«Στήνει η αστυνομία υποθέσεις και κατασκευάζει ενόχους;», αναρωτιόταν ιστοσελίδα με περιεχόμενο κυρίως αστυνομικό ρεπορτάζ (www.bloko.gr), αναδημοσιεύοντας το τελευταίο ρεπορτάζ της «Κόντρας» από τη δίκη του Τάσου Θεοφίλου. Οχι μόνο στήνει υποθέσεις η Αστυνομία (ας θυμηθεί κανείς μόνο τα περιστατικά που απαθανατίστηκαν από φωτογραφικούς φακούς και κάμερες τα τελευταία χρόνια, αποκαλύπτοντας σκευωρίες εναντίον διαδηλωτών που συνελήφθησαν «στο σωρό»), αλλά το θέμα έχει συζητηθεί και στο ελληνικό κοινοβούλιο, χωρίς όμως να παρθούν κάποιες αποφάσεις που θα εμπόδιζαν το στήσιμο υποθέσεων και την κατασκευή ενόχων.
Οπως αναλυτικά έχει περιγραφεί στα ρεπορτάζ της εφημερίδας μας, στην εξελισσόμενη δίκη του αποδείχτηκε με αδιάσειστα στοιχεία, ότι ο Τ. Θεοφίλου δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση της ληστείας και της ανθρωποκτονίας στην Πάρο και ότι δεν υπήρξε μέλος της ΣΠΦ. Είναι θύμα των σκευωρών της Αντιτρομοκρατικής που στήνει υποθέσεις και κατασκευάζει ενόχους. Τη χαριστική βολή στο κατηγορητήριο έδωσαν το στέλεχος της Αντιτρομοκρατικής Ε. Χαρδαλιάς, που υπήρξε ο βασικός εμπνευστής της ενοχοποίησης, και ο εφέτης Μ. Χατζηαθανασίου, που προεδρεύει του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που δικάζει τον Θεοφίλου. Ο πρώτος, απαντώντας σε βασανιστικές ερωτήσεις του συνηγόρου Σπ. Φυτράκη, παραδέχτηκε ότι «μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος στην ληστεία». Ο δεύτερος, κατά την εξέταση μάρτυρα ειδικής επιστήμονα από τη συνήγορο Α. Παπαρρούσου, πάνω στο ζήτημα του DNA του Θεοφίλου, που υποτίθεται ότι ανιχνεύτηκε σε καπέλο, το οποίο υποτίθεται ότι έπεσε από έναν από τους δράστες της ληστείας, παρενέβη και συνόψισε την ουσία στη φράση: «Είναι ενδεχόμενο να μην το έχει φορέσει (σ.σ. το καπέλο ο Θεοφίλου), το καταλάβαμε».
Είμαστε σίγουροι ότι ο προεδρεύων εφέτης δεν έπεσε από τα σύννεφα, όταν διαπίστωσε ότι η Αντιτρομοκρατική του έστειλε να δικάσει και να καταδικάσει έναν άνθρωπο που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση της Πάρου και με τη ΣΠΦ. Δεν έπεσε από τα σύννεφα, πρώτο γιατί διαπίστωσε ότι είχε να κάνει με ένα κακοφτιαγμένο και σαθρό κατηγορητήριο και δεύτερο γιατί στους δικαστικούς κύκλους είναι ευρέως γνωστό ότι η αστυνομία στήνει υποθέσεις και κατασκευάζει ενόχους.
Αυτό γίνεται εδώ και χρόνια, με τη μετατροπή της εξαίρεσης σε κανόνα. Σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 243, παρ. 2) δίνεται η δυνατότητα στην αστυνομία, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εκτελεί προανάκριση. Στην πράξη, όμως, αυτό έγινε ο κανόνας, με αποτέλεσμα η αστυνομία να οργιάζει και να κατασκευάζει δικογραφίες που ακολουθούν τον κατηγορούμενο μέχρι τον Αρειο Πάγο. Αυτή η πραγματικότητα ανάγκασε τους «πατέρες του έθνους» να ανοίξουν, πριν από χρόνια, σχετική συζήτηση στο «ναό της δημοκρατίας», στο αστικό κοινοβούλιο, με στόχο υποτίθεται να λάβουν μέτρα που θα σταματήσουν αυτό το αστυνομικό όργιο. Οπως ήταν επόμενο, όμως, οι «πατέρες του έθνους» περιορίστηκαν μόνο στις διαπιστώσεις, δεν πήραν κανένα μέτρο και έτσι το όργιο του στησίματος υποθέσεων και της κατασκευής ενόχων από την αστυνομία συνεχίζεται. Ως μόνο κέρδος απ’ αυτή την κοινοβουλευτική συζήτηση έμεινε η παραδοχή του αστυνομικού οργίου.
