Και φέτος τα «θέματα διαβαθμισμένης δυσκολίας» στις πανελλαδικές εξετάσεις απέδωσαν τους καρπούς τους.
Και μάλιστα τους καρπούς που απαιτούσε επακριβώς το υπουργείο Παιδείας, ώστε να δικαιωθούν απολύτως οι επιλογές του για φέτος και του χρόνου.
Το Βατερλό στη Φυσική και τα Μαθηματικά και οι γενικότερες επιλογές των θεμάτων από την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων, είχαν σαν αποτέλεσμα να μειωθούν σε σχέση με πέρυσι οι «άριστοι» και να αυξηθούν ελαφρά οι μαθητές με γενικό βαθμό πρόσβασης κάτω από τη βάση του 10.
Τα κατασκευασμένα αυτά αποτελέσματα «κουμπώνουν» μια χαρά με τη μείωση για φέτος των θέσεων στις σχολές και τα Τμήματα αιχμής (650 θέσεις στα ΑΕΙ, κυρίως σε Ιατρική, Νομική και Τμήματα αυξημένης ζήτησης του Πολυτεχνείου και 700 θέσεις στα ΤΕΙ) και με την καθιέρωση του κατώτατου πλαφόν (βάση εισαγωγής το 10) για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ από του χρόνου.
Η μείωση του ποσοστού των «άριστων» επιχειρεί να διασκεδάσει την αλγεινή εντύπωση που προκάλεσε -ειδικά σ’ αυτή την κατηγορία των υποψηφίων- αυτή η επιλογή του υπουργείου Παιδείας. Το σφάξιμο με το γάντι αυτών των υποψηφίων, είναι η νομιμοποίηση της απόφασης αυτής του ΥΠΕΠΘ, να περιορίσει δραστικά (στην ουσία έκλεισε σε αριθμό υποψηφίων μια Ιατρική Σχολή) τους εισακτέους στις σχολές υψηλής ζήτησης.
Ετσι φέτος οι υποψήφιοι που συγκέντρωσαν βαθμολογίες από 18-20 είναι 5.669 (ποσοστό 6,35%), ενώ πέρυσι ήταν 6292 (ποσοστό 7,07%).
Η εικόνα της εξομάλυνσης που δημιουργείται λόγω αυτού του αποτελέσματος των εξετάσεων, είναι πλαστή, γιατί στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός για τις θέσεις αυτών των σχολών εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλος, αφού οι υποψήφιοι είναι πολύ περισσότεροι από τις διαθέσιμες θέσεις.
Αλλά και η μόνιμη επωδός όλων των θιασωτών των «τεχνικών αντικειμενικής μέτρησης» (έτσι αποκαλούν τις εξετάσεις), για «αποτυχημένους» μαθητές, που δεν θα πρέπει να διαβούν τις πόρτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης γιατί «ρίχνουν το επίπεδό της», βρίσκει έδαφος και πάλι να αναπτυχθεί. Η θλιβερή εικόνα του συντριπτικού ποσοστού των παιδιών κάτω από τη βάση επαναλαμβάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, δίνοντας τροφή στους Ηρακλείς του «κλειστού αριθμού» εισακτέων, που επιθυμούν τώρα την παραπέρα μείωσή του και την δραστικότατη μείωση της τάσης της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση.
38.942 (ποσοστό 43,59%) είναι φέτος τα παιδιά που πέφτουν κάτω από τη βάση, ενώ τα αντίστοιχα νούμερα πέρυσι ήταν 37.232 υποψήφιοι (ποσοστό 41,81%).
Η καθιέρωση του κατώτατου πλαφόν (βάση το 10), σε συνδυασμό με τον ορισμό του «ανώτατου αριθμού εισακτέων», θα περιορίσει δραστικά από του χρόνου τον αριθμό των εισακτέων και θα ανακουφίσει το αστικό κράτος από ένα ακόμη «περιττό» έξοδο, όπως θεωρούνται οι δαπάνες για την Παιδεία, οι οποίες με αυτό τον τρόπο θα μειωθούν παραπέρα.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας (αναφέρονται σε προηγούμενη Κόντρα), αν ίσχυε το μέτρο της καθιέρωσης της βάσης εισαγωγής του 10 από πέρυσι στις πανελλαδικές εξετάσεις του Ιουνίου του 2004, 29.539 παιδιά (επιτυχόντες με τα περσινά δεδομένα), θα έμεναν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, όλοι το μέγεθος τούτης της σφαγής.
