Δίκαιη λαϊκή οργή και διαμαρτυρία, από τη μια, πολιτική σπέκουλα και τζάμπα επίδειξη ευαισθησίας, από την άλλη. Αυτή ήταν η ευτυχής συγκυρία που οδήγησε στην αποφυλάκιση της βολιώτισσας καθαρίστριας, μετά από παραμονή ενός περίπου μήνα στη φυλακή. Ηταν μια δικαστική απόφαση που δεν μπορούσε να σταθεί με τίποτα. Η γυναίκα είχε δουλέψει όλα αυτά τα χρόνια, δεν καθόταν σ' ένα γραφείο, ούτε εισέπραττε μισθό από το δημόσιο χωρίς να εργάζεται, όπως ο καναλάρχης Φλαούνας.
Οι παλιοί αναγνώστες της «Κόντρας» θυμούνται αυτή την ιστορία, η οποία αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον υπό το φως του ασύλληπτου διωγμού της καθαρίστριας του Βόλου. Εμείς αποκαλύψαμε αυτή τη λαμογιά, στην οποία συνέπραξαν υπουργοί διαδοχικών κυβερνήσεων. Αξίζει να θυμίσουμε περιληπτικά τα γεγονότα.
Δημοσιογράφος της «Αυριανής», ονόματι Νικόλαος Φλαούνας, εμφανιζόταν ως υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας και εισέπραττε κανονικότατα μισθό, χωρίς να έχει εμφανιστεί ούτε μια μέρα στην υπηρεσία. Κάποια στιγμή, μάλιστα, έγινε καναλάρχης στην Καλαμάτα, αλλά ο μισθός έμπαινε κανονικότατα στο λογαριασμό του. Οταν αποκαλύψαμε το σκάνδαλο, ο Φλαούνας εμφανίστηκε στο κανάλι του και δήλωσε «ουδέποτε ήμουν δημόσιος υπάλληλος». Δυο μέρες μετά… υπέβαλε παραίτηση από τη θέση του υπαλλήλου του υπουργείου Γεωργίας, με φαξ! Καταβλήθηκαν προσπάθειες να κουκουλωθεί η υπόθεση, όμως η δική μας επιμονή δεν τους άφησε περιθώρια. Ετσι, τον Απρίλη του 2010, το Ε’ Τμήμα του Νομικού Συμβούλιου του Κράτους, με ομόφωνη απόφασή του και κάνοντας αναφορά στα δημοσιεύματα της «Κόντρας», επιβεβαίωσε ότι ο Φλαούνας διέπραττε απάτη, εισπράττοντας μισθό ως δημόσιος υπάλληλος, χωρίς να έχει παρουσιαστεί και να έχει αναλάβει υπηρεσία.
Η αποκάλυψη έγινε επί υπουργίας Κατερίνας Μπατζελή. Είχε προηγηθεί πλειάδα υπουργών, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, που έκαναν τα στραβά μάτια στο σκάνδαλο: Στ. Τζουμάκας, Γ. Ανωμερίτης, Ευ. Μπασιάκος, Αλ. Κοντός, Σ. Τσιτουρίδης, Σ. Χατζηγάκης. Μετά την Μπατζελή ακολούθησαν άλλοι, που έβαζαν την εκκαθάριση του σκανδάλου στο ράφι, αρνούμενοι κι αυτοί να κάνουν δεκτή τη Γνωμοδότηση του ΝΣΚ: Κ. Σκανδαλίδης και Ι. Τσαυτάρης. Η υπόθεση άρχισε να διερευνάται δικαστικά στην Καλαμάτα, χωρίς μέχρι τότε οι αρμόδιοι υπουργοί να έχουν κάνει αποδεκτή τη Γνωμοδότηση του ΝΣΚ και να έχουν κινήσει τις διαδικασίες που αυτή υποδείκνυε (διοικητικά και ποινικά). Μόλις το 2014, ο τότε υπουργός Γ. Καρασμάνης έκανε δεκτή τη Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, που προέβλεπε καταλογισμό των χρημάτων που είχε «βουτήξει» ο Φλαούνας, διενέργεια ΕΔΕ (από αυτή προέκυψαν διώξεις κατά υπαλλήλων) και παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα.
