Θα ξανάρθει η μέρα που η 15η Γενάρη θα γιορτάζεται ως μέρα του γερμανικού προλεταριάτου. Αυτή τη μέρα, το 1919, επήλθε η ήττα των επαναστατημένων εργατών του Βερολίνου, που σφραγίστηκε με τη δολοφονία των ηγετών του «Σπάρτακου» και του μόλις ιδρυθέντος (την 1η Γενάρη) Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ. Ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε στο κεφάλι και τάφηκε ως άγνωστος σε κοντινό νεκροταφείο. Η Λούξεμπουργκ βασανίστηκε και στο τέλος δέχτηκε δεκάδες σφαίρες τουφεκιών. Το νεκρό σώμα της πετάχτηκε σ’ ένα ποτάμι στο οποίο εξέβαλαν αποχετευτικοί αγωγοί.
Τους φοβούνταν ακόμα και νεκρούς. Ομως η φωνή της νεκρής Ρόζας είχε αποτυπωθεί ήδη στο τελευταίο φύλλο της «Κόκκινης Σημαίας» («Die Rote Fahne»), σ’ ένα εκπληκτικής ενάργειας και επαναστατικής αισιοδοξίας άρθρο, που υπό τον τίτλο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο» παραδεχόταν την ήττα της εργατικής εξέγερσης και κατέληγε με τα λόγια που έμειναν ανεξίτηλα γραμμένα με το αίμα της:
«“Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο“. Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη“ σας είναι χτισμένη στην άμμο. Η επανάσταση αύριο θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς. Εντρομοι θ’ ακούσετε το νικητήριο σάλπισμά της: Ημουν, Είμαι, Θα είμαι».
Υπάρχουν ιστορικά πρόσωπα των οποίων o ρόλος και οι πράξεις στιγματίζει τόσο πολύ τα γεγονότα μιας περιόδου που στις συνειδήσεις των ανθρώπων σχεδόν ταυτίζονται με αυτές. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναμφισβήτητα ανήκουν σε αυτού του είδους τις ιστορικές προσωπικότητες. Δεν μπορεί να μιλήσει κάποιος για το επαναστατικό κίνημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και να μην τους αναφέρει. Είναι άρρηκτα δεμένοι με την άνοδο όχι μόνο του γερμανικού αλλά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, δικηγόρος και γιος του παλιού σοσιαλιστή Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, εντάχθηκε από το 1900 στο ΣΚΓ (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), εκφράζοντας σταθερά το πιο αριστερό τμήμα του κόμματος. Υπήρξε πρόεδρος της Nεολαίας της Σοσιαλιστικής Διεθνούς το διάστημα 1907 με 1910. Το 1907 καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλακή για το βιβλίο του «Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός», το οποίο χαρακτηρίστηκε ανατρεπτικό και προδοτικό. Το 1908, όντας φυλακή, εξελέγη βουλευτής στο τοπικό κοινοβούλιο της Πρωσίας. Εγινε βουλευτής της γερμανικής Βουλής το 1912. Υπήρξε φανατικός πολέμιος του ιμπεριαλιστικού πολέμου και συγκρούστηκε σκληρά με την πλειοψηφία του κόμματος, που τηρούσε είτε θετική είτε ουδέτερη στάση απέναντι στον πόλεμο. Στις 2 Δεκέμβρη του 1912 ήταν ο μόνος μέσα στη γερμανική Βουλή που ψήφισε ενάντια στις επιπλέον πολεμικές πιστώσεις.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπήρξε μαρξίστρια από πολύ νέα και με πλούσιο θεωρητικό έργο. Πολεμούσε διαρκώς τα ρεβιζιονιστικά στοιχεία μέσα στο κόμμα και ζητούσε τη διαγραφή τους. Το 1899, με το έργο της «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» χτύπησε τις ρεφορμιστικές απόψεις του Μπερνστάιν και της δεξιάς πτέρυγας στο κόμμα. Η ζωή της υπήρξε πλούσια σε φυλακίσεις. Μόνο το διάστημα μεταξύ 1904 και 1906 καταδικάστηκε τρεις φορές. Ηταν και αυτή ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και δε δίστασε να κάνει πολεμική εναντίον του παρά τις διώξεις. Το Φλεβάρη του 1914 δικάστηκε με την κατηγορία ότι προκαλεί απειθαρχία στο στρατό με τις ομιλίες της σε συγκεντρώσεις. Ιστορική έχει μείνει η απολογία της σε αυτό το δικαστήριο, την οποία μετέτρεψε σε κατηγορητήριο ενάντια στον μιλιταρισμό και το σωβινισμό.
