Οι τελευταίοι τέσσερις μήνες του 2013 σφραγίστηκαν από τη μεγάλη απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των Πανεπιστημίων. Οι εξελίξεις στις αρχές του 2014 είναι ακόμη απροσδιόριστες, καθώς ένα νέο στοιχείο ήρθε να τορπιλίσει την επίπλαστη ειδυλλιακή εικόνα που καλλιεργούσε το υπουργείο Παιδείας.
Πριν αλέκτορα φωνήσαι, με παρέμβαση του αρχιερέα των διαθεσιμοτήτων-απολύσεων Κυριάκου Μητσοτάκη, αποσύρθηκε τελικά η τροπολογία 1073/32 7-1-2014, που είχε κατατεθεί σε σχέδιο νόμου του υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και υλοποιούσε το πρώτο «μετέωρο» βήμα των «προτάσεων» Αρβανιτόπουλου. «Μετέωρο» , επειδή η σχετική τροπολογία απλά έδινε το δικαίωμα στους μόνιμους καθώς και στους αορίστου χρόνου διοικητικούς να ζητήσουν την ένταξή τους στις προβλεπόμενες στο άρθρο 29 του ν.4009/2011 (νόμος Διαμαντοπούλου) κατηγορίες ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, εφόσον διαθέτουν τα απαραίτητα τυπικά προσόντα (ΕΕΠ: Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό, τυπικό προσόν: πτυχίο Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ και διδακτορικό – ΕΔΙΠ: Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό, τυπικό προσόν: πτυχίο Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών – ΕΤΕΠ: Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό, τυπικό προσόν: πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ΠΕ ή ΤΕ ή και απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ανάλογα με τη θέση που προκηρύσσεται). Η τροπολογία δεν προσέφερε καμιά εγγύηση ότι θα προσλαμβάνονταν όλοι οι υπό διαθεσιμότητα διοικητικοί, ενώ δεν προσδιόριζε τις κενές ή τις νέες οργανικές θέσεις ΕΕΠ, ΕΔΙΠ και ΕΤΕΠ, ο αριθμός των οποίων θα εξαρτηθεί από τον Οργανισμό του ιδρύματος, που ακόμα δεν έχει δημοσιευθεί.
Το παρασκήνιο της απόσυρσης δε το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε, όμως, καλά ότι τα κεφάλια που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση απέναντι στην τρόικα ότι θα πετσοκόψει μέσα στο 2014 είναι 11.000 και η δεξαμενή απ’ όπου θα προκύψουν είναι δεδομένη. Γνωρίζουμε επίσης καλά ότι οι «δεσμεύσεις» της κυβέρνησης είναι έπεα πτερόεντα έτσι και βρει μπόσικους τους εργαζόμενους και ευνοϊκή τη συγκυρία για τους σχεδιασμούς της. Η συγκυρία κρίθηκε, προφανώς, ευνοϊκή, καθώς η κυβέρνηση πήρε αέρα μετά τα πισώπλατα μαχαιρώματα που δέχτηκαν οι απεργοί του ΕΚΠΑ από τους συναδέλφους τους του ΕΜΠ, που έσπασαν το απεργιακό μέτωπο και λάβωσαν βαθιά την ταξική αλληλεγγύη, και την πανεπιστημιακή κάστα που ξεκίνησε τα μαθήματα μέσα στο απέραντο μπάχαλο που προκαλεί η εφαρμογή της διαθεσιμότητας, όπως και από την «κοιλιά» που έκανε νομοτελειακά η απεργία σ’ αυτές τις συνθήκες. Η εξέλιξη αυτή, που αφήνει έκθετους και τους διοικητικούς υπαλλήλους του ΕΜΠ, που έσπευσαν να κλείσουν την απεργία, ακολουθώντας τη βρόμικη πρόταση που έκαναν τα γκεσέμια του Περισσού και του ΣΥΡΙΖΑ, πιθανόν να προκαλέσει νέες αναταράξεις και στους διοικητικούς του ΕΚΠΑ και να αναθερμάνει το πείσμα για συνέχιση του αγώνα.
