Τον Φλεβάρη του 2023, η ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού του Ισραήλ, της οποίας ηγείται ο Νετανιάχου, συμφώνησε στη σταδιακή μεταβίβαση διοικητικών ρόλων της Δυτικής Οχθης από τον ισραηλινό στρατό σε πολιτικές αρχές, κάτι που πέρασε στα ψιλά των ΜΜΕ διεθνώς. Αυτή η διοικητική αλλαγή ισοδυναμεί με de jure προσάρτηση της Δυτικής Οχθης, κατά καταφανή παραβίαση της απαγόρευσης εδαφική κατάκτησης της Χάρτας του ΟΗΕ και των ψηφισμάτων για το Παλαιστινιακό. Μετά τον πόλεμο του 1967 το Ισραήλ είναι δύναμη στρατιωτικής κατοχής στη Δυτική Οχθη, η οποία δεν αναγνωρίζεται ως τμήμα της επικράτειάς του.
Με βάση την κατάπτυστη Συμφωνία του Οσλο, η Δυτική Οχθη χωρίστηκε σε τρεις ζώνες. Στη Ζώνη Α, που καταλαμβάνει το 18% του εδάφους της Δυτικής Οχθης, η Παλαιστινιακή Αρχή είναι υπεύθυνη για τα πολιτικά θέματα και την «ασφάλεια». Στη Ζώνη Β, που καταλαμβάνει το 22% της συνολικής έκτασης, η ΠΑ είναι υπεύθυνη για τα πολιτικά θέματα, ενώ ο ισραηλινός στρατός είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο και την καταστολή των Παλαιστίνιων. Στο υπόλοιπο 60%, που αποτελεί τη Ζώνη C, στην οποία έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι από 700.000 εβραίοι έποικοι σε 150 παράνομους -σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- εποικισμούς, ο ισραηλινός στρατός έχει τον πλήρη έλεγχο.
Η συμφωνία μεταξύ των εταίρων του ισραηλινού κυβερνητικού συνασπισμού έρχεται να θεσμοθετήσει αυτό που εφαρμοζόταν συστηματικά «επί του πεδίου» μέχρι σήμερα, ως αποτέλεσμα της έκβασης του πολέμου του 1967. Η αλλαγή του καθεστώτος κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών από τους σιωνιστές αναβαθμίζει κατά πολύ την καταστολή των Παλαιστίνιων και αποτελεί νέο στάδιο στις τακτικές εθνοκάθαρσης από τους σιωνιστές. Ο νέος υπουργός θα ηγηθεί μιας «αρχής εποικισμού», για τη διαχείριση των υποθέσεων των εβραίων, ενώ οι Παλαιστίνιοι θα παραμείνουν υπό στρατιωτικό έλεγχο.
Η κίνηση αυτή ενισχύει ακόμα περισσότερο την «ανώτερη θέση» των εβραίων εποίκων στη Δυτική Οχθη. Για παράδειγμα, ο ισραηλινός στρατός θα συνεχίσει να καθορίζει τα ποσοστά νερού για τους Παλαιστίνιους, αλλά η νέα πολιτική αρχή θα ελέγχει το νερό για τους εβραίους, διευκολύνοντας την άνιση κατανομή του στις δύο εθνικές ομάδες. Η πολιτική αρχή θα προωθήσει και θα εγκρίνει νέους εποικισμούς και υποδομές για εβραίους εποίκους. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη παραβίαση του διεθνούς δικαίου που απαγορεύει την εγκαθίδρυσης πολιτικού νομικού πλαισίου σε κατεχόμενα εδάφη.
Εχοντας απαγκιστρωθεί και τυπικά από τη βασικές απαγορεύσεις του -έτσι κι αλλιώς ιμπεριαλιστικού- διεθνούς δικαίου, οι νέες αρχές θα αγνοήσουν όλους τους περιορισμούς του. Ο πολιτικός υπουργός θα ελέγχει την κατανομή της γης και τη διαχείρισή της, την ενέργεια και τις συχνότητες επικοινωνίας. Θα έχει τη δύναμη να αποφασίζει ποιος μπορεί να χτίσει σπίτια, σχολεία και δημόσια κτίρια και ποιες παλαιστινιακές κοινότητες θα κατεδαφιστούν – μια φόρμουλα για την επέκταση των εβραϊκών εποικισμών και την καταστολή του παλαιστινιακού λαού, που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα από τον ισραηλινό στρατό κατοχής.