Την 1η Γενάρη του 1919 ιδρύθηκε από μέλη του Σπάρτακου (ομάδα επαναστατών σοσιαλιστών που είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας) και άλλων μικρότερων ομάδων κομμουνιστικής ανάφορας το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Η συνεισφορά των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ στην ίδρυση του κόμματος ήταν σημαντικότατη. Μάλιστα, ο Καρλ Λίμπκνεχτ είχε συλλάβει πρωτύτερα από όλους την ανάγκη ανέξαρτητοποιήσης της επαναστατικής πρωτοπορίας σε ξεχωριστο κόμμα, χώρια από τους δεξιούς οπορτουνιστές της σοσιαλδημοκρτίας, όπως ακριβώς είχαν κάνει οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία. Η δυναμική των γεγονότων έδωσε την κατάλληλη ώθηση ώστε να πειστούν και οι υπόλοιποι ηγέτες των σπαρτακιστών για τη σημασία ενός ανεξάρτητου επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης.
Η εξέγερση των ναυτών του Κιέλου στις 4 Νοέμβρη, εν μέσω πολέμου, άνοιξε το δρόμο για γενικευμένη εξέγερση και τη δημιουργία σοβιέτ. Χιλιάδες εργάτες εξοπλίστηκαν και κατέλαβαν τα εργοστάσια. Οι Σπαρτακιστές ήταν αυτοί που έδωσαν τον τόνο στην εξέγερση. Το παράδειγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης έδειχνε το δρόμο στο γερμανικό προλεταριάτο.
Ομως το γερμανικό προλεταριάτο δεν είχε ακόμα δημιουργήσει ένα επαναστατικό επιτελείο αντίστοιχο με αυτό των μπολσεβίκων και δεν μπόρεσε να αρπάξει τη ευκαιρία κατάληψης της εξουσίας. Στις 9 Νοέμβρη παραιτήθηκε ο Κάιζερ. Οι σοσιαλδημοκράτες ανέλαβαν να σώσουν την αστική τάξη από τις εξεγερμένες μάζες. Στις 9 Νοέμβρη ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Σάιντεμαν ανακήρυξε την Ελεύθερη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ενώ ο Καρλ Λίμπκνεχτ ανακήρυξε τη Γερμανία σε σοσιαλιστική δημοκρατία.
Η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας πήγε στις 15 Νοέμβρη σε συνάντηση με το μεγαλοβιομηχανικό κεφάλαιο και τα μονοπώλια και πίσω από τις πλάτες των εργατών έκλεισ μυστική συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ταυτόχρονα, ήρθε σε επικοινωνία με αντιδραστικούς στρατιωτικούς και παραστρατιωτικούς κύκλους.
Το συνέδριο των σοβιέτ που έγινε στις 16 με 21 του Δεκέμβρη ουσιαστικά επικύρωσε την εξουσία της αστικής τάξης, στο όνομα της… εργατικής εξέγερσης. Στο συνέδριο έλαβαν μέρος 288 δεξιοί σοσιαλδημοκράτες και 87 από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, οπορτουνιστικό κεντριστικό κομμάτι που στεκόταν «ανάμεσα» στους δεξιούς και τους Σπαρτακιστές, με κυρίαρχη μορφή τον Καρλ Κάουτσκι. Στις γραμμές του δρούσαν πολλά τίμια εργατικά στοιχεία που δεν είχαν ακόμα καταλάβει τον προδοτικό ρόλο των κεντριστών. Ενα τέτοιο εργατικό στέλεχος ήταν ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΓ Ερνστ Τέλμαν). Επίσης, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από τα διάφορα αστικά κόμματα και μόλις 10 Σπαρτακιστές.
Οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ δεν είχαν εντολή συμμετοχής στο συνέδριο. Επίσης, σοβιετική αντιπροσωπεία που είχε έρθει για να πάρει μέρος στο συνέδριο δεν έγινε δεκτή. Η σοσιαλδημοκρατία ξεγέλασε την πλειοψηφία της εργατικής τάξης με ψευτο-επαναστατικά λόγια και στην ουσία λειτούργησε ως υπηρέτης των αστικών συμφερόντων και της αντεπανάστασης.
Οι κυβερνητικές προσπάθειες αφοπλισμού του εξεγερμένου λαού, σε συνδυασμό με τον εξοπλισμό αντεπαναστατικών ομάδων και τη γενικότερη αντιδραστική φιλοκαπιταλιστική πολιτική, αύξησαν τη δυσαράσκεια του λαού και οδηγούσαν σε συγκρούσεις. Το αποκορύφωμα ήρθε στις 4 Γενάρη του 1919 (στο μεταξύ είχε ίδρυθει το ΚΚΓ), όταν η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών έδιωξε από τη θέση του διευθυντή της αστυνομίας του Βερολίνου τον ανεξάρτητο σοσιαλδημοκράτη Εμίλ Αϊχορν, ο οποίος είχε τη γενική εκτίμηση και εμπιστοσυνη των εργατικών μαζών. Αντικαταστάτης του ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Ερνστ.
