Τη Δευτέρα, 18 του Σεπτέμβρη, 70.000 εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης καλούνται σε θέση μάχης. Με μοναδικό υποκινητή τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν σαν εργαζόμενοι και σαν εκπαιδευτικοί καλούνται να πάρουν μέρος σε μια καταρχήν πενθήμερη απεργία, της οποίας η συνέχιση θα αποφασιστεί στο τέλος της πρώτης εβδομάδας.
10 χρόνια τώρα, από το τέλος της μεγάλης απεργίας του 1997, που έληξε άδοξα έπειτα από το ανοιχτό ξεπούλημά της από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ, σέρνονταν σε 24ωρες εθιμοτυπικές απεργιακές τουφεκιές, που δεν είχαν καμιά επιτυχία, που προκαλούσαν μονάχα αγανάκτηση και έσπερναν τη βαθιά απογοήτευση.
Τούτη η πρόστυχη πρακτική της συνδικαλιστικής ηγεσίας της Ομοσπονδίας, όπως και ο τρόπος που έληξε η απεργία διάρκειας του ΄97, καθώς και ο σαρωτικός τρόπος με τον οποίο αλώθηκαν απ’ το σύστημα δικαιώματα και κατακτήσεις εργασιακές και ασφαλιστικές, κόλλησαν τους εργαζόμενους της εκπαίδευσης με την πλάτη στον τοίχο.
Εχασαν κάθε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, στη δυναμική που μπορεί ν’ αναπτύξουν και να πετύχουν οι συλλογικοί αγώνες.
Καθένας μόνος του προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης με δεύτερη και τρίτη δουλειά. Πότε γκαρσόνια, πότε ταξιτζήδες, πότε οργανοπαίχτες σε λαϊκές ταβέρνες και στα ιδιαίτερα μαθήματα, που ροκάνιζαν (ιδιαίτερα αυτά τα τελευταία) την αξιοπρέπειά τους, το πάθος και τις δυνάμεις τους να αγωνιστούν για την υπεράσπιση μιας καθολικής, δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης.
Οι κυβερνήσεις τους έσπρωχναν σ’ αυτό τον υλικό, πνευματικό και ηθικό εκφυλισμό, προσφέροντας μισθούς πείνας και ύστερα τους έδειχναν με το δάκτυλο σαν υπαίτιους αυτής της αθλιότητας.
Η παγίδα του ενιαίου μισθολόγιου-φτωχολόγιου κρατούσε και κρατά καθηλωμένους τους μισθούς τους, των οποίων οι ρυθμοί αύξησης είναι της τάξης του 2%-3%, ενώ τα ψωροεπιδόματα που τους δόθηκαν κατά καιρούς κατάντησαν δραχμικά και είχαν ως άμεση επίπτωση τη μείωση των δώρων, των επιδομάτων αδείας και των συντάξεων.
Ελλάδα και Πορτογαλία βρίσκονται σήμερα στις τελευταίες θέσεις του καταλόγου, που αφορά στο ύψος των εισαγωγικών μισθών των δασκάλων ανάμεσα στις 15 χώρες-μέλη της ΕΕ. Η καθιέρωση του ευρώ είχε κι ένα καλό, κάνοντας τη σύγκριση ευκολότερη ανάμεσα στους μισθούς των εκπαιδευτικών στις χώρες της Ευρώπης. Ετσι ενώ ο μέσος όρος του ετήσιου εισαγωγικού μισθού στην ΕΕ (των 15) είναι 23.159 ευρώ και ο καταληκτικός 40.649, στην Ελλάδα ο εισαγωγικός είναι μόνο 12.556 και ο καταληκτικός φθάνει στην καλύτερη περίπτωση τα 18.429 ευρώ. Με το ζόρι ένας δάσκαλος, μετά από 35 χρόνια δουλειάς και με δυο παιδιά φθάνει να παίρνει το αστρονομικό ποσό των…1.494 ευρώ το μήνα!
