Να ασχοληθεί κανείς με τα όσα λέει καθημερινά στα τηλεοπτικά παράθυρα ο Παναγιωτόπουλος (το πολιτικό του προφίλ φτιάχνει ο άνθρωπος) δεν είναι πρέπον. Εχουμε «μεγάλη ιδέα» για τους αναγνώστες της «Κ» και θεωρούμε ότι θα υποτιμούσαμε τη νοημοσύνη τους, αν ασχολιόμασταν με τις παπαριές του «Πανάρα». Εκείνο που θα κάνουμε, λοιπόν, είναι μια αποκρυπτογράφηση των βασικών σημείων του νομοσχέδιου που σε λίγες μέρες θα είναι νόμος του κράτους.
Το συμπέρασμα περιλαμβάνεται στον τίτλο αυτού του άρθρου. Στόχος αυτής της νομοθετικής ρύθμισης είναι να οδηγήσει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης σε νέα ύψη. Και όταν αυξάνεται η εκμετάλλευση, το αποτέλεσμα είναι να χειροτερεύει η θέση του εργαζόμενου, γενικά και ειδικά, και να αυξάνει η κερδοφορία του κεφάλαιου. Ιδού πως.
Υπήρχε μια εποχή που ακόμα και το ρεφορμιστικό συνδικαλιστικό κίνημα διατύπωνε το αίτημα: «Να απαγορευτούν οι υπερωρίες – Να ζούμε από το 8ωρο». Μολονότι από εκείνη την εποχή δεν μας χωρίζουν ούτε 20 χρόνια, το αίτημα έχει ξεχαστεί εντελώς. Σπρωγμένοι από τη λιτότητα και την καθήλωση των μισθών και μεροκάματων, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να κάνουν υπερωρίες και δεύτερη δουλειά για να τα φέρουν βόλτα. Οι υπερωρίες, όσο καλά και να πληρώνονται, αποτελούν μια μέθοδο αποκόμισης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας από το κεφάλαιο και οι έλληνες καπιταλιστές τις… αγαπούν τρελά.
Ηρθε το 2000 ο Γιαννίτσης, σε μια προσπάθεια της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να συγκρατήσει κάπως την ανεργία, και ακρίβηνε τις υπερωρίες (νόμος 2874/2000). Η σκέψη ήταν απλή: οι επιχειρήσεις που δεν μπορούν να επιβάλλουν «μαύρες» υπερωρίες, θα προσλάβουν έστω και εργαζόμενους μερικής απασχόλησης, επειδή το κόστος των υπερωριών θα έχει αυξηθεί. Μολονότι ήταν μια κυβέρνηση που τους έκανε όλα τα χατήρια, στους καπιταλιστές αυτό δεν άρεσε καθόλου. Από τότε ακόμα άρχισαν να ζητούν να αλλάξει το καθεστώς. Ο διάδοχος του Γιαννίτση Ρέππας τους υποσχέθηκε ότι θα το κάνει. Ξεκίνησε και τις σχετικές συζητήσεις με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όμως δεν πρόλαβε. Ετσι, η σκυτάλη πέρασε στον Παναγιωτόπουλο, που θεσμοθετεί αυτό που απαιτούσαν οι καπιταλιστές.
Τί ακριβώς σημαίνει αυτό, θα το καταλάβουμε με ένα παράδειγμα. Ας πάρουμε έναν εργαζόμενο που παίρνει 32 ευρώ μεροκάματο (8ωρο – 5ήμερο) και που το αφεντικό του του επιβάλλει να κάνει όλες τις επιτρεπόμενες υπερωρίες σ’ ένα χρόνο, πληρώνοντας αυτά που προβλέπει ο νόμος. Αυτές είναι 380 ώρες το χρόνο.
Με τον ισχύοντα νόμο, ο εργαζόμενος θα έπαιρνε γι’ αυτές τις υπερωρίες 3.520 ευρώ. Με τη νέα ρύθμιση θα πάρει 2.020 ευρώ. Επομένως, ο καπιταλιστής από ένα μόνο εργαζόμενο θα ωφεληθεί 1500 ευρώ. Ισόποσα θα χάσει ο εργαζόμενος, ενώ και το ΙΚΑ θα χάσει τις ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν σ’ αυτό το ποσό. (Το τελευταίο δεν συζητήθηκε σχεδόν καθόλου, μολονότι είναι υπαρκτό πρόβλημα και αύριο θα μας πουν ότι το ΙΚΑ «δεν βγαίνει» και πρέπει να «μεταρρυθμιστεί». Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, στην έκθεσή του που συνοδεύει το νομοσχέδιο στη Βουλή, δεν μπορεί να υπολογίσει τη δαπάνη που θα προκληθεί στο ΙΚΑ. Σημειώνει όμως: «Ετήσια απώλεια εσόδων από εισφορές, λόγω περιορισμού του ποσού της ωριαίας αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία»). Ο συγκεκριμένος εργαζόμενος που θα έκανε 300 μεροκάματα συν αυτές τις υπερωρίες θα χάσει 11.4% από το εισόδημά του.
