Τα ευρωπαϊκά stress test των τραπεζών, που αποφασίστηκαν στην τελευταία σύνοδο κορυφής της ΕΕ, ειρωνεύεται η Morgan Stanley, σε αναφορά της που είδε το φως της δημοσιότητας. Τα stress test –γράφει– θα ελέγξουν την αντοχή των τραπεζών με προσομοιώσεις ακραίων συνθηκών, όπως είναι η επισφάλεια των δανείων που έχουν χορηγήσει και οι πιθανές ζημιές που θα εγγράψουν, δεν θα ελέγξουν όμως την αντοχή τους σε περίπτωση που κάποια από τις περιφερειακές χώρες, με πρώτη την Ελλάδα, προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους (ελεγχόμενη χρεοκοπία).
Η Morgan Stanley επικαλείται «αρμόδιες πηγές» στις Βρυξέλλες, από τις οποίες πληροφορήθηκε ότι τα stress test των τραπεζών δεν θα περιλαμβάνουν σενάρια για ενδεχόμενους κινδύνους από κρατικά χρεόγραφα, διότι το «πακέτο» των 110 δισ. ευρώ που αποφασίστηκε για την Ελλάδα και το «πακέτο» των 750 δισ. ευρώ για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης εξαλείφουν αυτόν τον κίνδυνο.
Η αμερικάνικη τράπεζα υποστηρίζει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους μεγάλης αξίας κρατικά ομόλογα των πιο αδύναμων οικονομιών επηρεάζονται από την πτώση της αξίας αυτών των ομολόγων. Παραθέτει, μάλιστα σχετικό πίνακα, σύμφωνα με τον οποίο οι ελληνικές τράπεζες είναι υπερεκτεθειμένες σε ελληνικά ομόλογα (η Εθνική κατέχει ομόλογα που φτάνουν το 327% των βασικών της κεφαλαίων, ενώ για Eurobank και Alpha τα ποσοστά φτάνουν το 207% και το 94%, αντίστοιχα), ενώ γερμανική τράπεζα έχει τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα που φτάνουν το 62% των βασικών της κεφαλαίων και μεγάλη γαλλική τράπεζα έχει τοποθετήσεις στην Ελλάδα που φτάνουν το 124% των βασικών της κεφαλαίων.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακρίβεια των στοιχείων που παραθέτει η Morgan Stanley, είμαστε όμως σίγουροι για δυο πράγματα. Πρώτο, ότι το «πακέτο» που δόθηκε στην Ελλάδα και αυτό που αποφασίστηκε για άλλες υπό χρεοκοπία χώρες της ευρωζώνης δεν είναι παρά «πακέτα» προστασίας των ευρωπαϊκών τραπεζικών μονοπωλίων, που θα κληθούν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι με σκληρή λιτότητα και εργασιακό μεσαίωνα. Δεύτερο, ότι αναλύσεις σαν αυτή της Morgan Stanley υπηρετούν τον ανταγωνισμό του αμερικάνικου χρηματιστικού κεφάλαιου, που εξακολουθεί να πιέζει το ευρωπαϊκό, σε επίπεδο τραπεζών και κρατικών ομολόγων.