Οταν, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο εξανεμίζεται από την πρώτη κιόλας βδομάδα, με τι κουράγιο θα μπει στην τάξη ο δάσκαλος να «παλέψει» με 30 ζευγάρια παιδικά μάτια, όταν το μυαλό του είναι συνεχώς κολλημένο στον αγώνα για την εξεύρεση του επιούσιου;
Με τι κουράγιο θα παίξει με τα παιδιά, θα πασχίσει να βρει τρόπους να ζωντανέψει το άχαρο μάθημα, θα γεννήσει ιδέες να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους, θα ενδιαφερθεί να ενημερωθεί για τα καινούργια δεδομένα της επιστήμης του, όταν 65 χρονών θα στέκεται ακόμα στην έδρα; Οι αντιασφαλιστικοί νόμοι της τελευταίας 15ετίας συνεπικουρούμενοι από τη μακρόχρονη αδιοριστία (ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ που αντικατέστησε την επετηρίδα δεν έλυσε κανένα πρόβλημα, ίσα-ίσα που άνοιξε το δρόμο για την άλωση των εργασιακών σχέσεων και στη δημόσια εκπαίδευση) μάκρυναν τον εργασιακό βίο και ξεμάκρυναν τη μέρα της σύνταξης.
Οι…καλύτερες μέρες έγιναν εργασιακός μεσαίωνας ενώ και καινούργια αντιασφαλιστική επίθεση πρόβαλε στον ορίζοντα.
Το συνεχές ωράριο έγινε κυλιόμενο και κατηγορίες εκπαιδευτικών μετακινήθηκαν στο Ολοήμερο παιδοφυλακτήριο, που από φέτος πρόσθεσε ακόμα μια ώρα στη διάρκειά του, βαραίνοντας τις πλάτες των μικρών μαθητών, που είναι αναγκασμένοι να υποστούν την «καινοτόμα» παιδαγωγική αποτελεσματικότητά του, ακολουθώντας τις εργασιακές σχέσεις- λάστιχο των γονιών τους. Το Ολοήμερο έγινε η Κερκόπορτα για την άλωση των εργασιακών σχέσεων και των εκπαιδευτικών. Χιλιάδες οι ωρομίσθιοι πια, αμείβονται «πλουσιοπάροχα» με 7 ευρώ την ώρα. Από φέτος ο «στρατός» τους διεισδύει και στο πρωινό βασικό πρόγραμμα και όχημα γι’ αυτό αποτελεί η δεύτερη ξένη γλώσσα, που επιμηκύνει το σχολικό χρόνο μέχρι και το 7ωρο (Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού).
Καθημερινό το μαρτύριο των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων (Γυμναστές, εκπαιδευτικοί ξένων γλωσσών κ.λπ), που συμπληρώνουν ωράριο σε 2 και 3 σχολεία και από φέτος και σε σχολεία άλλης βαθμίδας.
Δεκάδες χιλιάδες και οι αναπληρωτές, με κουτσουρεμένα δικαιώματα και αποδοχές και ο αριθμός τους διπλάσιος σε σχέση με τους μόνιμους στους διορισμούς κάθε έτους.
Στο επίπεδο των δεκάδων χιλιάδων τα κενά κάθε χρόνο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η φετινή χρονιά δεν αποτελεί εξαίρεση. 15.000, λοιπόν, οι κενές θέσεις σε νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια (3.000 περίπου σε δασκάλους-νηπιαγωγούς, 8.000 σε ωρομίσθιους του Ολοήμερου και 4.000 σε καθηγητές της δευτεροβάθμιας). 75.000 οι χαμένες διδακτικές ώρες στην πρωτοβάθμια.
Δεκάδες οι συγχωνεύσεις σχολείων και κατά συρροή οι συγχωνεύσεις τμημάτων και η κατάργηση οργανικών θέσεων. 61 ΤΕΕ (τα 25 εξ αυτών στην Αττική) καταργούνται και δεν αντικαθίστανται από τα «αναβαθμισμένα» Επαγγελματικά Λύκεια.
Τα πληθωρικά τμήματα στα μεγάλα αστικά κέντρα δίνουν και παίρνουν. 37% των σχολείων του Δήμου Θεσσαλονίκης και 20% των σχολικών μονάδων στους Δήμους Αθήνας και Πειραιά σε καθεστώς διπλοβάρδιας.
Τα πληθωρικά τμήματα στα μεγάλα αστικά κέντρα δίνουν και παίρνουν. 37% των σχολείων του Δήμου Θεσσαλονίκης και 20% των σχολικών μονάδων στους Δήμους Αθήνας και Πειραιά σε καθεστώς διπλοβάρδιας.