Τόσο απλά είναι τα πράγματα, όταν κάνεις μερικές απλές αριθμητικές πράξεις. Φυσικά, για τον κάθε εργαζόμενο η απώλεια θα ποικίλλει, όμως για τον καπιταλιστή η ωφέλεια θα είναι τεράστια, αφού αυτός μετράει το σύνολο των υπερωριών που κάνουν οι εργάτες του σ’ ένα χρόνο. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί κίνητρο για τον καπιταλιστή να χρησιμοποιεί όσο περισσότερο μπορεί τις υπερωρίες, παρά να προσλάβει περισσότερους εργάτες. Διότι οι περισσότεροι εργάτες απαιτούν και περισσότερα μηχανήματα και εργαλεία, άρα επένδυση μεγαλύτερης μάζας σταθερού κεφάλαιου. Ενώ με τις υπερωρίες και μάλιστα με τις φτηνές υπερωρίες, με την ίδια μάζα σταθερού κεφάλαιου εκμεταλλεύεται μεγαλύτερη ποσότητα ζωντανής εργασίας και επομένως αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργατών και την κερδοφορία της επιχείρησής του (αυξάνει το ποσοστό του κέρδους).
Το επιχείρημα του «Πανάρα», ότι πριν τις υπερωρίες τις πλήρωναν «μαύρα», παρανομώντας, ενώ τώρα θα τις δηλώνουν κανονικά, είναι μόνο για τους ντιπ ηλίθιους ΟΝΝΕΔίτες. Οποιος καπιταλιστής παρανομούσε πριν θα παρανομήσει και τώρα. Με μια διαφορά. Στο παζάρι που θα κάνει με τον εργάτη για τα «μαύρα» των υπερωριών, θα απαιτήσει και θα πετύχει να πληρώνει πια λιγότερα, αφού οι υπερωρίες φτήνηναν. Αυτό είναι κανόνας στην αγορά εργασίας. Τα «μαύρα» ακολουθούν την εξέλιξη στα νόμιμα.
Το φτήνεμα των υπερωριών (δηλαδή το φτήνεμα των εργατών) ήταν εκείνο που έκαιγε τον ΣΕΒ. Αυτό μπορεί κανείς να το δει σε όλα τα επίσημα κείμενά του από το 2000 και μετά. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας ήταν το δευτερεύον. Γιατί τα μεγέθη και ο βαθμός οργάνωσης του ελληνικού καπιταλισμού δεν επιτρέπουν να εφαρμοστεί η διευθέτηση σε μεγάλη κλίμακα. Μπορεί, για παράδειγμα, να ξεκινήσουν για διευθέτηση, αλλά να μην τους βγει το πλάνο και να αναγκαστούν στο τέλος να πληρώσουν τις επιπλέον ώρες ως υπερωρίες. Και σ’ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, θέλουν οι υπερωρίες να είναι φτηνές, για να μην τους προβληματίζουν καθόλου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που θεσμοθετείται στο ελληνικό εργατικό δίκαιο η διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Συστήματα διευθέτησης είχαν εισαχθεί με τους νόμους 1892/1990 και 2639/1998, όμως δεν «περπάτησαν». Τον τελευταίο νόμο τροποποίησε ο νόμος Γιαννίτση, που προέβλεπε δυνατότητα διευθέτησης 138 ωρών σε ετήσια βάση, με υποβιβασμό ταυτόχρονα (σε περίπτωση διευθέτησης της μέσης εβδομαδιαίας απασχόλησης στις 38 ώρες. Η συμφωνία θα έπρεπε να γίνει μεταξύ εργοδότη και επιχειρησιακού σωματείου ή συμβουλίου εργαζομένων ή ένωσης προσώπων. Σε περίπτωση διαφωνίας προβλεπόταν προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Οι καπιταλιστές ήθελαν η διευθέτηση να γίνεται αποκλειστικά με διευθυντικό δικαίωμα, ενώ την προσφυγή στον ΟΜΕΔ τη θεωρούσαν γραφειοκρατική (επικοινωνήσαμε με τον ΟΜΕΔ και μας διαβεβαίωσαν πως από την ψήφιση του νόμου Γιαννίτση (ν. 2874/2000) δεν έχει γίνει ούτε μια προσφυγή που να αφορά διαφωνία σε ζητήματα διευθέτησης). Μάλλον δεν ήταν ο περιορισμός του διευθυντικού δικαιώματος, αλλά η μείωση στις 38 ώρες του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, που λειτούργησε αποτρεπτικά για τους καπιταλιστές.
