Δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιμετώπισαν ως χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, το περιστατικό στο τρόλεϊ της γραμμής Περιστέρι-Αθήνα, που αφαίρεσε τη ζωή από ένα 19χρονο παλικάρι. Πλήθυναν πολύ τελευταία τα παρόμοια περιστατικά, οπότε κάποια στιγμή θα γινόταν «η στραβή». Αν όμως μείνουμε μόνο σ' αυτή την προσέγγιση, θα έχουμε μείνει στα μισά του δρόμου. Θα έχουμε φορτώσει τις ευθύνες σε κάποια καθάρματα ελεγκτές και θα έχουμε αποσείσει τις δικές μας ευθύνες, τις ευθύνες μας ως εργαζόμενη κοινωνία.
Τη δεκαετία του ’80 είχε καθιερωθεί η δωρεάν μετακίνηση στις αστικές συγκοινωνίες για ορισμένες ώρες την ημέρα. Ηταν οι ώρες που οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν τις αστικές συγκοινωνίες για να πάνε και να γυρίσουν από τη δουλειά. Το μέτρο διαφημίστηκε ως φιλεργατικό, ενώ στην ουσία ήταν φιλοκαπιταλιστικό. Ηταν ένας τρόπος για να απαλλάσσεται το κεφάλαιο από τα έξοδα μεταφοράς των εργατών. Το κράτος ανέλαβε τμήμα αυτών των δαπανών, οι οποίες διαφορετικά θα έπρεπε να περάσουν ως αύξηση στο μεροκάματο και το μισθό. Και ήταν η περίοδος που οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν και κατακτούσαν.
Η κοινωνία, πάντως, «κατάπιε» την προπαγάνδα και συνειδητοποίησε το μέτρο ως τμήμα των «φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων» του ΠΑΣΟΚ και όχι ως τμήμα του αστικού εκσυγχρονισμού που επιδιώχτηκε εκείνη την περίοδο, που ήταν και περίοδος σχετικής σταθερότητας του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και έντονου εργατικού και λαϊκού ριζοσπαστισμού, που έπρεπε να εξατμιστεί μέσα από τέτοιες ρεφόρμες. Γι’ αυτό και όταν ήρθε η ώρα της κατάργησης του μέτρου, η κρατική πλευρά είχε επιχειρήματα: το κράτος δεν βγαίνει – δεν μπορούμε να δανειζόμαστε για να επιδοτούμε τις αστικές συγκοινωνίες.
Το γεγονός ότι σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο οι αστικές συγκοινωνίες επιδοτούνται (ακόμα και εκεί όπου το εισιτήριο είναι σημαντικά ακριβότερο από την Ελλάδα), παραβλέφτηκε. Και οι επιστημονικές του ορίζουσες δεν συζητήθηκαν. Οπως δεν συζητιέται ποτέ η έννοια της αξίας της εργατικής δύναμης και παραπέρα της συνολικής λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και του ρόλου του αστικού κράτους σ’ αυτή τη λειτουργία. Η συζήτηση μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και δεν πάει στην ουσία τους. Οπως δεν πάει στην ουσία η συζήτηση για την εργατική στέγη, που εμφανιζόταν πάντοτε ως κοινωνική πολιτική, ενώ δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να μεταφέρει τις δαπάνες στέγασης της εργατικής οικογένειας στην ίδια την οικογένεια, επιτρέποντας στους καπιταλιστές να αφαιρούν αυτές τις δαπάνες από το μισθό και το μεροκάματο. Δεκαετίες τώρα, συζητάμε για ακριβά και φτηνά εισιτήρια, για χαμηλότοκα και υψηλότοκα στεγαστικά δάνεια και όχι για την αξία της εργατικής δύναμης, που περιλαμβάνει και τις δαπάνες στέγασης και τις δαπάνες μεταφοράς, και για τη συνάρτηση της αξίας της εργατικής δύναμης με την τιμή της, με τους μισθούς και τα μεροκάματα.
