Η υπερψήφιση της αγωνιστικής πρότασης των οδηγών της ΕΘΕΛ, στη συνέλευση της Δευτέρας 31/1, «ξεβόλεψε» τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του κλάδου, θορύβησε την κυβέρνηση και αύξησε τις πιθανότητες να νικήσει ο αγώνας, ξεφεύγοντας από τα συνδικαλιστικά όρια και την νομιμότητα. Οπως είχαμε προβλέψει, οι γραφειοκράτες επικέντρωσαν την προσπάθειά τους, στο να ξαναπάρουν τον έλεγχο της κατάστασης. Εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη συνδικαλιστικής εμπειρίας των οδηγών και την αδύναμη οργανωτική τους συγκρότηση, άλλαξαν την τακτική τους και χρησιμοποιώντας «αγωνιστική» φρασεολογία, κατάφεραν να πετύχουν το στόχο τους και να κερδίσουν τη συνέλευση της Δευτέρας 7/2. Ας δούμε όμως τι διαδραματίστηκε στη συνέλευση των οδηγών της ΕΘΕΛ.
Καταρχήν, ο κόσμος ήταν λιγότερος από τις δυο προηγούμενες συνελεύσεις (περίπου 1.000 οδηγοί), εξέλιξη που έδειξε ότι δεν είχε γίνει η απαραίτητη ζύμωση σε όλα τα αμαξοστάσια, ώστε η μεγάλη μάζα των οδηγών να δώσει το παρών στη συνέλευση και να διατρανώσει για μια ακόμη φορά τη θέλησή της να συνεχιστεί ο αγώνας για να μη περάσει το φασιστικό νομοσχέδιο του Ρέππα. Το δεύτερο σημείο που έδειξε ότι οι γραφειοκράτες αλλάζουν τακτική ήταν ότι δεν υπήρχε «ενότητα» στις παρατάξεις του ΔΣ και κάθε μία είχε τη δική της πρόταση (η ΔΑΚΕ τελικά την απέσυρε και στήριξε την ΠΑΣΚΕ).
Ανοίγοντας τις εργασίες της συνέλευσης, ο Κουλουμπαρίτσης πρότεινε για πρόεδρο της συνέλευσης τον οδηγό που είχε αυτοπροταθεί στην προηγούμενη συνέλευση. Ηταν φανερό ότι η ΠΑΣΚΕ αποφάσισε να μην πολώσει τα πράγματα και ότι θα προσπαθούσε να «απορροφήσει» την αγανάκτηση της βάσης, παίζοντας το χαρτί της ενότητας. Την πρόταση του Κουλουμπαρίτση αποδέχτηκαν όλες οι παρατάξεις του ΔΣ, εκτός από τη ΔΑΣ (Περισσός), που πρότεινε δικό της υποψήφιο (στην ψηφοφορία που ακολούθησε πήρε 70-80 ψήφους). Ο Κουλουμπαρίτσης επιβεβαίωσε την τακτική των «ήπιων» τόνων και επιχείρησε μια επίθεση φιλίας προς τους οδηγούς. Προσπάθησε να πείσει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με τη βάση και τις αποφάσεις της, οι οποίες είναι σεβαστές από όλους, γιατί είναι αποφάσεις των εργαζομένων της ΕΘΕΛ, και δήλωσε ότι πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας. Η τακτική του επικεντρώθηκε στο να αποδείξει ότι διάφοροι «εξωτερικοί καθοδηγητές», αριστεριστές, υπερεπαναστάτες, σε συνεργασία με τον «τυχοδιώκτη» επικεφαλής της ΕΑΣ, Σταύρο Μανίκα, προσπάθησαν να αξιοποιήσουν το αποτέλεσμα της προηγούμενης συνέλευσης, για να αποπροσανατολίσουν τους οδηγούς από τον πραγματικό εχθρό που είναι το νομοσχέδιο και να υπονομεύσουν τον αγώνα, διασπώντας την ενότητα των εργαζομένων και οδηγώντας τη βάση εναντίον του ΔΣ. Ταυτόχρονα, εμμέσως πλην σαφώς, επιχείρησε ν’ ανοίξει θέμα με τη δήθεν πρόταση Ρέππα να πάρουν οι οδηγοί τα λεωφορεία και να δημιουργηθεί ένας φορέας αντίστοιχος με τον ΟΑΣΘ., χωρίς όμως να επιμείνει ιδιαίτερα.