Και φυσικά, ο καταλληλότερος για αυτή την θέση δεν είναι άλλος από τον φασίστα, υπέρμαχο της εβραϊκής ανωτερότητας και υπουργό Οικονομίας της σιωνιστικής οντότητας, Μπεζαζέλ Σμότριτς. Ο Σμότριτς απαίτησε να είναι υπουργός σε αυτή την νέα κρατική δομή, ως προϋπόθεση για να συμμετάσχει στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού του Νετανιάχου, ενώ για αρκετά χρόνια είχε ηγηθεί της προσπάθειας των πιο μαύρων σιωνιστικών κύκλων για την υπονόμευση του ελέγχου του ισραηλινού στρατού στη Δυτική Όχθη και το πέρασμα της διοίκησης της Ζώνης C σε πολιτική αρχή.
Οι σιωνιστές οδεύουν προς την προσάρτηση της Δυτικής Οχθης εδώ και δεκαετίες, αν και με λιγότερο προφανείς τρόπους. Ενόψει των εκλογών του 2019 στο Ισραήλ, η τότε αμερικάνικη κυβέρνηση Τραμπ είχε καταρτίσει την αποκαλούμενη «Συμφωνία του Αιώνα», η οποία προέβλεπε μια μερική ισραηλινή προσάρτηση της Δυτικής Οχθης και ήθελε να καταστήσει συνένοχη την παλαιστινιακή αστική τάξη, πιέζοντάς την να δεχτεί τη συμφωνία με αντάλλαγμα τη χορηγία δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, που θα πήγαιναν δήθεν για έργα «ανάπτυξης» στα παλαιστινιακά εδάφη. Τότε ο Νετανιάχου είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του στα ισραηλινά ΜΜΕ ότι θα προωθούσε τη «σταδιακή» εφαρμογή της ισραηλινής κυριαρχίας στο έδαφος, δηλαδή την προσάρτηση της Δυτικής Οχθης, και συζητούσε με την κυβέρνηση Τραμπ την «προσάρτηση με συναίνεση».
Το Ισραήλ έχει δημιουργήσει χωριστά και άνισα νομικά καθεστώτα στην επικράτεια, θέτοντας τους Παλαιστίνιους και όλα τα κατεχόμενα εδάφη υπό στρατιωτική κυριαρχία, σε μια προσπάθεια να απεικονίσει τον ισραηλινό έλεγχο ως προσωρινό. Ταυτόχρονα, εφάρμοζε όλο και περισσότερο πολιτικούς νόμους στους εβραίους εποίκους, για να προσελκύσει περισσότερους, να ενθαρρύνει την «κανονική» ζωή και να εδραιώσει την παρουσία του Ισραήλ στην κατεχόμενη παλαιστινιακή γη. Στην πραγματικότητα, οι Παλαιστίνιοι δεν κυβερνήθηκαν ποτέ αποκλειστικά από τον ισραηλινό στρατό. Το Ισραήλ δημιούργησε την εικόνα ενός προσωρινού καθεστώτος κατοχής -χωριστό από το κεντρικό κράτος- ως τέχνασμα.
Οι διεθνείς νόμοι του πολέμου καθώς και το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) θεωρούν τη μεταφορά άμαχου πληθυσμού ενός κράτους κατοχής στα κατεχόμενα ως έγκλημα πολέμου. Μαζί με την απαγόρευση εποίκισης του κατεχόμενου εδάφους και της απέλασης του πληθυσμού υπό κατοχή, εκτός αυτού του εδάφους, αυτή η απαγόρευση επιχειρεί να διασφαλίσει ότι η κατοχική δύναμη δεν σχεδιάζει δημογραφικά την πληθυσμιακή αλλοίωση των κατεχόμενων εδαφών, προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα.