Χρειάστηκε έτσι να περάσουν εφτά χρόνια για να καθήσει στο εδώλιο ο Φλαούνας, κατηγορούμενος για απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Πρωτοδίκως καταδικάστηκε σε κάθειρξη δώδεκα ετών, με την έφεσή του να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Χαρακτηρίσαμε την απόφαση «χάδι», γιατί η ποινή που αντιμετώπιζε έφτανε μέχρι τα ισόβια, δεδομένου ότι του καταλογίστηκε ποσό 235.000 ευρώ, αφού από το 1989 μέχρι το 2009, εμφανιζόταν ως υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν δημοσιογράφος της «Αυριανής» και μετέπειτα ιδιοκτήτης τηλεοπτικού σταθμού στην Καλαμάτα!
Οταν, όμως, έφτασε η ώρα της δίκης σε δεύτερο βαθμό, ο Φλαούνας αθωώθηκε με ψήφους 3 προς 2! Δεν κατέθεσε στο δικαστήριο ούτε ένα στοιχείο που να αμφισβητεί την κατηγορία, εκτός από τη μαρτυρία του πρώην υπουργού Στέφανου Τζουμάκα (συριζαίου σήμερα, για να μην ξεχνιόμαστε), ο οποίος κατέθεσε ότι ο Φλαούνας απασχολούνταν στο γραφείο του ως δημοσιογράφος! Πώς απασχολούνταν; Με προφορική εντολή! Λες και τα υπουργεία είναι μπακάλικα το αφεντικό λέει στους υπαλλήλους, «εσύ στις ρέγκες κι εσύ στα όσπρια». Ολοι οι διορισμοί και οι μετακινήσεις υπαλλήλων προς τα γραφεία των υπουργών γίνονται με υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες δημοσιεύονται στο ΦΕΚ (τεύχος ΥΟΔΔ). Ο συντάκτης της «Κόντρας» Γεράσιμος Λιόντος, που είχε αποκαλύψει το σκάνδαλο, κατέθεσε στο δικαστήριο όλα τα ΦΕΚ με τις σχετικές αποφάσεις του ίδιου του Τζουμάκα για τη στελέχωση του γραφείου του. Μόνο για τον Φλαούνα δεν υπήρχε τίποτα! Παρά ταύτα, η πλειοψηφία του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων τον αθώωσε.
Δεν έχουμε δει το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης, είναι όμως χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο η αστική Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει τους ανθρώπους. Συγκρίνοντας αυτές τις δύο υποθέσεις (αλλά και έχοντας κατά νου άφθονες αντίστοιχες συγκρίσεις), θυμάται κανείς τη φράση του αρχιεπίσκοπου Ρομέρο, που δολοφονήθηκε το 1980 στο Σαν Σαλβαδόρ από τα τάγματα θανάτου της στρατιωτικής χούντας: «Η δικαιοσύνη είναι σαν τα φίδια: δαγκώνει μόνο τους ξυπόλητους».
Ο αντίλογος ήρθε από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και αναπαρήχθη σε άπειρες εκδοχές από τα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια και τους σχολιογράφους των αστικών ΜΜΕ, που έσπευσαν να υψώσουν ασπίδα προστασίας μπροστά στους δικαστές που έστειλαν στη φυλακή μια χαμηλόμισθη εργάτρια, η οποία παραποίησε το απολυτήριο του Δημοτικού, ενώ είχε βγάλει μόνο την Ε' τάξη: «Οι δικαστές είχαν δεμένα τα χέρια τους από το νομικό πλαίσιο, δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά».