Εν πάση περιπτώσει, φύγαμε οριστικά από την εποχή του «τζάμπα εισιτήριου» και περάσαμε στην εποχή του «εισιτήριου της αγοράς». Κι άρχισαν να την πληρώνουν μαζί εργαζόμενοι στα ΜΜΜ και εργαζόμενοι-χρήστες των ΜΜΜ. Οι πρώτοι με μείωση του προσωπικού και εντατικοποίηση της δουλειάς, με μείωση των μισθών και αφαίρεση εργασιακών δικαιωμάτων, οι δεύτεροι με συνεχείς αυξήσεις στο εισιτήριο. Στην περίοδο της κρίσης, στην περίοδο των Μνημονίων, αυτή η λογική αποθεώθηκε. Από τη διαχείριση έφυγε κάθε κοινωνικό κριτήριο και έμεινε μόνο μια τυπική λογιστική αποτίμηση. Πώς θα μηδενιστεί η κρατική επιχορήγηση προς τα ΜΜΜ; Μειώνοντας το προσωπικό, μειώνοντας τους μισθούς όσων απομείνουν και αυξάνοντας με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό το εισιτήριο.
Κάπου σ’ αυτή τη διαδρομή των «μεταρρυθμίσεων» (από την προ Μνημονίων εποχή, ήδη) γεννήθηκε και το φαινόμενο των ελεγκτών-κεφαλοκυνηγών. Η διοίκηση, δηλαδή το κράτος, με το ένα χέρι μείωνε τους μισθούς των εργαζόμενων και με το άλλο τους πρόσφερε τη δυνατότητα να μειώσουν τη μείωση (ή και να την ξεπεράσουν), μετατρεπόμενοι σε ελεγκτές-κεφαλοκυνηγούς, που στον εκτός βάρδιας χρόνο τους θα κυνηγούν τους «τζαμπατζήδες» και θα πληρώνονται με ποσοστά επί των προστίμων που θα εισπράττουν.
Το φαινόμενο είναι παλιό. Ξεπερνά τη δεκαετία. Και ήταν αρκετοί οι εργαζόμενοι που μπήκαν στο «κόλπο». Και έγινε ανεκτό το φαινόμενο. Από τους ίδιους τους εργαζόμενους καταρχήν, που έδειξαν «κατανόηση» για τις ανάγκες των συναδέλφων τους. Το δάνειο, τα φροντιστήρια των παιδιών, ο μισθός που πέφτει, μπήκαν πάνω όχι από καμιά αόριστη ηθική, αλλά από την ηθική της ταξικής αλληλεγγύης και απ’ αυτά που επιτάσσει η ταξική συνείδηση. Εγινε, όμως, αποδεκτό το φαινόμενο και από την ίδια την εργαζόμενη κοινωνία που χρησιμοποιεί τα ΜΜΜ. Βλέπετε, τον πρώτο καιρό το «target group» των κεφαλοκυνηγών ήταν περιορισμένο: μετανάστες (που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα) και νέοι (που δεν τους φτάνει το χαρτζιλίκι). Πόσες φορές δεν είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο, επιβάτες ΜΜΜ να συνδράμουν φραστικά τους κεφαλοκυνηγούς και να βρίζουν τον δυστυχή μετανάστη, που μαράζωνε τρέμοντας στη γωνία, ή τον αναιδή νέο, που προσπαθούσε να βρει τρόπο να την κάνει στην επόμενη στάση, ποντάροντας στην ορμή της νιότης του;
Ως εργαζόμενη κοινωνία είχαμε από χρόνια ηττηθεί ταξικά στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά νομίζαμε αφελέστατα, ότι έτσι νοικοκυρεύουμε τα πράγματα. Οι εργαζόμενοι έβγαζαν ανακοινώσεις για την καταπολέμηση της εισιτηριοδιαφυγής και οι επιβάτες συνέδραμαν τους κεφαλοκυνηγούς στο έργο τους. Το γεγονός ότι η δωρεάν μεταφορά είναι δικαίωμα, το γεγονός ότι κάποτε υπήρξε δωρεάν μεταφορά τις ώρες αιχμής, ξεχάστηκε. Οι εργαζόμενοι στα ΜΜΜ υποτάχτηκαν στην αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και έκαναν «ρεαλιστικές» προτάσεις, θεωρώντας ότι μέσω αυτών θα γλίτωναν τα συνεχή πετσοκόμματα μισθών και δικαιωμάτων. Και οι επιβάτες καταφέρονταν κατά των «τζαμπατζήδων», θεωρώντας ότι αυτοί είναι η αιτία για τις συνεχείς αυξήσεις των εισιτηρίων. Κι αν κάποιος από τους επιβάτες τολμούσε να εκφέρει διαφορετική άποψη, αν τολμούσε να υποστηρίξει ότι όλοι θα έπρεπε να είμαστε «τζαμπατζήδες», έπεφταν πάνω του να τον φάνε. Ενας φασισμός ύπουλος, καθημερινός, έρπων, κατέτρωγε τα σωθικά της κοινωνίας μας.