Η συστηματική εξάπλωση των εβραϊκών εποικισμών στη Δυτική Οχθη κάνει ακριβώς αυτό. Η ίδια η ίδρυση του Ισραήλ το 1948, έτσι όπως έγινε, πάτησε πάνω στην πολιτική των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων, που καθοδηγούνταν από τη βρετανική αποικιοκρατία. Η σοβιετική πρόταση για ίδρυση δύο κρατών (ως λύση «ανάγκης», αφού δεν «περπάτησε» η πρόταση για ένα ενιαίο αραβοεβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη), προέβλεπε όχι μόνο την ίδρυση και ενός παλαιστινιακού κράτους, αλλά και την επιστροφή των παλαιστίνιων προσφύγων στις εστίες τους, που θα έφτανε τους Παλαιστίνιους σε ένα 49% του πληθυσμού του εβραϊκού κράτους, ενώ τα δύο κράτη θα συνδέονταν με οικονομική ένωση. Οι σιωνιστές του Ισραήλ, όμως, όχι μόνο δεν επέστρεψαν στους πρόσφυγες να επιστρέψουν, αλλά συνέχισαν την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων, γράφοντας -με την υποστήριξη των αμερικάνων ιμπεριαλιστών- στα παλιά τους τα παπούτσια τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Γι’ αυτό και η ΕΣΣΔ, ζώντος του Στάλιν, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με το Ισραήλ το 1953.
Αξίζει να θυμίσουμε τι έλεγε ο Αντρέι Γκρομίκο, εκπρόσωπος της ΕΣΣΔ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, για το μέλλον της Παλαιστίνης, στις 14.51947:
«Ούτε το ιστορικό παρελθόν, ούτε οι υπάρχουσες σήμερα συνθήκες στην Παλαιστίνη μπορούν να δικαιολογήσουν μια μονομερή λύση του παλαιστινιακού προβλήματος υπέρ της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου αραβικού κράτους, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα νόμιμα δικαιώματα του εβραϊκού λαού, ή υπέρ της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους, αγνοώντας τα νόμιμα δικαιώματα του αραβικού πληθυσμού. Καμία από αυτές τις δύο ακραίες αποφάσεις δεν θα παρείχε μια ισότιμη λύση αυτού του σύνθετου προβλήματος, κυρίως επειδή καμία από αυτές δεν θα εγγυώταν τη σταθεροποίηση των σχέσεων μεταξύ αράβων και εβραίων που συνιστά το σημαντικότερο καθήκον.
Μια ισότιμη λύση μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν ληφθούν επαρκώς υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα και των δύο αυτών πληθυσμών. Αυτό οδηγεί τη σοβιετική αντιπροσωπεία στο συμπέρασμα πως τα νόμιμα συμφέροντα του εβραϊκού πληθυσμού και του αραβικού πληθυσμού στην Παλαιστίνη μπορούν δεόντως να διασφαλιστούν μόνο μέσα από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου, διεθνικού, δημοκρατικού και ομοιογενούς αραβοεβραϊκού κράτους. Αυτό το κράτος πρέπει να βασίζεται στην ισότητα δικαιωμάτων των δύο πληθυσμών, εβραϊκού και αραβικού, που θα μπορεί να θέσει τις βάσεις μιας συνεργασίας μεταξύ των δύο αυτών λαών προς το αμοιβαίο συμφέρον και όφελός τους. Είναι σημαντικό ότι αυτό το σχέδιο για την επίλυση του ζητήματος του μέλλοντος της Παλαιστίνης έχει εκπονηθεί και υποστηριχτεί από ανθρώπους εντός της ίδιας αυτής χώρας.
Η σύγχρονη ιστορία δεν παρέχει μόνο παραδείγματα φυλετικών και θρησκευτικών διακρίσεων που ωστόσο υπάρχουν ακόμα σε κάποιες χώρες. Παρέχει επίσης παραδείγματα ειρηνικής συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών εθνοτήτων στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους, μιας συνεργασίας στο πλαίσιο της οποίας κάθε εθνότητα έχει απεριόριστες δυνατότητες να παρέχει τη δική τους δουλειά και να αποδεικνύει τις δικές της ικανότητες εντός ενός ενιαίου κράτους και προς το κοινό συμφέρον όλου του λαού. Δεν είναι προφανές ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο, για να φτάσουμε σε μια απόφαση για το παλαιστινιακό ζήτημα, να λάβουμε υπόψη τα υπαρκτά παραδείγματα μιας παρόμοιας φιλικής συνύπαρξης και αδελφικής συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων στο εσωτερικό ενός ενιαίου κράτους;
Η επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος μέσω της δημιουργίας ενός ενιαίου αραβοεβραϊκού κράτους με ίσα δικαιώματα για τους εβραίους και για τους άραβες μπορεί, επομένως, να αξίζει προσοχής για την επίλυση αυτού του σύνθετου προβλήματος. Αυτή η λύση του προβλήματος του μέλλοντος της Παλαιστίνης μπορεί να αποτελέσει τη σταθερή βάση για τη μελλοντική συνύπαρξη και συνεργασία του αραβικού και του εβραϊκού πληθυσμού της Παλαιστίνης, προς το συμφέρον και των δύο αυτών λαών και προς όφελος ολόκληρου του παλαιστινιακού πληθυσμού, της ειρήνης και της ασφάλειας στην Εγγύς Ανατολή.
