Το ρόλο τους ως θεσμού του αστικού συστήματος εξουσίας, που αυτονομείται μόνο (σ’ ένα βαθμό) όταν θίγονται ίδια συμφέροντα και σε περιπτώσεις που για λόγους τακτικής είναι χρήσιμο να αποφεύγεται η σύγκρουση με το μαζικό, μαχητικό, οργισμένο φοιτητικό κίνημα, επιβεβαίωσαν οι πρυτάνεις στην έκτακτη σύνοδό τους.
Από καιρό τώρα έχουν προσχωρήσει χωρίς ενδοιασμούς στην ιδέα ότι το Πανεπιστήμιο πρέπει να λειτουργεί με όρους επιχείρησης, ιδέα που έγινε κυρίαρχη ιδιαίτερα στα χρόνια της πενιχρότατης κρατικής χρηματοδότησης. Εξ ου και τα αλισβερίσια με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις στην έρευνα, η δημιουργία ταχύρυθμων προγραμμάτων κατάρτισης-πιστοποίησης για κάθε τσέπη, η αποδοχή των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, η συμμετοχή σε διαδικασίες αξιολόγησης με κριτήρια ποσοτικά και αναγνωρίσιμα από την «αγορά», η μη σύγκρουση με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για το άσυλο, κ.λπ.
Σε «ιδιαίτερα θετικό κλίμα» λοιπόν, υποδέχθηκαν την Κεραμέως (και όχι τους φοιτητές, τους οποίους προσπάθησαν να αποφύγουν συνεδριάζοντας σε ξενοδοχείο της περιοχής αεροδρομίου, με παρουσία των ΜΑΤ, χωρίς όμως, επιτυχία) και αρνήθηκαν να πάρουν καθαρή θέση σε όσα η υπουργός Παιδείας τους διεμήνυε στην επιστολή της από τις αρχές του Σεπτέμβρη (βλέπε Κόντρα αρ. φύλ. 1019). Πλην, όμως, υπήρξαν ιδιαίτερα ξεκάθαροι όσον αφορά παρεμβάσεις που ενισχύουν τον επιχειρηματικό χαρακτήρα των ιδρυμάτων.
Ετσι λ.χ. ζήτησαν, προκειμένου να αυξήσουν τη δεξαμενή των φοιτητών-πελατών και το παραδάκι να πηγαίνει απευθείας στα ιδρύματα χωρίς μεσολαβητές:
♦ Την ανάπτυξη ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών, χωρίς την εμπλοκή του Διεθνούς Πανεπιστημίου.
♦ Την παροχή εξ’ αποστάσεως προγραμμάτων σπουδών χωρίς τη συνεργασία με το ΕΑΠ. Προτείνεται επίσης και η θεσμοθέτηση της δυνατότητας διδασκαλίας μαθημάτων εν μέρει σε ξένη γλώσσα για φοιτητές Πανεπιστημίων χωρών της Ε. Ε., ώστε να διευκολυνθεί η κινητικότητα των φοιτητών μέσω του προγράμματος Erasmus και η συμμετοχή των Πανεπιστημίων στο εγχείρημα της Ενωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου της Ευρώπης.
♦ Συντάχθηκαν επίσης με την πρόταση του υπουργείου Παιδείας για «απελευθέρωση» των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) στο όνομα της «ουσιαστικής απλοποίησης της διαδικασίας διαχείρισής τους». Ουσιαστικά τάχθηκαν υπέρ της γενίκευσης των διδάκτρων.
♦ Εκλεισαν το μάτι στα κάθε λογής κολλέγια, που συνάπτουν συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστήμια του εξωτερικού, ζητώντας να «απλοποιηθεί η διαδικασία αναγνώρισης ξενόγλωσσου προπτυχιακού τίτλου σπουδών για την αποδοχή φοιτητή/τριας σε ΠΜΣ ή/και πρόγραμμα διδακτορικών σπουδών Ελληνικού Πανεπιστημίου», με το επιχείρημα της «ενίσχυσης των ξενόγλωσσων Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών», προκειμένου να αυξήσουν τον αριθμό των φοιτητών-πελατών.
