Τη φετινή σχολική χρονιά όλα τα σφυριά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση βαρούσαν στο ρυθμό της αξιολόγησης. Για «πρώτο πιάτο» σερβιρίστηκε η λεγόμενη «αυτοαξιολόγηση» της σχολικής μονάδας, ώστε να μην προκληθεί «άγχος» στους εκπαιδευτικούς και ξεπηδήσουν τίποτε άγριες και επικίνδυνες για τους σχεδιασμούς του υπουργείου Παιδείας μνήμες επιθεωρητισμού.
Οι εκπαιδευτικοί έπρεπε καταρχήν να συνηθίσουν το «πνεύμα» της αυτοαξιολόγησης. Να αποδεχθούν δηλαδή την ιδέα ότι από τις «πρωτοβουλίες» ή «παραλείψεις» τους εξαρτάται αποκλειστικά το στίγμα του σχολείου τους («καλού» ή «κακού») και να ξεχάσουν τους κύριους υπεύ-θυνους που είναι το περιεχόμενο και οι κατευθύνσεις της πολιτικής που χαράσσει το υπουργείο Παιδείας για την εκπαίδευση, πάντα προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κεφαλαίου και της αγοράς, το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων, το φορτίο των ταξικών διαφορών που κουβαλούν οι μαθητές στις πλάτες τους που κουρελιάζει τη θεωρία των «ίσων ευκαιριών», και οι πενιχρότατες δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση.
Ταυτόχρονα το υπουργείο Παιδείας φρόντισε να καθορίσει τις «πρωτοβουλίες» των εκπαιδευτικών, καθόσον αυτές θα διαμορφώσουν τους δείκτες και τα κριτήρια για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού έργου και αυτών των ίδιων των εκπαιδευτικών. Το «νέο σχολείο» της Διαμαντοπούλου, των νέων ταξικών φραγμών, της στροφής αποκλειστικά στην κατάκτηση των απαραίτητων δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα και όχι της γνώσης, της κατηγοριοποίησης και των θυλάκων «αριστείας», της ιδιωτικοποιημένης λειτουργίας, είναι το πλαίσιο που διαμορφώνει και το είδος των «πρωτοβουλιών». Κοντολογίς, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δείξουν ενδιαφέρον για την ανάληψη «καινοτόμων» προγραμμάτων, να ξαμολυθούν για χορηγούς που θα στηρίξουν την υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων, να ταράξουν τους μαθητές τους στις αξιολογικές κρίσεις, και να κάνουν δημόσιες σχέσεις με τους γονείς και τους λοιπούς «φορείς» της τοπικής κοινωνίας, προσβλέποντας στην άντληση πρόσθετων «πόρων», όχι, βεβαίως, χωρίς «αντίκρισμα» για τους όψιμους «ευεργέτες».
Δυστυχώς για το υπουργείο Παιδείας η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν είναι ευνοϊκή για τους σχεδιασμούς του. Οι εκπαιδευτικοί δεν μπόρεσαν να χάψουν την απάτη της «αυτοαξιολόγησης» γιατί ζουν μαύρες μέρες. Οι μισθοί τους έχουν εξαϋλωθεί, ενώ γνωρίζουν ότι η αξιολόγηση είναι το όχημα για τη μισθολογική και βαθμολογική καθήλωσή τους, σύμφωνα με το νέο ενιαίο μισθολόγιο-φτωχολόγιο και μια καλή δικαιολογία για την απόλυσή τους. Δέχονται τις συνεχείς τρομοκρατικές απειλές για απολύσεις στο Δημόσιο και έχουν ήδη απτά παραδείγματα μαζικών απολύσεων και στην εκπαίδευση σε μια νύχτα με μια απλή υπογραφή υπουργού, που έκαναν σκόνη το πυροτέχνημα της αξιοκρατικής αξιολόγησης (βλέπε καταργούμενες ειδικότητες στη δευτεροβάθμια τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση).
Η αναζήτηση μόνιμης θέσης στην εκπαίδευση έγινε όνειρο απατηλό, αφοί οι διορισμοί είναι μηδενικοί, ενώ είναι γνωστή και η πρόθεση του υπουργείου να συνδέσει την οργανική θέση με την «ταυτότητα» του σχολείου, η οποία μεταβάλλεται διαρκώς λόγω των συνεχιζόμενων συγχωνεύσεων-καταργήσεων σχολικών μονάδων και τμημάτων. Βιώνουν ένα απίστευτο άγχος επιβίωσης (και επαγγελματικής) που εντείνεται βλέποντας δίπλα τους, στο σχολειό τους, συναδέλφους με εργασιακές σχέσεις γαλέρας (εξέλειπαν και οι αναπληρωτές, αφού 10.000 από τους περσινούς φέτος δεν εργάστηκαν, ενώ η «μόδα» τώρα είναι οι προσλήψεις με προγράμματα ΕΣΠΑ και μισθούς πείνας). Εχουν μάτια και βλέπουν την κατάντια των δημόσιων σχολείων, που δε μπορούν να καλύψουν ούτε τις στοιχειώδεις λειτουργικές τους δαπάνες.
Οταν όλα γύρω βουλιάζουν, κατακτήσεις χρόνων έχουν χαθεί και ολόκληρη η εργαζόμενη κοινωνία στραγγαλίζεται με συνεχή μέτρα, είναι απίθανο να εκλη- φθούν ως αληθινές οι «καλές προθέσεις» του υπουργείου Παιδείας.
Το δυσμενές, λοιπόν, περιβάλλον λει- τούργησε σαν πυροκροτητής στην αντίδραση των εκπαιδευτικών στα σχέδια του υπουργείου Παιδείας για την επιβολή της «αυτοαξιολόγησης». Και αναπόφευκτα δυσκόλεψε, σ’ αυτή τη φάση, και το δόλιο έργο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (το μετέθεσε για το πιο μακρινό μέλλον) να πείσει τους εκπαιδευτικούς ότι μπορεί να υπάρξει και «καλή αξιολόγηση» με το δεδομένο ρόλο του σχολείου μέσα στο καπιταλισμό.
Οι εκπαιδευτικοί ακύρωσαν με τις παρεμβάσεις τους όλες τις προσπάθειες να γίνουν «ενημερωτικές συναντήσεις», «σεμινάρια» με τα στελέχη της εκπαίδευσης για τη γενίκευση της αυτοαξιολόγησης στα σχολεία, που αποτελούσε και το πρώτο της βήμα, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του υπουργείου.
Τώρα απομένει και η ακύρωση του δεύτερου βήματος, που είναι η συγκρότηση «ομάδων εργασίας» στα σχολεία, για να επεξεργαστούν τις τρεις εκθέσεις αξιολόγησης: τη «Γενική εκτίμηση της εικόνας του σχολείου», το «Σχέδιο Δράσης» και την «Ετήσια Εκθεση Αξιολόγησης του σχολείου». Ασφαλώς, όμως, η συνεπής και μέχρι τέλους αντίσταση σε όλες τις τρικλοποδιές του υπουργείου Παιδείας και σε όλες τις απόπειρες εφαρμογής της αξιολόγησης, απαιτούν την κατανόηση σε βάθος του ρόλου του αστικού σχολείου και όλων των μηχανισμών ασφυκτικού ελέγχου του, μεταξύ των οποίων και η αξιολόγηση.