Μπορεί οι προεκλογικές σκοπιμότητες, που χρησιμοποίησαν ως μοχλό την ανακατανομή των θέσεων σε όφελος κυρίως των περιφερειακών ιδρυμάτων και τα ευκολότερα θέματα στις πανελλαδικές εξετάσεις, να πέτυχαν τις καλύτερες επιδόσεις των υποψηφίων και τελικά την άνοδο των βάσεων στην πλειοψηφία των σχολών, δεν έσωσαν όμως την παρτίδα για δεκάδες χιλιάδες υποψήφιους, που έμειναν και φέτος εκτός των σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Σε 30.372 (ποσοστό 30,41%) ανέρχονται φέτος οι υποψήφιοι που έμειναν εκτός νυμφώνος, από αυτούς που υπέβαλαν μηχανογραφικό για την επιλογή τους από τα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και 24.111 που δεν υπέβαλαν καν μηχανογραφικό είτε γιατί δεν έπιασαν τη βάση του 10, είτε για διάφορους άλλους λόγους (93.882-69.771=24.111, όπου 93.882 αυτοί που πήραν μέρος στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις και 69.771 αυτοί που υπέβαλαν μηχανογραφικό με την κατηγορία του 90%). Συνολικά δηλαδή 54.483 υποψήφιοι δεν κατόρθωσαν να διαβούν την πόρτα των ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Παράλληλα, 13.132 θέσεις σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ (κυρίως σε ΤΕΙ και στα τμήματα ξένων φιλολογιών και τα Μουσικά Τμήματα των ΑΕΙ) έμειναν και φέτος κενές. Ο αντίστοιχος αριθμός θέσεων πέρυσι ήταν 18.768. Συνεπώς μέσα σε μια διετία μειώθηκαν κατά 31.900 οι φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι ρυθμοί αυτοί προδικάζουν -αν συνεχιστούν, όπως όλα δείχνουν, αφού αυτή είναι η επιλογή του συστήματος- απώλεια του φοιτητικού δυναμικού ίση με 77500 μέσα σε μια πενταετία.
Ετσι, από τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για κάθε υποψήφιο, βαδίζουμε σταθερά και τυπικά πλέον σε ένα αυστηρό επιλεκτικό εξεταστικό σύστημα, παρόλο που αυτό δημόσια δεν ομολογείται ακόμη διά τον φόβον του πολιτικού κόστους (αν και οι επανειλημμένες δηλώσεις περί αριστείας σε όλα τα επίπεδα εκεί παραπέμπουν).
Ολα τούτα βεβαίως κρύφτηκαν από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ, που πανηγύρισε με την άνοδο των βάσεων, η οποία και πάλι ψεύτικα και παραπλανητικά, προφανώς για να κρυφτούν οι πολιτικές σκοπιμότητες ενόψει των εκλογών, που επέβαλαν τα ευκολότερα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων, αποδόθηκε στη μεγαλύτερη προσπάθεια των υποψηφίων λόγω του βαθμολογικού πλαφόν της βάσης του 10.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΠΘ, 310 από τα 319 Τμήματα των ΑΕΙ παρουσιάζουν άνοδο των βάσεων. Η άνοδος είναι περισσότερο εμφανής στις περιφερειακές σχολές και μικρότερη σε αυτές του κέντρου. Αυτό είναι λογικό, αν υπολογίσει κανείς την ανακατανομή των θέσεων προς όφελος της επαρχίας και το γεγονός ότι οι υποψήφιοι επιλέγουν παραδοσιακά τις σχολές των μεγάλων αστικών κέντρων, όπου είναι συγκεντρωμένη η πλειοψηφία του πληθυσμού, και οι οποίες προϋποθέτουν υψηλές βαθμολογίες.