Ο Παναγιωτόπουλος ξεκίνησε με σκοπό να δώσει στους καπιταλιστές το δικαίωμα διευθέτησης με απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα και μέχρι 12ωρο. Στην πορεία, μετρώντας από τη μια τις αντιδράσεις (ακόμα και από την κυβερνητική ΔΑΚΕ) και από την άλλη το ότι η διευθέτηση δεν ήταν το πρωτεύον για τους καπιταλιστές (ήταν οι υπερωρίες), επέλεξε μια ενδιάμεση λύση.
Σε ό,τι αφορά το διευθυντικό δικαίωμα τους έδωσε μια λύση αντιγραφειοκρατική και ταχεία. Μια επιτροπή σε νομαρχιακό επίπεδο, που θα αποφασίζει τελεσίδικα εντός 3 ημερών από τη στιγμή που θα γίνει προσφυγή και στην οποία πλειοψηφεί η εργοδοτική πλευρά, αφού πλειοψηφική ψήφος είναι αυτή του Επιθεωρητή Εργασίας, που θα τάσσεται με το νόμο (δηλαδή με τη διευθέτηση). Οι διαβουλεύσεις μεταξύ καπιταλιστών και συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν μπορούν να κρατήσουν περισσότερο από 10 μέρες. Δηλαδή, από τη στιγμή που μια επιχείρηση θελήσει να εφαρμόσει διευθέτηση, μέσα σε 13 μέρες θα έχει τη θετική απόφαση στα χέρια της. Οσο για το δικαίωμα άρνησης του εργαζόμενου, δείξτε μας εσείς εργαζόμενο που θα αρνηθεί, ρισκάροντας απόλυση και περιμένοντας να βρει το δίκιο του σε κάποιο δικαστήριο μετά από καναδυό χρόνια. Επομένως, το διευθυντικό δικαίωμα των καπιταλιστών κατοχυρώνεται μέσα από αυτόν τον έμμεσο και άκρως ευέλικτο τρόπο.
Προβλέπονται δυο ειδών διευθετήσεις. Η μία με περίοδο αναφοράς τους 4 μήνες, στη διάρκεια των οποίων πρέπει να ολοκληρωθεί ο κύκλος και της αυξημένης και της μειωμένης απασχόλησης, με μέγιστο το 10ωρο. Η δεύτερη μορφή διευθέτησης έχει περίοδο αναφοράς το ένα έτος στη διάρκεια του οποίου μπορούν να διευθετηθούν 256 ώρες σε διάστημα 32 εβδομάδων (μέγιστο 8 ώρες την εβδομάδα). Οι ώρες αυτές πρέπει να «ξεπληρωθούν» με μειωμένο ωράριο και ρεπό κατά τις απομένουσες 20 εβδομάδες. Για τους καπιταλιστές πιο ελκυστική είναι η δεύτερη μορφή διευθέτησης. Ομως, για να την εφαρμόσουν θα πρέπει να έρθουν σε συμφωνία με τη συνδικαλιστική οργάνωση. Γι’ αυτή τη μορφή διευθέτησης δεν προβλέπεται η υποχρεωτική διαιτησία της πενταμελούς επιτροπής. Αρα, οι καπιταλιστές θα πρέπει να βρουν επίπεδο συνεννόησης με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Ο Παναγιωτόπουλος στην περίπτωση αυτή σκέφτηκε πονηρά. Γιατί ξέρει πολύ καλά ότι σύντομα η συγκεκριμένη νομοθεσία θα αλλάξει και πάλι. Και θα αλλάξει υποχρεωτικά, γιατί στο ελληνικό δίκαιο θα πρέπει να ενσωματωθεί η σχετική κοινοτική οδηγία που βρίσκεται στα τελευταία στάδια έγκρισής της (έχει περάσει και από το ευρωκοινοβούλιο). Σύμφωνα μ’ αυτή την οδηγία, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας είναι σε ετήσια βάση και το εβδομαδιαίο ωράριο μπορεί να φτάσει τις 65 ώρες, με ατομικές συμβάσεις (απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα)! Οταν, λοιπόν, έρθει αυτή η οδηγία και θα πρέπει να ενσωματωθεί υποχρεωτικά στο ελληνικό δίκαιο, ο μεν Παναγιωτόπουλος θα έχει το άλλοθι ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά (στο μεταξύ μπορεί να «την έχει κάνει» από το Εργασίας), οι δε καπιταλιστές θα είναι πλήρως ικανοποιημένοι (μπορούν να περιμένουν μερικούς μήνες).