♦ Εκριναν «απαραίτητη» την εφαρμογή «ενός πιο ευέλικτου διαχειριστικού πλαισίου λειτουργίας της έρευνας», χαρακτηρίζοντας «θετική» την προσπάθεια του υπουργείου σε αυτήν την κατεύθυνση. Ουσιαστικά θέλουν ν’ ανοίξουν πόρτες και παράθυρα στην ιδιωτική χρηματοδότηση των ιδρυμάτων μέσω της κατά παραγγελίαν και προς όφελος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων έρευνας. Εκεί αποβλέπει η θεσμοθέτηση διατάξεων «για την απλοποίηση διαχείρισης των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ)», που γίνεται τάχα στο όνομα καταπολέμησης της γραφειοκρατίας, με την υποκριτική πρόνοια της «θέσπισης ενός διαφανούς και αποτελεσματικού πλαισίου παρακολούθησης της διαχείρισης των κονδυλίων των ερευνητικών έργων».
♦ Τάχθηκαν υπέρ της ενίσχυσης της «τσέπης» των μεγαλογιατρών, ζητώντας νομοθετική ρύθμιση σε συνεργασία με το υπουργείο Υγείας «για την πλήρη αλλά μη αποκλειστική απασχόληση των Πανεπιστημιακών Ιατρών οι οποίοι εργάζονται σε Πανεπιστημιακές Κλινικές ή Εργαστήρια που είναι τοποθετημένα σε Νοσοκομεία του ΕΣΥ».
♦ Πήραν θέση στο πλευρό του συστήματος, που αγωνιά και παλεύει για τον περιορισμό της τάσης της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, ζητώντας «ο αριθμός των εισακτέων να καθορίζεται σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια και να βασίζεται σε σαφή και τεκμηριωμένα κριτήρια. Προτείνεται η αναθεώρηση του πλαισίου των μετεγγραφών με βάση τα νέα αυτά δεδομένα».
Στην ουσία, δηλαδή συνασπίστηκαν με τη θέση ότι μια τρίωρη γραπτή δοκιμασία (οι εισαγωγικές εξετάσεις), την οποία καθορίζουν παράγοντες όπως τα κάθε φορά εύκολα ή δύσκολα «θέματα διαβαθμισμένης δυσκολίας», η αντοχή στην αγωνία, το άγχος, η ικανότητα κατάκτησης «κόλπων» και «συνταγών» επίλυσης προβλημάτων, κ.λπ., είναι ικανή να κρίνει την αξιοσύνη των νέων να σπουδάσουν. Κλείνουν και αυτοί τη στρόφιγγα για ανώτατες σπουδές, στερώντας την ελπίδα χιλιάδων νέων, ειδικά των παιδιών της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
♦ Στην επαίσχυντη, αγρίως νεοφιλελεύθερη πρόταση της υπουργού Παιδείας (περιέχεται στην επιστολή της προς τα ιδρύματα), που προμηνύει τον ασφυκτικό έλεγχο των ιδρυμάτων και τον στραγγαλισμό τους, για «σύνδεση της αξιολόγησης με τμήμα της κρατικής χρηματοδότησης» και «πολυετείς προγραμματικές συμφωνίες του υπουργείου Παιδείας με τα Ιδρύματα», μέσω των οποίων θα κρίνεται η «επίτευξη των στόχων», ώστε να αποδίδεται η επιπλέον χρηματοδότηση, οι πρυτάνεις δεν αντέταξαν καμιά αντίσταση. Αντιθέτως δήλωσαν ότι «στηρίζουν τις προσπάθειες αναβάθμισης και ενίσχυσης της ΑΔΙΠ», υποστήριξαν την «πρόσθετη στοχευμένη χρηματοδότηση για την ενίσχυση του προσωπικού των ΜΟΔΙΠ με κάθε πρόσφορο τρόπο» και τάχθηκαν υπέρ των πολυετών προγραμματικών συμφωνιών με το υπουργείο Παιδείας.
