Κριτική «μη μου άπτου» ασκεί το ΙΝΕ-ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά βίου Μάθησης». Δεν θα μπορούσε άλλωστε να πράξει διαφορετικά το «επιστημονικό» όργανο των γραφειοκρατών συνδικαλιστών της ΓΣΕΕ, που έχουν πλήρως αστικοποιηθεί και ενσωματωθεί στο σύστημα, αποτελώντας «θεσμό» του και μακρύ χέρι του μέσα στο εργατικό κίνημα.
Η αφετηρία από την οποία ξεκινά η τοποθέτηση του ΙΝΕ-ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ είναι η αποδοχή της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης-Κατάρτισης (ΕΕΚ) από την λυκειακή βαθμίδα. Δεν αμφισβητείται δηλαδή η ύπαρξη δύο τύπων Λυκείων (Γενικό Λύκειο και Επαγγελματικό Λύκειο). Κοντολογίς, απορρίπτεται, έστω και σε επίπεδο διακήρυξης, η με ενιαίο τρόπο παροχή ολοκληρωμένης γενικής μόρφωσης για όλα τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 18 ετών, η ολόπλευρη ανάπτυξη δηλαδή της προσωπικότητας και ο εφοδιασμός με στέρεη γνώση, πάνω στην οποία θα πατήσει στη συνέχεια οποιοσδήποτε προσανατολισμός τους, πανεπιστημιακής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης (όλα αυτά με την σχετική έννοια που έχει το σχολείο στον καπιταλισμό). Αντ’ αυτού προκρίνεται η πρόωρη ειδίκευση-κατάρτιση που θα ξεκινά μετά το τέλος της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης και ο διαχωρισμός των μαθητών σε δυο κατηγορίες, εκ των οποίων η δεύτερη (τα ΕΠΑΛ) προορίζεται κατά κανόνα για τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Το ΙΝΕ-ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ είναι επίσης θερμός υποστηρικτής της συμμετοχής της καπιταλιστικής αγοράς στα όργανα οργάνωσης και διαχείρισης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης-Κατάρτισης (σύμφωνα με το νομοσχέδιο το Κεντρικό Συμβούλιο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Κ.Σ.Ε.Ε.Κ.) «με τριετή θητεία, με συμμετοχή και των κοινωνικών εταίρων, εκπροσώπων της αγοράς και λοιπών εμπλεκόμενων φορέων» και το Συμβούλιο Σύνδεσης με την Παραγωγή και την Αγορά Εργασίας (Σ.Σ.Π.Α.Ε.), στο οποίο συμμετέχουν και πάλι εκπρόσωποι εργοδοτικών φορέων, της Περιφέρειας, και της Περιφεριακής Ενωσης Δήμων, καθώς και αστογραφειοκράτες συνδικαλιστές της ΓΣΕΕ).
Θεωρεί, δηλαδή, ότι οι καπιταλιστές, οι δημαρχαίοι, οι τοπικοί παράγοντες, οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές πρέπει να έχουν λόγο στο περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις των σπουδών στην ΕΕΚ, ανάλογα με τις περιστασιακές ανάγκες της αγοράς. Στόχος είναι η δημιουργία αποθέματος «χεριών», φθηνών δηλαδή και ευέλικτων εργαζόμενων, με γνώσεις και δεξιότητες μιας χρήσης, που γρήγορα αποχτιούνται και γρήγορα χάνονται.
Θεωρεί, όμως, αυτήν τη συμμετοχή, όσον αφορά την πάρτη τους (των αστογραφειοκρατών) λειψή, καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη και για τη συμμετοχή στην Κεντρική Επιστημονική Επιτροπή (ΚΕΕ), έργο της οποίας είναι η «επιστημονική» κάλυψη του περιεχομένου και των κατευθύνσεων που υιοθετούνται για την ΕΕΚ. Ζητά, λοιπόν, τη συμμετοχή και εκπροσώπων των «Ερευνητικών Ινστιτούτων των κοινωνικών εταίρων» στο εν λόγω όργανο. Αλλωστε είναι γνωστό ότι από το 1995 η ΓΣΕΕ έχει ιδρύσει Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ ΙΝΕ ΓΣΕΕ), ώστε να διευρύνει τις παρεμβάσεις και τα πλοκάμια στην αγορά εργασίας, στους μηχανισμούς του αστικού κράτους με αντίστοιχες φυσικά οικονομικές απολαβές.
Υποτίθεται ότι η ΓΣΕΕ είναι το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των εργατών, γι’ αυτό και πρέπει να παίξει σε ένα βαθμό «για τα μάτια», αυτόν τον ρόλο. Να μην πετάξει δηλαδή ολωσδιόλου αυτό το «φιλεργατικό» προσωπείο μπροστά σε μέτρα-διατάξεις που ευλογούν την παιδική εργασία και εξευτελίζουν πλήρως την εργατική δύναμη. Ετσι, απορρίπτεται η μεταγυμνασιακή Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης -ΕΣΚ- διετούς διάρκειας), που θεσπίζει το νομοσχέδιο, ενώ αντίθετα υποστηρίζεται θερμά το έργο των Επαγγελματικών Σχολών Μαθητείας του ΟΑΕΔ (ΕΠΑΣ) (γίνονται δεκτοί κάτοχοι τουλάχιστον Ενδεικτικού Α’ Τάξης Λυκείου και ηλικίας έως 23 ετών).
