Η ουσιαστική κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η αποπομπή από τα ΑΕΙ των λεγόμενων «αιώνιων φοιτητών», η κατάργηση των δωρεών συγγραμμάτων, η κατάργηση των μετεγγραφών κ.λπ. είναι μερικά από τα ουσιαστικά στοιχεία αυτού του πορίσματος. Αν έχει, λοιπόν, το υπουργείο τέτοιους «αντιπάλους» στο «διάλογο», τότε τι να τους κάνει τους φίλους; Γι’ αυτό και προς το παρόν κρατάει κλειστά τα χαρτιά του, περιμένοντας το επίσημο πόρισμα των πρυτάνεων, ώστε στη συνέχεια να κάνει τη ρελάνς και να εμφανιστεί ότι έρχεται ν’ αποδεχτεί την πρόταση των συνομιλητών του.
Τα χαρτιά της αρνήθηκε και πάλι ν’ ανοίξει η υπουργός Παιδείας, όταν κλήθηκε από τους πρυτάνεις να τοποθετηθεί με σαφήνεια και λεπτομερώς στους στόχους του υπουργείου, που αφορούν στην αναμόρφωση του νόμου πλαίσιου, κατά τη σύνοδο των πρυτάνεων στην Κυλλήνη το περασμένο Σάββατο.
Ανάλογη ήταν η στάση της και απέναντι στα ερωτήματα τα σχετικά με την προοπτική ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ.
Αναφέρθηκε μόνο γενικά στην πρόθεση του υπουργείου να προχωρήσει σε μεγάλες και σημαντικές αλλαγές, ενώ υπογράμμισε με έμφαση ότι σημασία έχει για την ώρα η άρση της συνταγματικής απαγόρευσης για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Η στάση αυτή της υπουργού Παιδείας καταδεικνύει για πολλοστή φορά ότι ο περίφημος «διάλογος», για τον οποίο επαίρεται το ΥΠΕΠΘ, είναι στην ουσία μονόλογος απ’ την πλευρά του υπουργείου, που έχει ήδη πάρει τις αποφάσεις του, τις οποίες και θα εφαρμόσει όταν κρίνει, από πλευράς πολιτικής τακτικής, σκόπιμο.
Συνεπώς χαμένοι σε τούτο το παιχνίδι θα είναι όλοι αυτοί, που αποδέχονται να μπουν σ’ ένα τέτοιο αλισβερίσι τάχαμου «διαλόγου» με το υπουργείο Παιδείας, αντί από τώρα να αποκαλύψουν τις πραγματικές του προθέσεις και να κηρύξουν ανένδοτο αγώνα για την υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας.
Και μόνο η άρση της συνταγματικής απαγόρευσης είναι υπεραρκετή για να κατανοήσει κανείς ότι βασική στόχευση είναι η δραστική μείωση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και επομένως η απαλλαγή της Πολιτείας από τις υποχρεώσεις της προς το αγαθό της δωρεάν Παιδείας και ο προσανατολισμός των σπουδών στις προδιαγραφές που επιβάλλουν οι επιχειρήσεις.
Στην κατανόηση αυτού του βασικού στόχου βοηθούν και όλες οι πρόσφατες εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης (Μπολόνια, Πράγα, Βερολίνο, Μπέργκεν), που έχουν ακριβώς την ίδια κατεύθυνση. Ο περιορισμός της διάρκειας των προπτυχιακών σπουδών στα 3 χρόνια, η διάσπαση των σπουδών σε κύκλους, η αντιμετώπιση των φοιτητών ως πελατών, που αγοράζουν τις υπηρεσίες της εκπαίδευσης, οδηγούν στην απαλλαγή του κράτους απ’ την υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί την Παιδεία και σπρώχνουν τις σπουδές σε μια ταχύρυθμη εκπαίδευση με χαρακτηριστικά επαγγελματικής κατάρτισης.