♦ Εκκωφαντική υπήρξε η σιωπή τους για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου από την κυβέρνηση της ΝΔ. Η εμπορευματοποίηση της γνώσης και του δημόσιου Πανεπιστήμιου που προωθούν με ό,τι τους αναλογεί, έχει απαραίτητο συστατικό την καταστολή.
Τα υποτονικά όχι και οι απαιτήσεις
Με στρογγυλοποιημένες, αόριστες και όχι αιχμηρές εκφράσεις απαντούν οι πρυτάνεις στις δεδηλωμένες προθέσεις της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας να επαναφέρουν τα κακόφημα Συμβούλια διοίκησης και να προβούν σε παρεμβάσεις που αφορούν διαδικασίες εκλογής οργάνων διοίκησης και στον καταμερισμό των σχετικών αρμοδιοτήτων. Ιδού τα χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Η Σύνοδος επισημαίνει ότι για την ουσιαστική συζήτηση γενικότερων θεσμικών θεμάτων που αφορούν στην Ανώτατη Εκπαίδευση απαιτείται να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος διαβούλευσης στα Πανεπιστήμια». «Σε ό,τι αφορά το πλαίσιο λειτουργίας των Πανεπιστημίων επισημαίνεται η ανάγκη για ενίσχυση της διοικητικής ανεξαρτησίας και ο περιορισμός της γραφειοκρατίας σε όλες τις ακαδημαϊκές και διοικητικές διαδικασίες και λειτουργίες».
Επειδή αντιλαμβάνονται (λόγω του ότι βλέπουν τα πράγματα εκ του σύνεγγυς και όχι με το ψυχρό μάτι της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης) ότι δεν είναι προς όφελος των σχεδιασμών που επιχειρούνται, μια αναζωπύρωση ενός μαζικού και δυναμικού φοιτητικού κινήματος, που έδωσε ανησυχητικά, για το σύστημα, δείγματα γραφής στις αρχές του καλοκαιριού, προτείνουν να μη γίνει η θεσμοθέτηση του ν+2 ως ανώτατου χρόνου σπουδών. Γνωρίζουν ότι θα είναι τελείως ανάλγητη μια τέτοια πρόβλεψη, ιδίως στην περίοδο της κρίσης που τα νοικοκυριά στενάζουν και πολλοί φοιτητές εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους για να τα βγάλουν πέρα. Στο κάτω-κάτω της γραφής ξέρουν από πρώτο χέρι ότι το Πανεπιστήμιο δεν επιβαρύνεται οικονομικά από τους λεγόμενους «αιώνιους φοιτητές» (δεν έχουν δικαίωμα σε συγγράμματα, σίτιση, στέγαση).
Τέλος, ζητούν
♦ Αμεση αύξηση της τακτικής χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι η χρηματοδότηση των ΑΕΙ από τον τακτικό προϋπολογισμό το 2019 είναι μειωμένη κατά 45% σε σχέση με το 2012, ενώ απαιτείται αύξηση κατ’ ελάχιστο 30% για την κάλυψη των βασικών λειτουργικών αναγκών.
♦ Απόδοση νέων θέσεων για την ενίσχυση των Πανεπιστημίων σε τακτική βάση. Αν και την τελευταία 5ετία έχουν δοθεί στα Πανεπιστήμια 1.500 νέες θέσεις μελών ΔΕΠ, δεν υπήρχε ενίσχυση των υπολοίπων κατηγοριών προσωπικού. Η απώλεια θέσεων προσωπικού την ίδια χρονική περίοδο λόγω συνταξιοδότησης και μόνο υπερβαίνει τον αριθμό αυτό.
Γιούλα Γκεσούλη