Αν αυτό το σχέδιο αποδεικνυόταν μη υλοποιήσιμο, εξαιτίας της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ εβραίων και αράβων- και θα είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε την άποψη της Ειδικής Επιτροπής σε αυτό το ζήτημα θα καθίστατο τότε απαραίτητο να λάβουμε υπόψη το δεύτερο σχέδιο, το οποίο, όπως και το πρώτο, έχει υποστηρικτές στην Παλαιστίνη και προβλέπει τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη, ένα εβραϊκό και ένα άλλο αραβικό. Επαναλαμβάνω ότι μια τέτοια επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος θα δικαιολογούταν μόνο αν οι σχέσεις μεταξύ του εβραϊκού και του αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης θα αποδεικνύονταν ότι επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που θα ήταν αδύνατη η συμφιλίωση των δύο πληθυσμών και η διασφάλιση της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ αράβων και εβραίων».
Και στις 26.11.1947, όταν η λύση του ενιαίου κράτους είχε καταστεί ανέφικτη:
«Όταν στην έκτακτη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης είχε συζητηθεί το ζήτημα του μέλλοντος της Παλαιστίνης, η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ είχε υποδείξει τις δυο πιο αποδεκτές πιθανές λύσεις. Η πρώτη ήταν η δημιουργία ενός μόνο αραβοεβραϊκού δημοκρατικού κράτους, στο οποίο άραβες και εβραίοι θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. Στην περίπτωση που αυτή η λύση αποδεικνυόταν μη υλοποιήσιμη, σύμφωνα με τις εβραϊκές και αραβικές αντιρρήσεις, ότι η συνύπαρξη στο ίδιο κράτος θα αποδεικνυόταν ανέφικτη, γιατί θα οδηγούσε σε επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών, η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ, μέσω της αντιπροσωπείας της στη Συνέλευση του ΟΗΕ, πρότεινε τη δεύτερη λύση, τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε δύο ελεύθερα, ανεξάρτητα και δημοκρατικά κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό.
…
Η αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ επομένως δεν μπορούσε παρά να υποστηρίξει πλήρως την εναλλακτική που πρότεινε η Ειδική Επιτροπή. Σήμερα ξέρουμε πως η πρόταση της διαίρεσης όχι μόνο έγινε αποδεκτή από την Ειδική Επιτροπή, η οποία είχε αναλύσει το πρόβλημα του μέλλοντος της Παλαιστίνης, μα είχε αποκτήσει τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας της Γενικής Συνέλευσης. Η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών των Ηνωμένων Εθνών, μετά από μια ευρεία ανάλυση για το πώς θα έπρεπε να επιλυθεί το πρόβλημα του μέλλοντος της Παλαιστίνης, είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με αυτό της κυβέρνησης της ΕΣΣΔ.