Εικονική πραγματικότητα και η επιμόρφωση στα καινούργια βιβλία και προγράμματα. Τα περίφημα δεκαήμερα σεμινάρια μετατράπηκαν σε ένα διήμερο πρόχειρο πασάλειμμα για τους δασκάλους πάνω σε βιβλία που πρώτη φορά αντίκριζαν και σε ένα τρίωρο για τους νηπιαγωγούς που ακόμα προσμένουν τα καινούργια βιβλία.
Καθένας που είναι γειωμένος στη σκληρή πραγματικότητα ξέρει καλά πως και τα καινούργια βιβλία και τα «διαθεματικά προγράμματα» δε θα φέρουν την άνοιξη στο σχολείο. Το βομβαρδισμό των νεανικών μυαλών με αμέτρητες πληροφορίες, τώρα έντονα τεχνοκρατικού τύπου, διαιωνίζουν, την ολόπλευρη γνώση στήνουν στο απόσπασμα, τις ιστορικές ανακρίβειες και την «αλήθεια» των ισχυρών αναμασούν και με δεξιότητες αναγκαίες για την κερδοφορία του κεφάλαιου «προικίζουν» τους μαθητές.
Ολη αυτή η αβάσταχτη μιζέρια πλαισιώνεται από ένα καθεστώς έντονου αυταρχισμού.
Το καθηκοντολόγιο, οι νόμοι για την αξιολόγηση, κ.λπ. προωθούν τη χειραγώγηση εκπαιδευτικών και μαθητών και την κατηγοριοποίηση σχολείων, δασκάλων και παιδιών.
Ο δάσκαλος γίνεται μέρος μιας στημένης θεατρικής παράστασης του παράλογου, όπου από τη μια μεριά κατακεραυνώνονται από τους κατέχοντες την εξουσία η δημοσιοϋπαλληλική του νοοτροπία και συμπεριφορά και από την άλλη ενισχύεται και επιβραβεύεται αυτή η ίδια άθλια εικόνα της άκριτης υποταγής του στην ιεραρχία και στις επιλογές του αστικού κράτους.
Εικόνα και έργο του σάπιου εκπαιδευτικού συστήματος, λοιδορείται και απαξιώνεται από την υπουργό Παιδείας, που έχει την ευθύνη αυτού του συστήματος και είναι εκφραστής των «αξιών» του. «Εχουμε ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό δυναμικό. Δεν πρέπει να περιμένουμε θαύματα στην Παιδεία» είπε, φτύνοντάς τον κατάμουτρα.
Ατέλειωτα τα βάσανα του φτωχού, λέει ο λαός. Και είναι ατέλειωτα και ασήκωτα όσο αυτός υποκύπτει, όσο δεν αποφασίζει να εγερθεί, να αντισταθεί. Το κίνημα λούφαξε, το κεφάλαιο και οι διαχειριστές της εξουσίας αναθάρρησαν και γενίκευσαν την επίθεση.
Νέο αντιεκπαιδευτικό «πόρισμα» με το φωτοστέφανο του ΕΣΥΠ ύψωσε κιόλας την επιθετική του παντιέρα.
Προοιωνίζει την αποδέσμευση του κράτους από την υποχρέωσή του να παρέχει δημόσια, δωρεάν Παιδεία σε όλο το λαό, γιατί «όλα τα παιδιά δεν είναι κατάλληλα για τα Πανεπιστήμια» και γιατί «πρέπει να πάψει αυτή η αδικαιολόγητη προτίμηση των γονιών προς τα Πανεπιστήμια».
Παραχωρεί την ευθύνη και επομένως τη χρηματοδότηση ενός μέρους του προγράμματος απευθείας στις επιχειρήσεις, ανοίγοντας το δρόμο στην πλήρη εγκατάλειψη της δημόσιας εκπαίδευσης.
Φέρνει την εφαρμογή της αξιολόγησης, στην οποία δίνει ακόμη πιο σκληρά και έντονα χαρακτηριστικά, την αύξηση του εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών από τις 30 στις 40 ώρες, πιο σκληρούς και σύνθετους εξεταστικούς μαραθώνιους, στο πνεύμα της «μεταρρύθμισης Αρσένη» για τους μαθητές και ανοίγει δρόμους για την άρση της μονιμότητας.