Τη σκυτάλη πήρε ο εκπρόσωπος της ΔΑΚΕ, ο οποίος μίλησε γενικά και αόριστα για την ανάγκη να συνεχιστούν οι κινητοποιήσεις, χαρακτήρισε παγίδα την υποθετική πρόταση Ρέππα και κάλεσε τους οδηγούς να συσπειρωθούν γύρω από το ΔΣ, προκειμένου να δοθεί ένας συντεταγμένος αγώνας. Στο βήμα τον ακολούθησε ο εκπρόσωπος του Συνδέσμου Οδηγών, ο οποίος κατηγόρησε το προεδρείο για υπονόμευση των αποφάσεων της προηγούμενης συνέλευσης και δήλωσε ότι ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί και να γίνει πιο δυνατός.
Η ΔΑΣ για μια ακόμη φορά παρέμεινε σταθερή στη γραμμή υπονόμευσης. Ο Κιούσης (επικεφαλής της ΔΑΣ) δεν μίλησε στη συνέλευση, αφήνοντας και πάλι τον νεαρότερο συνδικαλιστή της παράταξής του να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, όμως αυτός όχι μόνο δεν είπε τίποτα επί της ουσίας, αλλά αντιθέτως «μπαχάλεψε» τη συνέλευση. Παίζοντας το παιχνίδι του Κουλουμπαρίτση, η ΔΑΣ κατηγόρησε τους «υπερεπαναστάτες» και τους «καθοδηγητές που έρχονται στη συνέλευση για να πουλήσουν αγώνα και να συκοφαντήσουν το ΔΣ»! Μοναδική εξαίρεση από τα μέλη του ΔΣ ο εκπρόσωπος της Ανεξάρτητης Παρέμβασης, Κασιμέρης, που τόνισε ότι θα πρέπει ο κλάδος με την κατάθεση του νομοσχέδιου να ετοιμάζεται για απεργία διάρκειας.
Από την πλευρά της «βάσης» έγινε καταρχήν λανθασμένη εκτίμηση για τη στάση της ΠΑΣΚΕ (πίστευαν ότι θα προσπαθήσει να πολώσει το κλίμα). Οι οδηγοί επέλεξαν να μην αναφερθούν στη στάση του ΔΣ, που δεν συμμετείχε στις δράσεις που αποφάσισε η συνέλευση, για να μην πυροδοτήσουν την ένταση και να συνεχίσουν την πραγματικά ενωτική τους στάση, καλώντας όλους τους οδηγούς να δηλώσουν ότι ο αγώνας θα συνεχιστεί μέχρι ο Ρέππας να πάρει πίσω το νομοσχέδιο και να συμμετέχουν μαζικά στις δράσεις που θα αποφασίσει η συνέλευση. Οπως αποδείχτηκε, η επιλογή τους να μην αναδείξουν το ρόλο του ΔΣ και να μην βάλουν θέμα κλιμάκωσης του αγώνα με την είσοδο του νομοσχέδιου στην ολομέλεια της βουλής, λειτούργησε υπέρ της ΠΑΣΚΕ, η οποία με τη βοήθεια της ΔΑΚΕ κατάφερε να «φτιάξει» ένα συναινετικό κλίμα και να πάρει τη συνέλευση.
Αν θέλουμε να κάνουμε μια ψύχραιμη αποτίμηση της συνέλευσης της Δευτέρας 7/2, το συμπέρασμα που θα καταλήξουμε είναι ότι ναι μεν χάθηκε μια μάχη και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κατάφερε να δώσει μια ανάσα στον Ρέππα, όμως την ίδια στιγμή «παγιώνεται» η πεποίθηση σε ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της βάσης, ότι ο αγώνας μπορεί να είναι νικηφόρος, αν περάσει στα χέρια των οδηγών και αυξηθεί η ένταση των μορφών πάλης. Ο Κουλουμπαρίτσης κατάφερε να μην υπάρχει συνέλευση την Δεύτερα 14/2, που όπως όλα δείχνουν θα είναι η παραμονή της εισόδου του νομοσχεδίου στην ολομέλεια της Βουλής, και να αποτρέψει μια απόφαση για απεργία διάρκειας, αναγκάστηκε όμως να κλείσει το θέμα του διαλόγου και της αναστολής των κινητοποιήσεων και να προτείνει 24ωρη απεργία τη μέρα που θα ξεκινήσει η συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής και νέα γενική συνέλευση την επόμενη μέρα.
Είναι λοιπόν καθήκον όλων όσων από τους οδηγούς πήραν την απόφαση και μπήκαν μπροστά για να δώσουν ώθηση και νικηφόρα προοπτική στον αγώνα, να μην απογοητευτούν από το αποτέλεσμα της συνέλευσης, αλλά να εντείνουν τις προσπάθειές τους, στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης του αγώνα.