Ανεξάρτητα, όμως, από τις εξελίξεις, η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων, ήταν μια μεγαλειώδης απεργία με ποιοτικά χαρακτηριστικά που την ξεχωρίζει απ’ όλα τα απεργιακά σκιρτήματα των εργαζομένων, τουλάχιστον από την εποχή που μας έσφιξε η τανάλια των Μνημονίων. Δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη μεγάλη διάρκεια (τέσσερις μήνες περίπου). Προχώρησε δυναμικά, με μαζικότητα και καθολική σχεδόν συμμετοχή στα δυο μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, το ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ, που υπέστησαν και την πιο μεγάλη απώλεια διοικητικών υπαλλήλων, σε διαρκή σύγκρουση με τα εμπόδια που της έστηναν η αστική νομιμότητα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Αψήφησε όλες τις τρομοκρατικές επιθέσεις της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας, που ήταν σχεδόν μία ανά βδομάδα. Τις μηνυτήριες αναφορές του Αρβανιτόπουλου στον Αρειο Πάγο, τις κατεπείγουσες προκαταρκτικές εξετάσεις της Εισαγγελίας για τη διερεύνηση των «αδικημάτων της παραβίασης δικαστικών αποφάσεων», τις αποφάσεις τής σε διατεταγμένη υπηρεσία Δικαιοσύνης, που έκριναν την απεργία παράνομη, τις απειλές του υπουργού Παιδείας για εισβολή των μπάτσων στα Πανεπιστήμια, οι απεργοί τις έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, δείχνοντας αξιοθαύμαστη πίστη και επιμονή στον αγώνα τους. Δε λύγισαν, δεν έσπασαν την απεργία, ακόμη κι όταν ο Αρβανιτόπουλος προχώρησε στην πρωτοφανή για τα ακαδημαϊκά ήθη φασιστική ενέργεια (που ουσιαστικά έβαλε ευθέως κατά της απεργίας), να παραπέμψει στο Πειθαρχικό τον Πρύτανη του ΕΚΠΑ Πελεγρίνη, επειδή δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος να γίνει ο ίδιος αρχιμπάτσος, καλώντας τις δυνάμεις καταστολής να μπουκάρουν στο Πανεπιστήμιο. Κι αν, μετά την επιβολή της ιδιότυπης επιστράτευσης, που είχε τη μορφή της ατομικής διαδικτυακής απογραφής, οι περισσότεροι υπέκυψαν στον τρομοκρατικό εκβιασμό της αυτοδίκαιης αργίας, το πνεύμα τους έμεινε αδούλωτο και συνέχισαν τον αγώνα, παραλύοντας κάθε δραστηριότητα στο Πανεπιστήμιο. Σημαντική παρακαταθήκη για το κίνημα, σ’ αυτή τη φάση, υπήρξε η άρνηση 268 διοικητικών υπαλλήλων να απογραφούν, δείγμα του ότι, παρά τις αντιξοότητες και την αδυναμία του κινήματος να δημιουργήσει τους όρους για τη μέχρι τέλους μαζική αψήφηση της αστικής νομιμότητας, γεννιέται δειλά ο πυρήνας που σπάει το φράγμα και ανοίγει δρόμο σα φωτεινός σηματοδότης. Η ένταση της απεργίας ήταν αυτή που έφερε σε απελπισία τον Αρβανιτόπουλο, που έσπευσε να καλέσει σε «διαβούλευση» τους εργαζόμενους. Αυτό φάνηκε να το αντιλαμβάνονται οι απεργοί διοικητικοί υπάλληλοι, ειδικά αυτοί του ΕΚΠΑ που συνέχισαν, γι’ αυτό και δεν έκαναν πίσω από τα αιτήματα και τον αγώνα τους, ενώ σε κάθε ευκαιρία φρόντιζαν μέσω της Απεργιακής Επιτροπής τους να διαλαλήσουν την υποκρισία του υπουργείου Παιδείας.
Μεγάλες μάχες έδωσαν οι απεργοί και με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που έδειξε όλα τα δόντια της από τη στιγμή που άρχισαν οι προκλητικές επιθέσεις από το υπουργείο Παιδείας, συντασσόμενη στο πλευρό του, ως πέμπτη φάλαγγα μέσα στο κίνημα. Ασκώντας πίεση και εκβιασμούς στους απεργούς να απογραφούν σύμφωνα με τις εντολές του υπουργείου, βρίσκοντας «θετικές» τις προτάσεις του, αποδεχόμενη τις προτάσεις αυτές άνευ όρων, διαχωρίζοντας τη θέση της από το σώμα των εργαζομένων που απεργούσαν, καταγγέλλοντας τις αποφάσεις τους και τις συνελεύσεις τους, καταβάλλοντας υπερπροσπάθειες για καλλιέργεια κλίματος απεργοσπασίας, κατασκευάζοντας ψευδείς εντυπώσεις με δηλώσεις στα παπαγαλάκια των ΜΜΕ. Ολα τα βρόμικα παιχνίδια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας απορρίφθηκαν από τους απεργούς του ΕΚΠΑ, που τελικά την έβαλαν στο περιθώριο, ψηφίζοντας πρόταση μομφής εναντίον της πλειοψηφίας του ΔΣ και προκηρύσσοντας εκλογές για νέο ΔΣ.
