Η περασμένη Τρίτη ήταν μια ακόμα «μαύρη μέρα» για το ελληνικό χρηματιστήριο. Για την ακρίβεια, ήταν η πέμπτη συνεχής μέρα πτώσης, στο τέλος της οποίας ο γενικός δείκτης έπεσε κάτω από τις 600 μονάδες (σκεφτείτε ότι πριν από μια δεκαετία οι 800 μονάδες θεωρούνταν «ψυχολογικό όριο»). Στη διάρκεια αυτού του «μαύρου» πενθήμερου, ο τραπεζικός δείκτης έχασε 21,51% και καθηλώθηκε στο ιστορικό χαμηλό των 409 μονάδων. Η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έπεσε κάτω από τα 4 δισ. ευρώ, όταν στις αρχές του 2015 ήταν 16,5 δισ. ευρώ.
Το χρηματιστήριο είναι τζόγος, θα μας πείτε. Βεβαίως τζόγος, όμως ταυτόχρονα αντανακλά τις προοπτικές μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Το τζογάρισμα γίνεται πάνω στις θετικές ή τις αρνητικές προοπτικές. Οι προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού είναι προφανώς αρνητικές, γι' αυτό και το τζογάρισμα είναι πτωτικό. Μα πώς μπορεί να είναι αρνητικές οι προοπτικές μιας οικονομίας που βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, μετά από πολλά χρόνια συνεχούς κρίσης; Οταν μετά από τόσα χρόνια κρίσης η ανάπτυξη κινείται ασθμαίνουσα για να πιάσει τα επίπεδα του 2%-2,5%, σημαίνει πως δεν υπάρχουν «καύσιμα» για να κερδηθεί το χαμένο στα χρόνια της κρίσης έδαφος. Οταν αυτή η ασθμαίνουσα οικονομία έχει υποχρεωθεί να παράγει σε επίπεδο κρατικής οικονομικής διαχείρισης «πρωτογενή πλεονάσματα» ύψους 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια (μέχρι και το 2022), δεν μπορεί να έχει θετικές προοπτικές.
Αυτό προεξοφλούν όχι μόνο οι σπεκουλάντες του χρηματιστήριου, αλλά και εκείνοι που διαχειρίζονται τα κεφάλαια της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας, τα κάθε είδους funds, οι περιβόητες «αγορές». Οι οποίες, τούτες τις μέρες που η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να καλλιεργήσει ένα κλίμα γενικής ευωχίας, όχι μόνο κράτησαν σε απαγορευτικά για δανεισμό τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, αλλά τα έφτασαν στα επίπεδα που ήταν στις αρχές του 2010, όταν διαπιστώθηκε αδυναμία δανεισμού από τις «αγορές» και άρχισε ο κύκλος των δανειακών συμβάσεων, των «προγραμμάτων» που τις συνόδευαν και των Μνημονίων που αποτύπωναν τις απαιτήσεις αυτών των «προγραμμάτων».
Αγγιξε το 4,7% το επιτόκιο του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου, καθιστώντας απαγορευτική κάθε σκέψη για «έξοδο στις αγορές». Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβερνητική προπαγάνδα, που μέχρι τις αρχές του φθινόπωρου παρουσίαζε την «έξοδο στις αγορές» σαν το ιερό δισκοπότηρο που αναζητά το έθνος για να αναγεννηθεί, έχει βγάλει εντελώς αυτό το θέμα από την ατζέντα της. Προς το παρόν, οι δανειακές ανάγκες καλύπτονται από το «μαξιλάρι ρευστότητας» των περίπου 28 δισ. ευρώ, χωρίς κανείς να γνωρίζει προσώρας σε ποιο βαθμό αυτό καταναλώθηκε. Είχαν πει ότι φτάνει για δυο χρόνια αλλά είναι βέβαιο ότι το χρονικό διάστημα είναι πολύ μικρότερο. Το πιθανότερο είναι ότι η θητεία αυτής της κυβέρνησης (αν υποθέσουμε ότι θα φτάσει στο ακρότατο χρονικό όριό της) θα ολοκληρωθεί χωρίς «έξοδο» στις αγορές, γιατί τα επιτόκια δύσκολα θα αποκλιμακωθούν σε μια προεκλογική περίοδο που θα χαρακτηρίζεται από παροχολογία (στα λόγια φυσικά). Επομένως, η επόμενη κυβέρνηση θα βρει το «μαξιλάρι» με το μισό του περιεχόμενο κι αν οι «αγορές» εξακολουθήσουν να είναι «νευρικές», μπορεί το «μαξιλάρι» να αδειάσει και να χρειαστεί νέος δανεισμός από τον ESM, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αν μάλιστα δε λειτουργήσει στην πράξη το νέο σχέδιο για τα «κόκκινα δάνεια», που επεξεργάστηκε ο Στουρνάρας, είναι πιθανό οι τράπεζες να χρειαστούν νέα κεφαλαιακή ένεση, το «μαξιλάρι» θα τελειώσει πολύ πιο γρήγορα και οι «αγορές» θ' αρχίσουν να χορεύουν στο ρυθμό του άσματος «έλα στο θείο». Σε κάθε περίπτωση, προτού χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θα έχει τελειώσει η προστασία της πρώτης κατοικίας (31.12.2018) και θα έχουν επιταχυνθεί οι πλειστηριασμοί ακινήτων ακόμα και μικρής αξίας.
Αλλά και να μην υπάρξει το «κακό» σενάριο, τίποτα επί της ουσίας δεν πρόκειται ν' αλλάξει. Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι καταδικασμένος στον μαρασμό, γιατί ένα 15%-20% του ΑΕΠ του πηγαίνει κάθε χρόνο για τοκοχρεολύσια δανείων. Δεν υπάρχει λοιπόν δυνατότητα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Γι' αυτό φτάνουν στο σημείο να βαφτίζουν «επεκτατική πολιτική» το «πακέτο Τσίπρα» των 900 εκατ. ευρώ, με φιλανθρωπικά βοηθήματα κυρίως.