου (ΕΑΕΕ) που λειτουργούν σε επίπεδα Διεύθυνσης (ΠΥΣΠΕ, ΠΥΣΔΕ).
Οι ΕΑΕΕ έχουν ως έργο:
1) την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και υπηρεσιών.
2) την εκδίκαση των ενστάσεων των διευθυντών των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών.
Πιο συγκεκριμένα το έργο των ΕΑΕΕ αφορά:
«α) τη στήριξη και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, όπως αυτό ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα κριτήρια και τις διαδικασίες αξιολόγησης που θα προσδιοριστούν με αποφάσεις του Συμβουλίου της Αρχής (1.8α), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Ν. 4142 (άρθρο 1.1β). Προς τούτο μέλος ή μέλη των Ε.Α.Ε.Ε. επισκέπτονται τις σχολικές μονάδες και λειτουργούν ως κριτικοί φίλοι κατά τις διαδικασίες προγραμματισμού, υλοποίησης και αποτίμησης των δράσεων.
β) τη λειτουργία τους ως διοικητικών οργάνων δευτεροβάθμιας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις του Π.Δ. 152/2013 και συγκεκριμένα ως όργανα που αποφαίνονται επί του βάσιμου των ενστάσεων εκπαιδευτικών και διευθυντών σχολικών μονάδων ως προς τη διοικητική ή εκπαιδευτική αξιολόγηση αυτών».
Κοντολογίς, οι ράμπο κατσικώνονται στα σχολεία, παρακολουθώντας «ως κριτικοί φίλοι» τις διαδικασίες πραγματοποίησης της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και της σχολικής μονάδας (προγραμματισμός, σχέδια δράσεις, αποτίμηση), άγρυπνο μάτι του υπουργείου, μπας και οι δούλοι τολμήσουν και σηκώσουν κεφάλι και δεν πραγματοποιήσουν ή δεν πραγματοποιήσουν κατά πώς πρέπει κάποιες από τις δοθείσες κατευθύνσεις.
Τα δε γενικά κριτήρια αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, που θα λαμβάνουν υπόψη τους οι ΕΑΕΕ (Ν. 4142/2013, παράγραφος 9) είναι μεταξύ άλλων ο βαθμός ανταπόκρισης στα προγράμματα δράσης, τα μαθησιακά αποτελέσματα, η ποιότητα και αποτελεσματικότητα του διδακτικού και γενικότερα του εκπαιδευτικού έργου, όπως τεκμηριώνεται ιδίως από την αξιολόγηση από τους μαθητές και τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική τους μέριμνα, η καταλληλότητα των προσόντων του διδακτικού προσωπικού, η ποιότητα των υποστηρικτικών υπηρεσιών, όπως τα σχολικά εργαστήρια και οι βιβλιοθήκες, κ.λπ.
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι οι σχολικές μονάδες των οποίων οι εκπαιδευτικοί θα ξεσκίζονται στα περίφημα προγράμματα δράσης (κατάρτιση ιστοσελίδας, νέες τεχνολογίες, επαφές με δήμους, επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή κ.λπ., που αποτελούν και το περιεχόμενο του «ανοίγματος του σχολείου στην κοινωνία», κ.α), που οι μαθητές θα πετυχαίνουν υψηλούς βαθμούς στους εξεταστικούς μαραθώνιους, που οι μαθητές και οι γονείς θα «βαθμολογούν» θετικά την επίδοση των δασκάλων, σύμφωνα με προκατασκευασμένα ερωτηματολόγια, θα έχουν και την πρωτιά στους αξιολογικούς πίνακες.
Τέλος, οι ΕΑΕΕ «συντάσσουν Εκθέσεις (Ν. 4142.7δ) τις οποίες υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Αρχής, όπου αξιολογούν τον βαθμό ανταπόκρισης των σχολικών μονάδων στο πρόγραμμα δράσης τους (άρθρο 32 του Ν. 3848), όπως αυτό αποτυπώνεται στις εκάστοτε εκθέσεις ΑΕΕ των σχολικών μονάδων, την τεκμηρίωση των όσων αναγράφονται σε αυτές και τα οριζόμενα στο άρθρο 1.9α του Ν. 4142/2013, με σκοπό την τελική αξιολόγηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού τους έργου ως θετική, θετική υπό όρους και αρνητική (Ν. 4142.8α)».
Εν κατακλείδι εξωτερική και εσωτερική αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση) της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συνιστούν έναν μεγάλο βραχνά, μια θηλιά για το δημόσιο σχολείο, τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών και τον εργαζόμενο εκπαιδευτικό.