Η πράξη αυτή εξόργισε το προλεταριάτο το οποίο είδε πλέον καθαρά τις κατασταλτικές προθέσεις της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης και της αστικής τάξης. Το βράδυ της ίδιας μέρας, ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστες που συμμετείχαν στο συνέδριο των σοβιέτ αποφάσισαν να καλέσουν από κοινού το λαό σε διαδήλωση την επόμενη μέρα με στόχο την ανατροπή της απόλυσης του Αϊχορν. Στις 5 Γενάρη έγινε μεγάλη διαδήλωση στο Βερολίνο και στις 6 Γενάρη ξέσπασε στο Βερολίνο γενική απεργία με τεράστια συμμετοχή.
Τις επόμενες ημέρες, οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν σταθμούς και τυπογραφεία, ταυτόχρονα όμως εξοπλιζόταν και η αντεπανάσταση. Στις, 11 Γενάρη ξέσπασαν ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε στρατό και επαναστάτες. Η ηγεσία των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών, η οποία στην πραγματικότητα σύρθηκε στη γενική απεργία κάτω από την πίεση των εργατών, αναδιπλώθηκε και σάλπισε υποχώρηση. Στις 13 Γενάρη κήρυξε τη λήξη της απεργίας.
Να σημειώσουμε εδώ πως το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν αυτό που ασκούσε την κυρίαρχη επιρροή στους εργάτες, με τεράστια διαφορά από το νεοϊδρυμένο ΚΚΓ το οποίο είχε εκείνες τις μέρες στο Βερολίνο μόλις περίπου 300 μέλη.
Το ΚΚΓ αποφασισε να περάσουν στην παρανομία ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ για να γλιτώσουν από την οργή της αντεπανάστασης. Ομως αυτό δε στέφθηκε με επιτυχία. Στις 15 Γενάρη του 1919, οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στα δυτικά πρόαστια του Βερολίνου, από μια ομάδα στρατιωτών με επικεφαλής τον υπολοχαγό Λίντερ.
Μεταφέρθηκαν στο ξενοδοχείο «Εντεν», όπου βρισκόταν το αρχηγείο του τάγματος της φρουράς του ιππικού. Εκεί κακοποιήθηκαν και μετά φορτώθηκαν σε αυτοκίνητα, με σκοπό, υποτίθεται, τη μεταφορά τους στις φυλακές Μόαμπιτ. Η δολοφονία τους όμως είχε αποφασιστεί προ πολλού. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε πισώπλατα και μετά οι δολοφόνοι του υποστήριξαν ψευδώς, ότι είχε προσπαθήσει να διαφύγει. Της Ρόζα Λούξεμπουργκ της έσπασαν το κρανίο με τον υποκόπανο ενός τουφεκιού. Το νεκρό σώμα της πετάχτηκε από γέφυρα στο κανάλι Λάνβεχρ. Η σορός της ξεβράστηκε τον Μαη του 1919.
Οι κηδείες του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ, που έγιναν στις 25 Γεναρη και στις 13 Ιούνη του 1919, αντίστοιχα, μετατράπηκαν σε λαϊκές διαδηλώσεις από τους χιλιάδες εργάτες και το λαό που πήραν μέρος, τιμώντας έτσι δύο από τους πιο λαμπρούς επαναστάτες και ηγέτες, όχι μόνο του γερμανικού αλλά του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Η κυβέρνηση αρνήθηκε τη σύσταση έκτακτου δικαστηρίου, με το πρόσχημα ότι αυτό θα ήταν… «αδικαιολόγητη ανάμειξη» σε υποθέσεις της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Συστάθηκε έτσι ένα δικαστήριο από το τάγμα των στρατιωτών που πήραν μέρος στις δολοφονίες. Ο καθένας καταλαβαίνει την «αμεροληψία» ενός τέτοιου δικαστικού σώματος. Οι δολοφόνοι αθώωθηκαν, πλην δύο αξιωματικών που καταδικάστηκαν για «απόπειρα ανθρωποκτονίας» σε χαμηλές ποινές φυλάκισης. Λίγες μέρες μετά… «απέδρασαν».
Η αστική τάξη πέτυχε ένα ισχυρό χτύπημα στο νεοσυσταθέν ΚΚΓ, αλλά και στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, δολοφονώντας δύο από τους μεγαλύτερους ηγέτες του. Χαρισματικοί οργανωτές, με θεωρητικό έργο και πάντα αταλάντευτοι επαναστάτες στο πλευρό της εργατικής τάξης. Η δολοφονία τους και τα γεγονότα εκείνων των ημερών λειτούργησαν ως το μεγαλύτερο σχολείο για την παραπέρα «μπολσεβικοποιήση» του ΚΚΓ, το οποίο σταδιακά πήρε με το μέρος του την πρωτοπορία του γερμανικού προλεταριάτου.