Το Πανεπιστήμιο Πειραιά είναι από τα πανεπιστήμια που έχει ιδιαιτέρως διακριθεί για την «πλάτη» που βάζει σε όλες τις αντιδραστικές αλλαγές που έχουν προωθηθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια. Ετσι, λοιπόν, έχει εγκολπωθεί και τη «νέα αντίληψη» για τη λειτουργία του πανεπιστήμιου με επιχειρηματικά κριτήρια και τη βάζει σε πράξη. Τελευταία, λοιπόν, βομβαρδιζόμαστε από τη διαφημιστική καμπάνια του Επαγγελματικού Προγράμματος CSAP (Certified Systemic Analyst Professional), που οργανώνει το Πανεπιστήμιο Πειραιά- Κέντρο Ερευνών (διαχειρίζεται τα ερευνητικά προγράμματα του πανεπιστήμιου) σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρία Συστημικών Μελετών (ΕΕΣΜ). Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι τι πράττει η ΕΕΣΜ, που είναι μια «μη κερδοσκοπική εταιρία», όπως μας πληροφορεί, που την «εμπιστεύ-ονται και στελεχώνουν τα τμήματά της» γνωστές επιχειρήσεις, όπως η Microsoft Hellas, η Forthnet, η Hellas On Line, η Q-PLAN, η Τράπεζα Πειραιώς, η ΑΤΛΑΝΤΙΣ Συμβουλευτική, κ.λπ. Το πρόβλημα είναι το αλισβερίσι που αναπτύσσει μαζί της ένα δημόσιο πανεπιστημιακό ίδρυμα, συνδιοργανώνοντας πρόγραμμα «μεταπτυχιακού επιπέδου». Το Επαγγελματικό Πρόγραμμα CSAP, παρότι εμμέσως διαφημίζεται ως «μεταπτυχιακό» («μεταπτυχιακού επιπέδου»), προς το παρόν, είναι μια «διεθνής πιστοποίηση», όμως με τη φόρα που έχουν πάρει οι πασόκοι, ξεπατώνοντας τα πάντα, μπορεί οσονούπω να το δούμε να βαφτίζεται και με τη βούλα μεταπτυχιακό. Σημειώνουμε ότι η σχετική διαφήμισή του αναφέρει ότι «θα απονέμει, μετά από τη διαπίστευση του Εθνικού Συστήματος Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) κατά το ISO 17024, τον Διεθνή CSAP Επαγγελματικό Τίτλο Μεταπτυχιακού Επιπέδου (International Professional Post-Graduate Certification)». Δεν είναι τυχαίο ότι εμπλέκεται εδώ και το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης, που είναι μετεξέλιξη του Εθνικού Συμβουλίου Διαπίστευσης, που από το 1994 λειτουργούσε στο υπουργείο Ανάπτυξης (ανώνυμη εταιρία ιδιωτικού δικαίου, που λειτουργεί «χάριν του δημοσίου συμφέροντος» με σκοπό τη διαχείριση του συστήματος διαπίστευσης στη χώρα). Το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης χορηγεί πιστοποιητικά διαπίστευσης σε φορείς που δίνουν πιστοποιήσεις σε προϊόντα, ΚΤΕΟ, συστήματα διαχείρισης υγείας και ασφάλειας στην εργασία, συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης, βιολογικά προϊόντα, κ.λπ. Τώρα, απ’ ό,τι φαίνεται επεκτείνει τις «υπηρεσίες» του και στην πιστοποίηση «μεταπτυχιακών προγραμμάτων πανεπιστημιακών σπουδών»! Η πράξη αυτή είναι, βεβαίως, συναφής με τη «σύγχρονη αντίληψη», που έχουν όλοι οι θιασώτες του πνεύματος της Μπολόνια, πανευρωπαϊκά και στη χώρα μας, ότι η εκπαίδευση είναι «υπηρεσία», που πουλιέται και αγοράζεται. Και είναι κυριολεκτικά ξεφτίλα για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο να ανοίγει τέτοιες επικίνδυνες ατραπούς στην εμπορευματοποίηση της Παιδείας.
Οπως μαθαίνουμε από τη σχετική διαφημιστική καμπάνια, το Επαγγελματικό Πρόγραμμα CSAP «υποστηρίζει υποψήφια για τη διεθνή αυτή πιστοποίηση πρόσωπα, ανεξαρτήτως σχετικών τίτλων σπουδών και επαγγελματικής εμπειρίας, τα οποία αναγνωρίζουν την ανάγκη της αγοράς για τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις εμπειρίες που προσφέρει το CSAP». Το CSAP, λοιπόν, αυτοπροβάλλεται ως η κορωνίδα των σπουδών του είδους που έχει ανάγκη η καπιταλιστική αγορά, προσφέροντας «ένα ευρύ διεπιστημονικό πλέγμα εμπειριών, το οποίο συμβάλλει στην καλλιέργεια επιχειρηματικών, δημιουργικών, ηγετικών, ακόμη και αυτογνωστικών ικανοτήτων» και «σύγχρονες πιστοποιημένες επαγγελματικές δεξιότητες σε θέματα σχεδιασμού και διαχείρισης έργων». Το πρόγραμμα παρουσιάζεται ως το εισιτήριο για να γίνει κάποιος «ηγέτης» στο χώρο της διοικητικής και εκτελεστικής εργασίας του, κρύβοντας φυσικά το γεγονός ότι για να προωθηθεί κανείς σε τέτοια πόστα, απαιτείται πάνω απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα η οσφυοκαμψία του απέναντι στα συμφέροντα της «μαμάς εταιρίας».
Η ανταποδοτική αντίληψη για την προσφορά «υπηρεσιών» εκπαίδευσης επιβάλλει δίδακτρα. Για την παρακολούθηση του CSAP απαιτούνται δίδακτρα, αλλά χορηγού-νται και υποτροφίες (τα «κριτήρια», προφανώς, υποδεικνύονται από τους εργοδότες και προϊσταμένους των υποψήφιων, σύμφωνα με τα δικά τους «πρότυπα» εργαζομένων), ύψους 4.800 ευρώ (πλήρης) ή 2.400 ευρώ (μερική). Ολοι, όμως, ανεξαιρέτως οι μετέχοντες του προγράμματος θα καταβάλλουν απευθείας σε λογαριασμό της Ελληνικής Εταιρίας Συστημικών Μελετών, με την έναρξη του CSAP το ποσό των 1000 ευρώ.