Τα περί «διασφάλισης της ποιότητας» στα ιδιωτικά ΑΕΙ, που διοχετεύει δεξιά και αριστερά το υπουργείο Παιδείας, είναι απλώς προσπάθειες να χρυσωθεί το χάπι.
Τα «πανεπιστημιακά ιδρύματα» των επιχειρήσεων θα είναι στην πραγματικότητα άβατο. Το κεφάλαιο θα δραστηριοποιηθεί «εκπαιδευτικά» σε περιορισμένες γνωστικές περιοχές και μάλιστα μόνο σ’ εκείνες που θεωρεί ότι μπορούν να το βοηθήσουν να αυξήσει την κερδοφορία του και οι οποίες φυσικά δεν απαιτούν μεγάλες επενδύσεις και υποδομές.
Σε τούτες τις «εκπαιδευτικές προεκτάσεις» των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κουμάντο θα κάνουν μόνο αυτές, καθορίζοντας τα προγράμματα και το περιεχόμενο, παράγοντας τα μελλοντικά πιστά στελέχη τους.
Αλλά και η απροθυμία όλων των κυβερνήσεων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) να βάλουν χέρι στους εμπόρους των «κολεγίων», όταν σε ισχύ μάλιστα παραμένει το άρθρο 16 του Συντάγματος, δεν πρέπει να μας αφήσει καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Η άτυπη αυτή ιδιωτική μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια. 62 «κολέγια» (Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών) συνεργάζονται σήμερα με 100 ιδρύματα ξένων χωρών, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας. Τα περισσότερα εξ’ αυτών θα διεκδικήσουν μεθαύριο τον τίτλο του Πανεπιστήμιου.
Και αυτό θα είναι γεγονός μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, παρά τη «δυσκολία» που διαπιστώνει δήθεν και η υπουργός Παιδείας. Η κυβέρνηση άλλωστε δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μεταφράζει τις κοινοτικές οδηγίες και να τις ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο. Συνεπώς και η σχετική ερώτηση των πρυτάνεων προς τη Μ. Γιαννάκου, για το μελλοντικό καθεστώς λειτουργίας των κολεγίων, που συνεργάζονται με ξένα Πανεπιστήμια, στην πραγματικότητα δεν έχει έδαφος.
Η αναμόρφωση του νόμου πλαίσιου, που θα αποτελέσει το νέο μεγάλο αγκάθι του δημόσιου Πανεπιστήμιου, δε συζητήθηκε στη σύνοδο των πρυτάνεων και παραπέμφθηκε σε νέα έκτακτη σύνοδο που θα γίνει στο τέλος του Μάρτη.
Αν κρίνουμε, όμως, από τα αποσπάσματα του πορίσματος της επιτροπής των πρυτάνεων (που συγκροτήθηκε για το λόγο αυτό) που διέρρευσαν στον Τύπο, τα μαντάτα δεν είναι διόλου ευχάριστα (σχετικά έχουμε γράψει σε προηγούμενο φύλλο).
Στο μόνο σημείο στο οποίο ήταν κάπως σαφής η Μ. Γιαννάκου, ήταν στο θέμα της χρηματοδότησης, όπου και πάλι ανακοίνωσε ημίμετρα, που απλώς παρατείνουν τη ζωή του ημιθανούς δημόσιου Πανεπιστήμιου, στο οποίο η υποχρηματοδότηση αποτελεί πλέον καθεστώς. Και τούτη όμως η πενιχρή έκτακτη επιχορήγηση, ύψους 210 εκατ. ευρώ και 28,5 εκατ. για τη μισθοδοσία του έκτακτου διδακτικού προσωπικού, θα δοθεί προς το τέλος του χρόνου.
Ετσι έχασε αμέσως τη «μαγεία» του αυτό το «δώρο», με το οποίο η υπουργός επεχείρησε να προλάβει αντιδράσεις και να αποσπάσει ίσως συναίνεση για την αξιολόγηση των ιδρυμάτων.
Γιούλα Γκεσούλη