Δεν είναι καθόλου έτσι, αντιτείνει ο δικηγόρος Κώστας Παπαδάκης, σ' ένα εκτενές άρθρο του. Απαντώντας στην Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ), σημειώνει ότι «δεν ευθύνεται ο -αυστηρότατος αναμφισβήτητα– ν. 1608/1950», αλλά «η –εντός του οίκου της ΕΔΕ- επικίνδυνα αυξανόμενη τάση της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων τα τελευταία χρόνια, να μετατρέπουν την απάτη από στιγμιαίο αδίκημα σε διαρκές και μάλιστα ως τελούμενο δια παραλείψεως κατ’ εξακολούθηση, καθημερινά, από την αρχική απατηλή εκδήλωση μέχρι την ημέρα της αποκάλυψης της απάτης. Και ακόμα να παραβλέπουν το εάν η απάτη προκάλεσε παράνομη περιουσιακή ζημία στο Δημόσιο ή όχι».
«Στην περίπτωση της καθαρίστριας, είχαν συμπληρωθεί τα χρονικά όρια της παραγραφής όχι μόνο του πλημμελήματος αλλά και του κακουργήματος στα 16 χρόνια που πέρασαν από το 1999, όταν κατόρθωσε με την χρήση του νοθευμένου απολυτήριου να προσληφθεί μέχρι το 2015 που αποκαλύφθηκε η απάτη», σημειώνει ο Κ. Παπαδάκης και τονίζει ότι «η παραμορφωτική και διαστρεβλωτική αυτή για το ποινικό δίκαιο άποψη (σ.σ. την οποία υιοθέτησε το δικαστήριο του Βόλου) ουσιαστικά πολλαπλασιάζει το αδίκημα της απάτης καθώς δίπλα στο βασικό αδίκημα που τελέστηκε άπαξ διαμορφώνει ένα δεύτερο αδίκημα που δεν τελειώνει ποτέ παρά μόνο αν αποκαλυφθεί είτε από τον ίδιο τον δράστη είτε από τον παθόντα ή τρίτον. Και ανοίγει το δρόμο για τη μετατροπή όλων των αδικημάτων σε διαρκή, την κατάργηση της παραγραφής και την δια βίου ποινικοποίηση παρελθουσών εγκληματικών συμπεριφορών και βέβαια την παρεπόμενη ολοκληρωτική εξάρτηση του δράστη από τη δικαστική εξουσία, ποινική και αστική».
«Η νομολογία των δικαστηρίων», επισημαίνει ο Παπαδάκης, θεωρεί ότι αυτό το «διαρκές» αδίκημα τελείται «διά παραλείψεως». «Ουσιαστικά δηλαδή ο δράστης δεν τιμωρείται για το αδίκημα που διέπραξε αλλά για το ότι δεν κατήγγειλε τον εαυτό του και δεν αναίρεσε το αδίκημα που διέπραξε». Τέλος, έχει σημασία μια ακόμα επισήμανση του Κ. Παπαδάκη: «εκείνο το οποίο επίσης παραβλέπει η νομολογία των Δικαστηρίων στις περισσότερες περιπτώσεις είναι το αν από την απάτη αυτή υπέστη πράγματι περιουσιακή ζημιά το Δημόσιο δηλαδή αν τα χρήματα τα οποία κατέβαλε σε μισθούς σε εκείνον/η που προσλήφθηκε χάρη στην απάτη είναι ή όχι περισσότερα από εκείνα τα οποία θα κατέβαλε σε έναν άλλον εργαζόμενο με τα ίδια (κατά την πραγματικότητα και όχι κατά το οποιοδήποτε πλαστό πτυχίο προσόντα με εκείνο που προσλήφθηκε) ως αντάλλαγμα της εργασίας του γιατί στην περίπτωση που η κρίση είναι αρνητική τότε πράγματι δεν υφίσταται περιουσιακή ζημιά για το Δημόσιο».
Με βάση την τελευταία επισήμανση, συγκρίνετε της περιπτώσεις της καταδικασθείσας καθαρίστριας και του αθωωθέντα καναλάρχη και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.