Οι επιλογές των υποψηφίων, που διαμόρφωσαν και το πώς κινήθηκαν οι βάσεις, καθορίστηκαν και πάλι από την προσδοκία επαγγελματικής αποκατάστασης και από τις κατεστημένες αντιλήψεις περί κοινωνικού γοήτρου. Ετσι για φέτος τα πρωτεία είχαν οι σχολές νηπιαγωγών και γενικά τα παιδαγωγικά τμήματα (1.669 μόρια στο Τμήμα Νηπιαγωγών Δυτικής Μακεδονίας), αφού και μόνο η υποψία άμεσου διορισμού, λόγω της καθιέρωσης της μονοετούς υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής, όπλισε τις επιλογές των υποψηφίων, που εκτίναξαν τις βάσεις σε αυτές τις σχολές. Γενικά, οι σχολές του 1ου επιστημονικού πεδίου (ανθρωπιστικές, κοινωνικές, πολιτικές επιστήμες), τα τμήματα θετικών επιστημών εμφανίζουν εντυπωσιακή άνοδο και δευτερευόντως οι πολυτεχνικές και οικονομικές σχολές, που δεν έχουν άλλωστε και πολλά περιθώρια, λόγω της σταθερής μείωσης των θέσεων, που υφίστανται τα τελευταία χρόνια και της διεκδίκησής τους από «άριστους» υποψήφιους. Μικρότερη άνοδο εμφανίζουν και οι ιατρικές σχολές και οι νομικές, που έτσι και αλλιώς παραδοσιακά βρίσκονται στην πυραμίδα των προτιμήσεων και των βαθμολογιών.
Στα ΤΕΙ, από τα 119 Τμήματα, πτώση στα μόρια εισαγωγής εμφανίζουν τα 36. Παρόλα όμως τα τερτίπια της κυβέρνησης, που πέτυχαν να έχουμε φέτος λιγότερους υποψήφιους που δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη βάση του 10 και να αυξήσουν τις θέσεις των περιφερειακών ΤΕΙ σε βάρος αυτών των μεγάλων αστικών κέντρων, ώστε να μην παρουσιαστεί σε τόσο τραγικές διαστάσεις το περσινό φαινόμενο (εκλογές γαρ), από το σύνολο των Τμημάτων των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων, σε 69 από αυτά εμφανίζονται κενές θέσεις και σε 15 εισάγεται μονοψήφιος αριθμός υποψηφίων (στο Τμήμα Τουριστικών Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Ηπείρου δεν εισήχθη κανένας και μένουν κενές και οι 208 θέσεις που διατίθενται). Η κυβερνητική γραμμή ήθελε για φέτος το στρογγύλεμα του φαινομένου και όχι βεβαίως την εξαφάνισή του. Γι’ αυτό άλλωστε και εμμένει στη διατήρηση της βάσης του 10 και στον «ανώτατο αριθμό εισακτέων», που δεν είναι υποχρεωτικό να καλυφθεί εξ ολοκλήρου, όπως γινόταν παλαιότερα. Η γραμμή αυτή, που συνδέεται με αυτό που αναφέραμε αρχικά, τη μείωση δηλαδή του φοιτητικού δυναμικού, πέτυχε ως τώρα να θεωρούνται «υπό διαγραφή» περίπου 40-45 ΤΕΙ σε όλη τη χώρα, δηλαδή το 25% του συνόλου των Τμημάτων ΤΕΙ.
Μεγάλο πλήγμα δέχθηκαν και οι απόφοιτοι των ΤΕΕ (του Καιάδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δημιούργημα της «μεταρρύθμισης Αρσένη»).
Και φέτος, όπως και πέρυσι χάθηκαν 4 στις 10 θέσεις ΤΕΙ που αναλογούσαν στους υποψήφιους τους προερχόμενους από τα ΤΕΕ. Συνολικά οι απώλειες από αυτή την κατηγορία ανήλθαν σε 2.281 θέσεις.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι τη νύφη την πληρώνουν κυρίως τα παιδιά που προέρχονται από τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα (απώλειες σε θέσεις ΤΕΙ), όπου όλα τα δεδομένα λειτουργούν ανασταλτικά για τον εφοδιασμό τους με τα στοιχεία εκείνα που ευνοούν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιβεβαιώνεται δηλαδή για μια ακόμη φορά η άγρια ταξικότητα του συστήματος, που έτσι κι αλλιώς είναι σύστημα απόρριψης και επιλογής για το σύνολο των υποψηφίων.
Γιούλα Γκεσούλη