Και ήρθε η κρίση και οι συνέπειές της, για να φύγουν κάποιες τσίμπλες και ν’ ανοίξουν κάποια μάτια. Οι «τζαμπατζήδες» πολλαπλασιάστηκαν. Λόγω ανάγκης και όχι λόγω συνειδητής επιλογής. Με τη ντροπή να καθρεφτίζεται στα μάτια. Με την αγωνία μη τυχόν και μπει ο κεφαλοκυνηγός. Δεν είναι πια οι μετανάστες και μερικοί νέοι, είναι οι άνεργοι, είναι οι υποαπασχολούμενοι, είναι ακόμη και οικογενειάρχες εργαζόμενοι που δεν βγαίνουν με τίποτα. Μειώθηκαν λένε και οι κεφαλοκυνηγοί, γιατί πολλοί εργαζόμενοι δεν άντεξαν ηθικά να συνεχίσουν αυτή τη δουλειά. Δεν το γνωρίζουμε, αλλά – αν συνέβη – δεν το μηδενίζουμε ως φαινόμενο.
Το ζήτημα είναι πως όσοι απέμειναν να κάνουν αυτή τη δουλειά άρχισαν να μετατρέπονται σε καθάρματα χειρότερα και από τον πιο μισάνθρωπο μπάτσο. Βλέπετε, οι «τζαμπατζήδες» άρχισαν να αρνιούνται να πληρώσουν το πρόστιμο. Γιατί απλούστατα δεν είχαν τόσα λεφτά στην τσέπη τους. Κι αν ακόμα έπαιρναν το χαρτί, δεν είχαν ούτε στο σπίτι τους τόσα λεφτά. Γι’ αυτό αρνούνται να δώσουν και τα στοιχεία τους για να τους σταλεί το πρόστιμο στο σπίτι. Και οι κεφαλοκυνηγοί άρχισαν να αγριεύουν, γιατί πληρώνονται από το πρόστιμο και χωρίς αυτό χάνει κάθε νόημα η βρομοδουλειά τους. Αρχισαν να μετατρέπονται σε μπάτσους και να κατακρατούν παράνομα επιβάτες μέχρι σε κάποια στάση να βρουν έναν πραγματικό μπάτσο να τους «δέσει». Αρχισαν να βρίζουν, να απειλούν, να χρησιμοποιούν και σωματική βία. Μούγκα οι οδηγοί, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις τους συνέδραμαν κιόλας, κρατώντας κλειστές τις πόρτες μη τυχόν και φύγει ο «τζαμπατζής» πριν έρθουν οι μπάτσοι. Μούγκα και οι επιβάτες, που κανονικά έπρεπε σε κάθε τέτοιο περιστατικό να παρεμβαίνουν, να υπενθυμίζουν στον κεφαλοκυνηγό ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα κατακράτησης του επιβάτη (ούτε να τον αγγίξει δεν μπορεί) κι αν αυτός επιμένει, να του δίνουν «να καταλάβει» με άλλο τρόπο. Και τα συνδικάτα εξακολούθησαν να βγάζουν ανακοινώσεις για την «αποτελεσματική καταπολέμηση της εισιτηριοδιαφυγής», για το ηλεκτρονικό εισιτήριο και δε συμμαζεύεται.
. Ο καθένας προσπαθούσε να τη βολέψει όπως μπορεί. Ατομικά. Πληρώνοντας ή μη πληρώνοντας εισιτήριο. Και ανεχόμενος την προκλητική συμπεριφορά των κεφαλοκυνηγών. Ο θάνατος του 19χρονου Περιστεριώτη ήρθε να μας θυμίσει με τραγικό τρόπο αυτό το δικαίωμα. Και τις συλλογικές μας ευθύνες για την απεμπόλησή του, αλλά περισσότερο για την ανοχή του φαινόμενου των ελεγκτών-κεφαλοκυνηγών. Ανεχτήκαμε αυτό το φασιστικό φαινόμενο κι όταν οι φυσικοί φορείς του έφτασαν μέχρι το έγκλημα, θυμηθήκαμε να οργιστούμε, αναλογιζόμενοι πως στη θέση του θα μπορούσε να είναι ο γιος μας, ο αδελφός μας, ο φίλος μας. Αν ο δολοφονημένος από τη δράση των κεφαλοκυνηγών ήταν κάποιος ασιάτης μετανάστης, ίσως και να μην οργιζόμασταν…