Σε αντίθεση με το ΕΚΠΑ, όπου το προεδρείο του ΔΣ, η παράταξη δηλαδή της ΠΑΣΚΕ, έπαιξε ανοιχτό απεργοσπαστικό ρόλο καταπατώντας κάθε συλλογική διαδικασία, στο ΕΜΠ η πέμπτη φάλαγγα της γραφειοκρατίας ήταν καμουφλαρισμένη. Τα στελέχη του Περισσού, πλαισιωμένα και από δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, κινήθηκαν εντός των ορίων των «διαδικασιών», δουλεύ-οντας όμως καλά και στους «ψιθύρους». Τη στιγμή που ο Αρβανιτόπουλος ήταν στριμωγμένος στο καναβάτσο, τη στιγμή που ζητούσε ο ίδιος να γίνει διάλογος με κλειστές σχολές, καταπίνοντας την «άτεγκτη» στάση του ότι δεν διαλέγεται με απεργούς, η παράταξη του Περισσού στο ΕΜΠ αποφάσισε να σαλπίσει αιφνιδιαστικά υποχώρηση, δηλώνοντας ότι «απέσπασε σημαντικές δεσμεύσεις» που στους «δυσοίωνους συσχετισμούς» που είχαν διαμορφωθεί, επέφεραν έναν «ικανοποιητικό συμβιβασμό». Η πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης των απεργών του ΕΜΠ συντάχθηκε με την θέση του Περισσού και έληξε την απεργία. Η απόφαση αυτή, που κατάφερε βαρύ πλήγμα στην ταξική αλληλεγγύη (οι διοικητικοί υπάλληλοι του ΕΚΠΑ είχαν απόφαση για συνέχιση) οφείλεται στο ότι: 1) η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του Περισσού μαζί με καλοθελητές του καθηγητικού κατεστημένου του ΕΜΠ, προσκείμενους στον ΣΥΡΙΖΑ, παρεισέφρησαν ως παράγοντες στο διάλογο με τον υπουργό 2) στην ύστατη στιγμή της σύγκρουσης είχε διαμορφωθεί το έδαφος της διαίρεσης ανάμεσα στους διοικητικούς, στο οποίο πόνταρε ο Περισσός για να χτυπήσει πισώπλατα την απεργία (όχι αμελητέο τμήμα των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) 3) το κλίμα του φόβου και η «ανάσα» των «γραπτών εγγυήσεων» Αρβανιτόπουλου ότι θα απορροφηθεί τμήμα των απολυόμενων με τη δημιουργία νέων οργανικών θέσεων ΕΤΕΠ και ΕΔΙΠ για το 2014 έδωσε τη χαριστική βολή τόσο σε ΠΕ όσο και ΔΕ διοικητικούς του ΕΜΠ, που στήριξαν τη λήξη της απεργίας 4) ενεργοποιήθηκαν και αντιδραστικά, ελιτίστικα αντανακλαστικά σε τμήμα των μηχανικών που απέκτησαν σχέσεις αορίστου χρόνου μέσα από ερευνητικές δραστηριότητες του ΕΜΠ και δεν πήραν πτυχία… για να «φτιάχνουν πρωτόκολλα», όπως οι διοικητικοί.
Η απεργία των διοικητικών εξελίχθηκε μέσα στον πολύπλοκο χώρο του Πανεπιστημίου. Αυτή ήταν και η «ατυχία» της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας. Στο χώρο αυτό, που έχει ιστορία και χαρακτηριστικά αντίστασης στις αντιεκπαιδευτικές και φασιστικές πολιτικές, ενυπάρχουν διοικητικοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές και φοιτητές. Κάθε κομμάτι του έχει τους δικούς του λόγους που αντιστέκεται στα σχέδια της κυβέρνησης, όμως στο «διά ταύτα», παρά τις αποκλίνουσες και διαφορετικές αντιστάσεις εκείνο που αποτρέπεται είναι η διάλυση του δημόσιου Πανεπιστημίου.