Το βάρος αυτού του αντιεκπαιδευτικού και αντιπαιδαγωγικού μέτρου, θα σηκώσουν πρωτίστως τα παιδιά της εργατικής τάξης, τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, από υποβαθμισμένες, φτωχές και απομακρυσμένες περιοχές. Το χαμηλό μορφωτικό-πολιτιστικό επίπεδο των οικογενειών και του κοινωνικού περίγυρου τούτων των παιδιών και το άδειο τους πορτοφόλι -συνθήκες που δημιουργούν περιορισμένα εφόδια και προσδοκίες, αλλά και την ανάγκη για απασχόληση και σκληρή δουλειά από τα μικράτα τους για τον επιούσιο της οικογένειας- είναι βαρύ φορτίο που δύσκολα ξεπερνιέται. Το σχολείο στη συνέχεια ελάχιστα παρεμβαίνει αντισταθμιστικά, ενώ περισσότερο με την όλη δομή και λειτουργία του (μάθηση βασισμένη στην αποστήθιση, περιορισμένες κατακερματισμένες γνώσεις, βαθμολογία, εξετάσεις, αυταρχισμός) βάζει τη βούλα της πιστοποίησης με τη κατηγοριοποίηση σε «άριστους, μέτριους, καλούς και αποτυχημένους».
Οι εξετάσεις, ειδωμένες σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να τσακίζουν, να φρονηματίζουν τα παιδιά, να μετρούν την αντοχή τους στην αγωνία, το μέγεθος της τσέπης της οικογένειάς τους (φροντιστήρια) και να τα προετοιμάζουν για τη ζωή, όπου ισχύει ο σκληρός κανόνας της επιλογής.
Η επιτυχία στις εξετάσεις και η εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, παρόλες τις δυσκολίες και τους φραγμούς, ενός αριθμού παιδιών, προερχόμενων από τις κατώτερες τάξεις -αριθμός που ξεχείλωσε σημαντικά τα τελευταία χρόνια- προβληματίζει σοβαρά την άρχουσα τάξη, που ανησυχεί από το μεγάλωμα του εν δυνάμει «στρατού της κοινωνικής ανατροπής». Γι’ αυτό και εντείνει τους ταξικούς φραγμούς με την επιβολή όλο και περισσότερων εξετάσεων (εξετάσεις στην Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού, σύμφωνα με το πρόγραμμα της ΝΔ), με τη διατήρηση των πανελλαδικών για την εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και με την καθιέρωση της βάσης εισαγωγής για τη τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Παράλληλα ντύνει τούτη την αντιεκπαιδευτική και αντεργατική στην ουσία της πολιτική, με προπαγάνδα και «περισπούδαστες» αναλύσεις «ειδικών» για «αποτυχημένους και πετυχημένους» για «διαβασμένους και αδιάβαστους».
Αυτές είναι οι επιδερμικές και επιφανειακές αναλύσεις όλων αυτών στα αμείλικτα ερωτήματα του τι φταίει και οι μαθητές, παρά το επίμονο, επίπονο και μακροχρόνιο διάβασμα και τις ατέλειωτες ώρες στο φροντιστήριο αποτυχαίνουν στις εξετάσεις, του τι φταίει και έπειτα από δώδεκα χρόνια σχολείο δεν μπορούν ν’ αναπτύξουν κριτική σκέψη και στάση, να κατανοήσουν και να αποδώσουν με ευχέρεια και λογικό ειρμό το νόημα ενός κειμένου, να επιδείξουν αφαιρετική ικανότητα, να αποκτήσουν μαθηματική σκέψη, κ.λπ.
Και έχουν τέτοιο επιδερμικό χαρακτήρα οι προσεγγίσεις τους όχι γιατί έχουν άγνοια των πραγμάτων, αλλά γιατί θέλουν να αποκρύψουν την ουσία και το περιεχόμενο του σχολείου, που είναι η παραγωγή «μερικών» ανθρώπων, πρόθυμων υποζυγίων της καπιταλιστικής παραγωγής, φορτώνοντας την αποτυχία στους ίδιους τους μαθητές.
Τα μεγάλα ποσοστά αναβαθμολογήσεων στα θεωρητικά ειδικά μαθήματα και ιδιαίτερα σε αυτά που απαιτούν κριτικό πνεύμα -ποσοστά που παρατηρήθηκαν και φέτος στις πανελλαδικές εξετάσεις (Νεοελληνική Γλώσσα 24,35%, Νεοελληνική Λογοτεχνία 25,64%, Ιστορία 11,87%), βρίσκουν την εξήγησή τους σ’ αυτά ακριβώς τα μεγάλα και ουσιαστικά προβλήματα της εκπαίδευσης και επιβεβαιώνουν τα αδιέξοδά της.
Γιούλα Γκεσούλη