Η σχετική συζήτηση έγινε στη Βουλή το Μάη του 1996, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νόμου 2408/1996, που τροποποιούσε διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Ποινικού Κώδικα και εισήγαγε ο Ευάγγελος Βενιζέλος ως υπουργός Δικαιοσύνης.
Ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Κωνσταντινίδης, καθηγητής του Ποινικού Δικαίου, επεσήμανε:
«Με την ευκαιρία του άρθρου 105 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παραπέμπεται στο άρθρο 243 παρ. 2. Κάποτε θα πρέπει να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό. Να το ξεκαθαρίσουμε, κύριε υπουργέ. Ο κανόνας –επαναλαμβάνω– είναι ότι η προανάκριση διατάσσεται μόνο μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα. Κατ’ εξαίρεση, λέει ο νόμος, στα αυτόφωρα και στην περίπτωση που υπάρχει άμεσος κίνδυνος απώλειας αποδεικτικού στοιχείου, μπορεί να γίνει αστυνομική προανάκριση. Δυστυχώς, αυτή η εξαίρεση έχει γίνει στην πράξη ο κανόνας. Η συντριπτική πλειοψηφία των εγκλημάτων ανακρίνονται από αστυνομικούς, χωρίς παραγγελία και χωρίς εγγυήσεις από τον εισαγγελέα. Και δυστυχώς, ό,τι ειπωθεί στην αστυνομική προανάκριση ακολουθεί τον εκάστοτε κατηγορούμενο, όχι μόνο μέχρι το Εφετείο, αλλά και μέχρι τον ίδιο τον Αρειο Πάγο. Δεν μπορεί να αντισταθεί ο κατηγορούμενος, να αντικρούσει την κατηγορία, μετά τα όσα γράφονται στην αστυνομική προανάκριση. Αυτή είναι δυστυχώς η πρακτική και αποτελεί ένα επικίνδυνο δρόμο στην απονομή της Δικαιοσύνης». «Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να καταργηθεί η αστυνομική προανάκριση, κύριε υπουργέ, στη δεύτερη περίπτωση και να μείνει μόνο στα αυτόφωρα αδικήματα», κατέληξε ο δεξιός βουλευτής (οι επισημάνσεις δικές μας).
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ε. Βενιζέλος άκουσε τις επισημάνσεις του Κ. Κωνσταντινίδη για την αστυνομική προανάκριση, αλλά περιορίστηκε στην έκφραση της κατ’ αρχήν συμφωνίας του μ’ αυτές. Πέραν αυτού τίποτα. Παραθέτουμε την τοποθέτησή του:
«Κατ’ αρχήν, ως προς την αστυνομική προανάκριση συμφωνώ επί της αρχής με τις παρατηρήσεις του κ. Κωνσταντινίδη. Θεωρώ τραγικό αυτό το θεσμό και επιτακτική την ανάγκη οριοθέτησής του» (η επισήμανση δική μας).
Ο Ε. Βενιζέλος έμεινε μόνο στην παραδοχή και δεν έκανε καμιά «οριοθέτηση» αυτού που ως νομικός χαρακτήρισε «τραγικό θεσμό», γιατί ως υπουργός έπρεπε να λειτουργήσει ως εκπρόσωπος του αστικού συστήματος εξουσίας, που θεωρεί απαραίτητο το αστυνομικό όργιο του στησίματος υποθέσεων και της κατασκευής ενόχων. Θύμα αυτού του οργίου είναι και ο Τάσος Θεοφίλου, όπως περίτρανα αποδείχτηκε από την ακροαματική διαδικασία. Οπως γράψαμε και στο τελευταίο ρεπορτάζ μας από τη δίκη του Τ. Θεοφίλου, το δικαστήριο έχει δύο επιλογές: ή να τον αθωώσει με το προσχηματικό «λόγω αμφιβολιών» ή να τον αθωώσει με ένα πανηγυρικό «διότι δεν απεδείχθη», που θ’ αποτελέσει κόλαφο για την Αντιτρομοκρατική και τον οργανωτή αυτής της σκευωρίας Ε. Χαρδαλιά.