«Αποτελεί παράδειγμα για εμάς ο τρόπος με τον οποίο οι συντελεστές της ναυτιλίας μετουσίωσαν την άρρηκτη σχέση του Ελληνα με την θάλασσα σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Επένδυσαν πάνω σε αυτό. Ο ελληνόκτητος στόλος κατατάσσεται στις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως σε αριθμό πλοίων, ενώ σε επίπεδο χωρητικότητας και ηλικίας, διαχρονικά, φλερτάρει με την κορυφή. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε και την συνεισφορά στην ελληνική οικονομία».
Οι μάσκες έπεσαν. Δείχνοντας τη δουλοφροσύνη του απέναντι στο εφοπλιστικό λόμπι ακόμα και στο επίπεδο της γλώσσας (μίλησε αγγλικά, πράγμα που δε συνηθίζεται από πρωθυπουργούς, σε ομιλίες τους, εντός ή εκτός της χώρας τους), ο Τσίπρας δεν περιορίστηκε απλά σ' ένα ελεεινό γλείψιμό τους, αλλά παρουσίασε την εφοπλιστική επιχειρηματικότητα ως πρότυπο. «Οι έλληνες πλοιοκτήτες χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια, διορατικότητα και καινοτομία στις επενδύσεις και στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Πρωτοπορούν, ανοίγοντας συνεχώς νέους δρόμους και νέες προοπτικές για τον κλάδο αυτό, τον τόσο δυναμικό», είπε «ξεχνώντας» το προκλητικό φορολογικό καθεστώς που απολαμβάνει εδώ και δεκαετίες το εφοπλιστικό κεφάλαιο.
Αφού, λοιπόν, ο εφοπλισμός αποτελεί «παράδειγμα», επ' αυτού του παραδείγματος θα στηριχτούν και οι υπόλοιπες επενδύσεις, που ο πρωθυπουργός κάλεσε τους εφοπλιστές να κάνουν. «Επενδύσεις για την βελτίωση των υποδομών», καθώς και «επενδύσεις που θα ευνοήσουν παράλληλα και τον τουρισμό αλλά και την δυνατότητα ανάπτυξης επιχειρηματικών συστάδων (clusters), με έδρα ένα διευρυμένο ναυτιλιακό κέντρο, όπου θα επιτευχθεί η ανασύσταση της ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας, συνδυαστικά με την παροχή λιμενικών, ναυτιλιακών και εμπορικών υπηρεσιών».
Σ' ένα κρεσέντο δουλοπρέπειας, ο Τσίπρας παρουσίασε την κυβέρνησή του ως πιο φιλο-εφοπλιστική απ' όλες τις προηγούμενες: «Στο παρελθόν, πέρα από τα ευχολόγια, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία έβρισκε την ευκαιρία να κάνει έκκληση για επενδύσεις και να ζητάει από τους εφοπλιστές να συνδράμουν. Εμείς νιώθουμε την ανάγκη να πείσουμε τους έλληνες εφοπλιστές να μας εμπιστευτούν. Οτι καταβάλλουμε προσπάθειες να μεταρρυθμίσουμε την ελληνική οικονομία. Να δημιουργήσουμε ένα οικονομικό περιβάλλον το οποίο παρέχει αξία στο εθνικό συγκριτικό πλεονέκτημα και βέβαια χαρακτηρίζεται από υψηλή προστιθέμενη αξία, ενώ, παράλληλα, έχουν και χαρακτήρα εντάσεως εργασίας»!