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσωπειών που εκπροσωπούνται στη Γενική Συνέλευση αποδέχτηκε αυτή τη λύση και όχι κάποια άλλη. Η εξήγησή μου είναι ότι όλες οι άλλες λύσεις του παλαιστινιακού προβλήματος είχαν εκτιμηθεί ως μη υλοποιήσιμες και αναποτελεσματικές. Αναφέρομαι στο σχέδιο δημιουργίας ενός ενιαίου και ανεξάρτητου αραβοεβραϊκού κράτους, που να εγγυάται τα ίδια δικαιώματα σε άραβες και εβραίους. Οι εμπειρίες που συνάχθηκαν από τη μελέτη του παλαιστινιακού ζητήματος και αυτές της Ειδικής Επιτροπής απέδειξαν πως εβραίοι και άραβες δεν είναι σε θέση, ή δεν έχουν πρόθεση, να ζήσουν μαζί στην Παλαιστίνη. Προέκυπτε λοιπόν το λογικό συμπέρασμα πως, αν αυτοί οι δύο λαοί που ζουν στην Παλαιστίνη και επαίρονται και οι δύο για τους βαθείς ιστορικούς δεσμούς με αυτή τη χώρα, δεν ξέρουν να συζούν εντός ενός ενιαίου κράτους, δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα παρά αυτή της δημιουργίας δύο κρατών στη θέση του ενός, ενός αραβικού και ενός άλλου, εβραϊκού…Σύμφωνα με την άποψη της δικής μας αντιπροσωπείας, αυτή είναι η μόνη υλοποιήσιμη λύση.
…
Η αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ θεωρεί πως η απόφαση της διαίρεσης της Παλαιστίνης συνάδει με τις ευγενείς αρχές και σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών, και απαντά στην αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης των λαών. Η πολιτική της ΕΣΣΔ για τα προβλήματα των εθνοτήτων, που ακολουθείται ήδη από την ίδρυσή της, είναι μια πολιτική φιλίας και αυτοδιάθεσης των λαών. Για αυτό, όλες οι εθνότητες που ζουν εντός της ΕΣΣΔ συνιστούν μια ενιαία οικογένεια, που έχει ξεπεράσει τις δυσκολότερες εξετάσεις στα χρόνια του πολέμου εναντίον του ισχυρότερου και πιο επικίνδυνου εχθρού με τον οποίο είχε να κάνει ένας ειρηνόφιλος λαός.
Η επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος, βασισμένη στη διαίρεση της Παλαιστίνης σε δύο ξεχωριστά κράτη, θα είναι μεγάλης ιστορικής σημασίας, γιατί λαμβάνει υπόψη τις νόμιμες φιλοδοξίες του εβραϊκού λαού. Όπως γνωρίζετε, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που ανήκουν σε αυτό το λαό, βρίσκονται τώρα χωρίς πατρίδα και χωρίς σπίτι, και έχουν βρει προσωρινό καταφύγιο μόνο σε ειδικά στρατόπεδα σε κάμποσες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Δεν θα μιλήσω για τις συνθήκες στις οποίες ζουν τα άτομα αυτά, γιατί είναι αρκετά γνωστές. Σε αυτό το θέμα έχουν μιλήσει πάρα πολύ οι εκπρόσωποι που ασπάζονται την οπτική της αντιπροσωπείας της ΕΣΣΔ επί του θέματος, και οι οποίοι στηρίζουν το σχέδιο διαίρεσης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη.
Η Συνέλευση καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για την εύρεση της πιο δίκαιης, της πιο υλοποιήσιμης και πιο αποτελεσματικής λύσης και ταυτόχρονα της πιο ριζικής. Η Συνέλευση βασίζεται στα σίγουρα και αναμφισβήτητα ντε φάκτο δεδομένα, που οδήγησαν στο να τεθεί το ζήτημα της Παλαιστίνης στα Ηνωμένα Έθνη.
,,,
Σύμφωνα με την αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ, το σχέδιο που έχει σκιαγραφηθεί από την ad hoc Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία ξανατίθεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας η πρακτική εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την υλοποίησή της, συνάδει πλήρως με το ενδιαφέρον για τη διατήρηση και ενίσχυση της διεθνούς ειρήνης και με το σκοπό της ανάπτυξης της συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Ακριβώς για αυτό το λόγο, η αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ υποστηρίζει τη σύσταση της διαίρεσης της Παλαιστίνης. Σε αντίθεση με άλλες αντιπροσωπείες, η αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ έχει πάρει εξαρχής μια θέση επί του θέματος ξεκάθαρη, διάφανη και μη παρερμηνεύσιμη, και σε αυτή παραμένει σταθερά. Δεν έχει πρόθεση να προβεί σε μανούβρες ή να μανιπουλάρει αποφάσεις, όπως δυστυχώς συμβαίνει στη Συνέλευση, ιδιαίτερα στην ανάλυση του παλαιστινιακού ζητήματος».