Η απόφαση της Γερμανίας να αυστηροποιήσει τους ελέγχους στα χερσαία σύνορά της έχει προκαλέσει έντονες ανησυχίες για το ντόμινο που μπορεί να προκαλέσει διασπώντας τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη λειτουργία της Συνθήκης Σένγκεν. Από σήμερα, οι έλεγχοι που ήδη εφαρμόζονται στα σύνορα με Αυστρία, Πολωνία, Τσεχία και Ελβετία θα επεκταθούν και στα σύνορα με Γαλλία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ολλανδία και Δανία. Οι γερμανικές αρχές χρησιμοποιούν τη γνωστή καραμέλα ότι η απόφαση αυτή «αποσκοπεί στην προστασία από την ισλαμική τρομοκρατία και σοβαρές εγκληματικές ενέργειες, καθώς και στη μείωση της μετανάστευσης».
Η κίνηση αυτή, η οποία επηρεάζεται προφανώς και από την πρόσφατη ενίσχυση της ακροδεξιάς AfD στις τοπικές εκλογές, φαίνεται ότι στοχεύει σε πολιτικά οφέλη για να χαϊδέψει τα αυτιά των ψηφοφόρων ενόψει των προσεχών εκλογών. Η φασιστικοποίηση μέρους της κοινωνίας καταγράφεται καθημερινά από περιστατικά ρατσιστικής βίας που λαμβάνουν χώρα στο Βερολίνο και η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι νέοι έλεγχοι θα περιλαμβάνουν και μηχανισμούς άμεσης επαναπροώθησης προσφύγων, κάτι που έχει προκαλέσει ανησυχίες στις γειτονικές χώρες και στις Βρυξέλλες, οι οποίες υποκριτικά δηλώνουν την έκπληξή τους και θεωρούν την κίνηση αυτή ως επικίνδυνη για την εσωτερική συνοχή της ΕΕ.
Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει σοβαρά τη ζώνη Σένγκεν, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών μεταξύ των 25 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ και τεσσάρων άλλων χωρών, όπως η Ελβετία και η Νορβηγία. Η επαναφορά προσωρινών ελέγχων επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως τρομοκρατικές επιθέσεις ή μεγάλες αθλητικές εκδηλώσεις, και συνήθως περιορίζεται σε ειδικές περιστάσεις.
Ωστόσο, όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, υπό την πίεση της ακροδεξιάς ρητορικής για τη μετανάστευση, έχουν επαναφέρει ελέγχους χωρίς σαφή και άμεση δικαιολόγηση. Παρά την κεντρική θέση της Γερμανίας στην ΕΕ, η νέα πολιτική της χώρας έχει προκαλέσει ανησυχία και αποδοκιμασία από άλλες χώρες μέλη, όπως η Αυστρία και η Πολωνία, οι οποίες έχουν ήδη δηλώσει ότι δεν θα δεχτούν επιστροφές προσφύγων από τη Γερμανία. Φυσικά, το μόνο που τους νοιάζει είναι να μην πάρουν πρόσφυγες που είχαν περάσει στη Γερμανία. Τα υπόλοιπα είναι απλά φύλλο συκής για να κρύψει μια πολιτική εξίσου απάνθρωπη και αντιμεταναστευτική με αυτή της Γερμανίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρότι κατά καιρούς δέχεται ή κλείνει τα μάτια σε προσωρινά μέτρα που πλήττουν δικαιώματα των προσφύγων, αποδεχόμενη τις δικαιολογίες των κρατών-μελών για την επαναφορά ελέγχων, αυτή τη φορά φαίνεται να θορυβείται καθώς η εφαρμογή αυτής της πολιτικής στη Γερμανία θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Αναφορές υποδεικνύουν ότι η επαναφορά εσωτερικών ελέγχων μπορεί να κοστίσει στην Ευρώπη περίπου 470 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα σε 10 χρόνια. Επιπλέον, οι εσωτερικοί έλεγχοι που δεν συνοδεύονται από τη συμμετοχή των γειτονικών χωρών ενδέχεται να καταστρέψουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, προκαλώντας επιπλέον εντάσεις και πιθανές αντιδράσεις από άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Συνολικά, η απόφαση της Γερμανίας να ενισχύσει τους ελέγχους στα σύνορα εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την επιβίωση της Συνθήκης Σένγκεν και για την πολιτική συνοχή της ΕΕ, καθώς ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω κατακερματισμό και μαλλιοτραβήγματα εντός της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Οι Γερμανοί χρησιμοποιούν σαν καραμέλα την αύξηση του αριθμού των προσφύγων και το ότι η Γερμανία δεν μπορεί να απορροφήσει ή να εντάξει άλλους (sic)! Γιατί, ως γνωστόν, τα προηγούμενα χρόνια οι πρόσφυγες που πήγαιναν εντάσσονταν στην κοινωνία και απολάμβαναν πρόσβαση σε υπηρεσίες και αγαθά! Αν δούμε τους αριθμούς στη Γερμανία, το 2023 ζούσαν περίπου 3,2 εκατομμύρια πρόσφυγες, με την πλειονότητα να είναι Ουκρανοί (πάνω από 1 εκατομμύριο) και δεύτεροι σε αριθμό οι Σύριοι. Το 2024 αναμένονται περίπου 270.000 νέες αιτήσεις ασύλου, αν και πολλές από αυτές είναι σίγουρο ότι θα απορριφθούν, αν κρίνουμε από την σημαντική αύξηση των απορριπτικών αποφάσεων επι των αιτήσεων ασύλου τους τελευταίους μήνες. Στο τέλος του 2023, υπήρχαν μόνο 44.000 αναγνωρισμένοι αιτούντες άσυλο στη Γερμανία, ενώ 745.000 άτομα είχαν λάβει προσφυγικό καθεστώς βάσει της Συνθήκης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες και 326.000 είχαν επικουρική προστασία. Υπάρχουν ακόμη 500.000 εκκρεμείς αιτήσεις και 227.000 άτομα έχουν διαταχθεί να εγκαταλείψουν τη χώρα, παρότι το 80% αυτών των απελάσεων έχουν αναβληθεί λόγω διάφορων διοικητικών ή διαδικαστικών εμποδίων.
Οι νέες σκληρές πολιτικές της Γερμανίας για τη μετανάστευση και την ασφάλεια έρχονται χρονικά και μετά από την επίθεση που είχε σημειωθεί στο Ζόλινγκεν, όπου ο ύποπτος ήταν σύριος πρόσφυγας που είχε διαταχτεί να φύγει από τη χώρα.
Σύμφωνα με τις νέες αλλαγές, δε θα παρέχεται οικονομική στήριξη στους αιτούντες άσυλο αν υπάρχει νομική ευθύνη άλλου κράτους-μέλους της ΕΕ γι’ αυτούς, σύμφωνα με τον Κανονισμό του Δουβλίνου. Επίσης, αναμένεται αύξηση των επαναπατρισμών στην πρώτη χώρα υποδοχής εντός της ΕΕ. Η νομοθεσία προβλέπει ευκολότερη εκτέλεση απελάσεων, διευρύνοντας τη λίστα αδικημάτων που μπορούν να οδηγήσουν σε απέλαση ή απόρριψη αιτήσεων ασύλου. Επίσης, η Γερμανία σκοπεύει να συνάψει συμφωνίες με χώρες εκτός ΕΕ για την εξορία προσφύγων, όπως η Μολδαβία, η Κένυα και οι Φιλιππίνες. Θυμίζουμε πως το ίδιο έχει κάνει η Ιταλία με την Αλβανία.
Αναλυτικότερα, την περασμένη βδομάδα, η γερμανική κυβέρνηση υπέγραψε μια συμφωνία με την Κένυα για θέματα μετανάστευσης, στο πλαίσιο της επίσκεψης του προεδρου Γουίλιαμ Σαμοέι Ρούτο στο Βερολίνο. Η συμφωνία, η οποία υπογράφηκε την περασμένη Παρασκευή στη συνάντηση του προέδρου Ρούτο με τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς, από την υπουργό Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ και τον κενυάτη υπουργό Εξωτερικών Μουζαλιά Μουνταβάντι, αποσκοπεί στην προώθηση της πρόσληψης εξειδικευμένων εργαζομένων από την Κένυα σε γερμανικές επιχειρήσεις και στη διευκόλυνση των απελάσεων (με γρήγορες διαδικασίες) ατόμων των οποίων τα αιτήματα ασύλου έχουν απορριφθεί.
Ανάλογες συμφωνίες αναμένονται και με το Ουζμπεκιστάν κατά την επικείμενη επίσκεψη του Σολτς, ενώ έχουν ήδη ολοκληρωθεί συμφωνίες με την Ινδία, τη Γεωργία και το Μαρόκο. Το Βερολίνο επίσης διαπραγματεύεται με τη Μολδαβία, την Κιργιζία, την Κολομβία, τη Γκάνα και τις Φιλιππίνες, με τον Γιοάχιμ Σταμπ από το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) να αναλαμβάνει τη βρώμικη δουλειά, το ρόλο του «ειδικού εκπροσώπου».
Οι παραπάνω πολιτικές ευθυγραμμίζονται απόλυτα με το πνεύμα του Νέου Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου, που όμως έχουμε γράψει περιλαμβάνει πετσόκομμα δικαιωμάτων, κράτηση προσφύγων, ενίσχυση απελάσεων και επαναπροωθήσεων.