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η ελληνική οικονομία και αγορά εργασίας δεν βρίσκονται πλέον στις δεκαετίες των 50, 60, 70 και ότι «η καθιέρωση του επιπέδου 3 (σ.σ. είναι το επίπεδο με το οποίο εναρμονίζεται το ελληνικό με το ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων) ουσιαστικά σηματοδοτεί την πρόωρη έξοδο των πιο ευάλωτων μαθητών σε ένα πεδίο εξαιρετικά δύσβατο και απαιτητικό -ιδίως για αυτή την ηλικιακή ομάδα- νομιμοποιώντας ουσιαστικά το είδος μιας άτυπης διαρροής από τις εγκύκλιες σπουδές προς ένα κατώτερο ουσιαστικά επίπεδο τεχνικής κατάρτισης. Πολύ περισσότερο η θέσμιση της μαθητείας σε ανήλικους μαθητές εγκυμονεί εξαιρετικούς κινδύνους για την ανάπτυξη μορφών εκμετάλλευσης και καταχρηστικών πρακτικών αφού πρόκειται για φαινόμενα που δυστυχώς έχουν επισημανθεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες».
Το ΙΝΕ-ΚΑΝΕΠ, ενώ θεωρεί ότι οι θεσμοί της «μαθητείας» και «πρακτικής άσκησης» «απαιτείται να ενταθούν, να ενισχυθούν και να θωρακιστούν περαιτέρω», την ίδια στιγμή σημειώνει ότι «καθίσταται αναγκαίος ο συνεχής έλεγχος των συνθηκών του ‘’προγράμματος μάθησης στον εργασιακό χώρο’’ ή της ‘’πρακτικής άσκησης’’». Δεν γνωρίζουν οι γραφειοκράτες ότι στα καπιταλιστικά κάτεργα βασιλεύει η πλήρης ασυδοσία, ότι οι «έλεγχοι» είναι υποτυπώδεις ή δεν γίνονται καθόλου και ότι επικρατεί τρομοκρατία, που αποτρέπει τους νέους «μαθητευόμενους» και «πρακτικώς ασκούμενους» να προβαίνουν σε καταγγελίες; Ολα αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά γι’ αυτό και ενώ στηρίζουν τη γενίκευση και θεσμοθέτηση της μαθητείας, αναγκάζονται να ψελλίσουν και κάποιες ενστάσεις που είτε αφορούν την τάχα ένταση των ελέγχων είτε την πρακτική άσκηση. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «το να τίθεται η πρακτική άσκηση ως εναλλακτική της μαθητείας, (σ.σ. στο πλαίσιο των ΙΕΚ) ισοδυναμεί με κίνητρο προς τις επιχειρήσεις προκειμένου να προτιμήσουν την ανασφάλιστη, άτυπη και εν δυνάμει χωρίς αμοιβή πρακτική άσκηση, σε βάρος της τυπικά ρυθμισμένης, αμειβόμενης βάση σύμβασης και με το 100% του κατώτατου μισθού και ασφαλισμένης μαθητείας».
Ενστάσεις επίσης διατυπώνονται και όσον αφορά τα Πρότυπα Επαγγελματικά Λύκεια, τα οποία κατά το ΙΝΕ-ΚΑΝΕΠ πρέπει να είναι Πειραματικά, καθώς το κριτήριο επιλογής για τη φοίτηση στα Πρότυπα ΕΠΑΛ (βαθμός απολυτήριου Γυμνασίου) «παρουσιάζει μια αντίφαση σε σχέση με έναν από τους βασικούς στόχους του σ/ν, δηλαδή την αύξηση του αριθμού των μαθητών που κατευθύνονται προς την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση». Κοντολογίς, οι αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ, αγωνιούντες στον ίδιο βαθμό με το σύστημα και την κυβέρνηση για το γεγονός ότι έχει μεγεθυνθεί η τάση της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση και η ΕΕΚ δεν είναι, παρά τα συνεχή φτιασιδώματα, «ελκυστική» για τα παιδιά της εργατικής τάξης, προσπαθούν να προφυλάξουν το υπουργείο Παιδείας από το ατόπημα να μπει ένας παραπάνω φραγμός στην ενίσχυση της ΕΕΚ.
ΥΓ. Στο νομοσχέδιο προστέθηκε ως άρθρο 114 και μια ύπουλη διάταξη, που ανοίγει το δρόμο στην «αποκέντρωση» ακόμη και στις προσλήψεις εκπαιδευτικών.
Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής: «Σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αντικειμενικοί λόγοι δεν επιτρέπουν την πρόσληψη προσωρινού αναπληρωτή, προσλαμβάνονται… ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διάρκειας έως ενός διδακτικού έτους… Σε περίπτωση έλλειψης υποψηφίων ωρομισθίων για πρόσληψη… ο οικείος Διευθυντής Εκπαίδευσης εκδίδει τοπική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για πρόσληψη ωρομισθίων…».
Δηλαδή, οι διορισμένοι Διευθυντές Εκπαίδευσης, που έχουν συμφέρον να είναι αρεστοί στους πολιτικούς παράγοντες και στην «τοπική κοινωνία» και κάνουν πολιτικά παιχνίδια, θα μπορούν να καταρτίζουν τοπικούς πίνακες (!) πρόσληψης εκπαιδευτικών, τη στιγμή που υπάρχει η δυνατότητα ειδικής πρόσκλησης προσλήψεων σε κεντρικό επίπεδο από τους πίνακες αναπληρωτών-μόνιμων σε περίπτωση που μέσα στη σχολική χρονιά υπάρχουν κενά στην εκπαίδευση που δεν έχουν καλυφθεί από αναπληρωτές.
Γιούλα Γκεσούλη