Η πανεπιστημιακή κάστα , βεβαίως, επιβεβαιώνοντας το θεσμικό ρόλο της μέσα στο αστικό σύστημα εξουσίας, κράτησε μια μεσοβέζικη στάση. Από τη θέση ότι η διαθεσιμότητα θα διαλύσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο, ότι δεν υπάρχουν «πλεονάζοντες» διοικητικοί υπάλληλοι, ενώ αντιθέτως υπάρχουν ελλείψεις, περνούσε εναλλάξ, ειδικά μετά την όγδοη εβδομάδα απεργίας, που οι πιέσεις του Αρβανιτόπουλου έγιναν ασφυκτικές, σε θέσεις που έκριναν «θετικές» τις προτάσεις του υπουργού, που αποδέχονταν την «αξιολόγηση των δομών» και αναγνώριζαν την αναγκαιότητα της συζήτησης των «τεχνικών προβλημάτων» μετά την εφαρμογή της διαθεσιμότητας. Αποκορύφωμα υπήρξε η ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ (με συμμετοχή, παρακαλώ, του διωκόμενου Πελεγρίνη, που είχε «ξεχάσει» διαμιάς το θαυμασμό που έτρεφε –κατά δήλωσή του– στην απεργία των διοικητικών) να καλέσει τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας «να συνεργαστούν» και να ξεκινήσουν τα μαθήματα στις 16 Δεκέμβρη. Η Απεργιακή Επιτροπή του ΕΚΠΑ δεν χαρίστηκε στο πανεπιστημιακό κατεστημένο και στις δηλώσεις της επέκρινε με τρόπο πότε άμεσο και πότε έμμεσο τη στάση του. Ομως, η απεργοσπαστική απόφαση της Συγκλήτου να ξεκινήσουν τα μαθήματα, όπως-όπως επέφερε πλήγμα στην απεργία, καθώς εξ αντικειμένου αδυνάτισε το μέτωπο και όπλισε το χέρι του υπουργού Παιδείας.
Στο πλευρό των διοικητικών υπαλλήλων από την αρχή στάθηκαν οργανωμένες μειοψηφίες αγωνιστών φοιτητών. Με καθυστερημένο βήμα, με όρους μαζικότερους οι φοιτητικές συνελεύσεις των πανεπιστημιακών σχολών συντάχθηκαν με την απεργία, αποφασίζοντας καταλήψεις. Ουδέποτε, όμως, το φοιτητικό κίνημα μπόρεσε να ξεπεράσει τα βαρίδια που το σέρνουν και να κάνει και δική του υπόθεση τούτο τον αγώνα. Ως το τέλος επέλεξε το ρόλο του συμπαραστάτη και όχι του συναγωνιστή και συνοδοιπόρου. Τούτη υπήρξε μια από τις μεγάλες αδυναμίες της απεργίας, που εν κατακλείδι είναι αδυναμία του εργατικού κινήματος στο σύνολό του. Οτι, δηλαδή δεν έχει μπορέσει να αναπτυχθεί, στο βαθμό που απαιτούν οι ανάγκες των καιρών, η ταξική αλληλεγγύη και η ατσαλένια ενότητα όλων των κομματιών των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο και την πολιτική που εξαθλιώνει. Η κατάσταση αυτή δίνει περιθώρια εμφάνισης ομάδων «απολιτίκ» με έντονα στοιχεία ατομισμού. Εξ ου και το γεγονός ότι στην πιο κρίσιμη φάση, αρκετές καταλήψεις χάθηκαν επειδή έκανε εμφανή την παρουσία της η «σιωπηλή πλειοψηφία», που όντας βουτηγμένη στον ατομισμό και την καριερίστικη νοοτροπία, άγεται και φέρεται από εκκολαπτόμενους σαλτιμπάγκους της αστικής πολιτικής, όπως είναι οι δυνάμεις των αστικών κομμάτων εξουσίας μέσα στη νεολαία, που ζητούσαν «ανοιχτά Πανεπιστήμια», ενώ χάνονται ανθρώπινες ζωές και καταρρακώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το «χεράκι» τους για να μη δοθεί «ανάσα» και «πνοή» στο φοιτητικό κίνημα έβαλε και η φοιτητική παράταξη του Περισσού (ΜΑΣ). Που ξεκίνησε να προτείνει διήμερες καταλήψεις και ανοιχτές σχολές μεσοβδόμαδα ώστε να «πραγματοποιηθούν οι εγγραφές των πρωτοετών» και ν’ αρχίσει έτσι να ξηλώνεται το πουλόβερ της πίεσης προς την κυβέρνηση και στο τέλος έφθασε να πανηγυρίζει που έσπασε η απεργία στο ΕΜΠ, δηλώνοντας ότι οι εργαζόμενοι του ΕΜΠ «μπαίνουν στην δουλειά με ψηλά το κεφάλι έχοντας κατοχυρώσει μέσα απ’ αυτόν τον αγώνα ότι δεν θα γίνει καμία απόλυση και καμία δίωξη, κύριο αίτημα που έβαζαν απ’ την αρχή οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και του ΜΑΣ»!
Τα σχόλια περιττεύουν, όχι μόνο γιατί έτσι «κρεμάστηκε» η απεργία του ΕΚΠΑ, αλλά και γιατί δεν υπήρξε πραγματικά καμιά γραπτή κατοχύρωση και εγγύηση από την πλευρά της κυβέρνησης ότι δε θα γίνει καμιά απόλυση. Τα στοιχεία που αναφέρουμε εισαγωγικά σε αυτό το άρθρο επιβεβαιώνουν τούτη τη δυσάρεστη αλήθεια.