Ο κύκλος κλείνει με την επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος και τη «μεταρρύθμιση» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που βάζουν ταφόπλακα στα δημόσια Πανεπιστήμια.
Σελίδες επί σελίδων θα μπορούσε να γεμίσει κανείς απαριθμώντας τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης που έχουν φθάσει την κατάσταση στο απροχώρητο και διαγράφουν ένα ακόμα χειρότερο μέλλον.
Υπάρχουν, λοιπόν, όλοι εκείνοι οι υλικοί όροι για ν’ αγανακτήσει κανείς.
Δεν έχει τα περιθώρια -είναι καιρός πια- να βγάλει τούτη την αγανάκτησή του στο φως, έξω απ’ το στενό οικογενειακό, φιλικό και εργασιακό του περιβάλλον.
Να τη μετατρέψει σε ορμητικό ποτάμι που θα πλημμυρίσει τους δρόμους και θα πνίξει την κυβερνητική πολιτική.
Ειπώθηκαν διάφορα κατά τις διαδικασίες καθορισμού αυτής της απεργίας. Με καλοπροαίρετη και κακοπροαίρετη διάθεση. Στο παιχνίδι υπήρξαν και τυχοδιωκτικοί σχεδιασμοί και μικροπολιτικές σκοπιμότητες, που φέτος είχαν το «άρωμα» των δημοτικών εκλογών, ιδιαίτερα από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις της λεγόμενης αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Υπήρξαν και οι γνωστές δυνάμεις που επιδεικνύουν ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό μια άκρατη σεχταριστική συμπεριφορά τάχαμου πολιτικής καθαρότητας, που καλλιεργεί εξυπαρχής την ήττα στο κίνημα και που το δια ταύτα της είναι η περιχαράκωση των μελών, των οπαδών, των ψηφοφόρων.
Υπάρχει, βέβαια, πάντα και ο υπαρκτός και απόλυτα δικαιολογημένος φόβος να τραβήξει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία το χαλί κάτω από τα πόδια. Ουδείς πιστεύει στις αγαθές προθέσεις της.
Συμψηφισμός και καταστάλαγμα όλων αυτών των διεργασιών ήταν η πενθήμερη απεργία.
Που, όμως, μπορεί να γίνει όπλο για τη νίκη των εκπαιδευτικών, αν αυτοί τη χειριστούν με μαεστρία. Με αγωνιστική, ταξική μαεστρία.
Αν οι δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί της βάσης μπουν στον αγώνα με αποφασιστικότητα και συνέπεια. Με την έγνοια να τον συνεχίσουν αν δεν ευοδωθούν οι προσδοκίες μέσα στην πρώτη εβδομάδα.
Αν δίνουν το μαζικό, δυναμικό παρόν στα συλλαλητήρια και στις διαδηλώσεις.
Αν ψάξουν να βρουν τρόπους να ανοιχτούν στην εργαζόμενη κοινωνία, που κι αυτή πλήττεται σκληρά και να επικοινωνήσουν μαζί της, κερδίζοντας την έμπρακτη αλληλεγγύη της.
Αν πάρουν την υπόθεση αποκλειστικά στα δικά τους χέρια, παραμερίζοντας αποφασιστικά τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με απεργιακές επιτροπές και κεντρική απεργιακή επιτροπή.
Ψυλλιασμένοι απ’ όλα τα «αλλά» που αναφέραμε προηγουμένως, χρησιμοποιώντας τα όμως σαν όπλο για να δυναμώσουν τη δική τους υπόθεση και όχι σαν άλλοθι για οπισθοχώρηση.
Το υπουργείο Παιδείας, η κυβέρνηση, τα επιτελεία σχεδιασμού των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων πρέπει να πάρουν επιτέλους μια απάντηση.
Οι νικηφόροι αγώνες της γαλλικής φοιτητικής νεολαίας, οι δικές μας καλοκαιρινές φοιτητικές καταλήψεις, που ανάγκασαν την κυβέρνηση σε μια πρώτη υποχώρηση και αναδίπλωση «τους κλείνουν το μάτι».
Γιούλα Γκεσούλη








