Ενα χρόνο μετά την κατάρρευση της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των ΗΠΑ, της Lehman Brothers, ο αμερικάνος πρόεδρος (σε δημόσια ομιλία του την περασμένη Δευτέρα από το βήμα του Καπιτωλίου των ΗΠΑ) εμφανίστηκε αποφασισμένος να θέσει τέρμα στην «κακή διαχείριση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και τις «ανεξέλεγκτες υπερβολές», που κατά τον Ομπάμα (και όλα τα παπαγαλάκια του κεφαλαίου παγκόσμια) ήταν η αιτία του ξεσπάσματος της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από την εποχή της «Μεγάλης Υφεσης» του 1929. Ο Ομπάμα «επιτέθηκε» στα «golden boys» της Wall Street, προειδοποιώντας τα ότι «η επιστροφή στην ομαλότητα δεν μπορεί να οδηγήσει πάλι σε ανευθυνότητα» κι ότι το κράτος δεν θα είναι πάντα δίπλα στις τράπεζες για να τις διασώσει, ενώ στηλίτευσε αυτούς που επιμένουν να αγνοούν τα διδάγματα από την κατάρρευση της Lehman και την κρίση που ακολούθησε.
Η αμερικάνικη πολιτική ηγεσία εμφανίζεται σαν να έχει πάρει το μάθημά της και πλέον θα βάλει όρια στον «καπιταλισμό του καζίνου». Από τον περασμένο Ιούνη δε, η αμερικάνικη κυβέρνηση έχει καταθέσει τις προτάσεις της για την θέσπιση ρυθμιστικών κανόνων στις χρηματαγορές, με τους οποίους υποτίθεται ότι θα αποφευχθούν παρόμοιες κρισιακές καταστάσεις στο μέλλον. Ετσι, το ερώτημα που θέτουν οι «αναλυτές» είναι αν ο Ομπάμα θα πετύχει το φιλόδοξο στόχο του και αν θα καταφέρει να εμφυσήσει αισιοδοξία στους αμερικάνους πολίτες, οι οποίοι στην μεγάλη πλειοψηφία τους (80%, σύμφωνα με πολύ πρόσφατη δημοσκόπηση των Ασοσιέιτεντ Πρες / GfK) δηλώνουν απαισιόδοξοι.
Αν θέλουμε όμως να κρίνουμε τα τεκταινόμενα όχι με βάση τις διακηρύξεις των πολιτικών εκφραστών της κεφαλαιοκρατίας αλλά με βάση την πραγματική ζωή, θα πρέπει να εξετάσουμε όχι μόνο τα αποτελέσματα αλλά κυρίως τις αιτίες της παρούσας κρίσης. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για το αν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί ή αν πρόκειται για ένα φαινόμενο σύμφυτο με τον καπιταλισμό. Ας κάνουμε όμως πρώτα μια σύντομη ανασκόπηση στο πώς εκδηλώθηκε αυτή η κρίση που αγκάλιασε ταυτόχρονα τη χρηματοπιστωτική και την παραγωγική σφαίρα σε όλες τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες του πλανήτη.
Πώς ξεκίνησε η κρίση
Το πρώτο «μπουρίνι» ξέσπασε τον Αύγουστο του 2007. Ηταν τότε που στις ΗΠΑ κατέρρευσε η αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου (subprime mortgage loans). Αυτά ήταν τα στεγαστικά δάνεια, που έδωσαν οι τράπεζες σε έξι περίπου εκατομμύρια Αμερικάνους με χαμηλή πιστωτική φερεγγυότητα (δηλαδή αυτούς που είχαν αρκετές απλήρωτες δόσεις από άλλα δάνεια, τους φτωχότερους Αμερικάνους με άλλα λόγια), οι οποίοι δανείστηκαν μέχρι και το 100% της αξίας του σπιτιού που αγόρασαν. Η κατάρρευση αυτή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αν και παρουσιάστηκε έτσι. Θα έπρεπε να θεωρούνταν αναμενόμενη, δεδομένης της διόγκωσης του δανεισμού στην αγορά κατοικίας, σε βαθμό που ξεπερνούσε το 130% του διαθέσιμου ατομικού εισοδήματος το 2008[1], με τον ένα στους πέντε Αμερικανούς να ξοδεύουν πάνω από το 40% των εισοδημάτων τους για τα έξοδα κατοικίας και τις τράπεζες να απομυζούν υπέρογκα επιτόκια (υπερδιπλάσια των επιτοκίων δανεισμού στους καπιταλιστές) από τους κακοπληρωτές[2].
Η κατάρρευση των δανείων αυτών προκάλεσε αλυσιδωτές εκρήξεις ανά την υφήλιο, αφού οι δανείστριες τράπεζες είχαν φροντίσει να μετακυλίσουν το ρίσκο ενδεχόμενης πτώχευσης των δανειοληπτών τους σε άλλες τράπεζες ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανά την υφήλιο. Πώς το έκαναν αυτό; Απλά, πουλώντας τους ομόλογα που συνδέονταν με τα δάνεια αυτά. Ομόλογα τα οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τοκοφόρα χαρτιά, που υπόσχονταν υψηλά κέρδη στους αγοραστές τους, οι οποίοι με τη σειρά τους έπαιρναν το ρίσκο να χάσουν ακόμα και όλα τους τα λεφτά σε περίπτωση που οι αμερικάνοι δανειολήπτες αδυνατούσαν να πληρώσουν. Ομως, όσο μεγαλύτερο ρίσκο έπαιρναν τόσο περισσότερα ήταν τα υποσχόμενα κέρδη.
Ετσι, οι δανείστριες τράπεζες μετατρέπονταν με τη σειρά τους σε δανειζόμενες, καταφέροντας να έχουν διπλό όφελος: και το αρχικό τους κεφάλαιο να διατηρήσουν (αφού το δανείστηκαν εκ νέου) και το παραδάκι από τα υψηλά επιτόκια των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων να τσεπώσουν. Πλήρωναν όμως ως αντάλλαγμα ένα μέρος από αυτό το παραδάκι, ως τόκο για τους διάφορους τύπους ομολόγων (αν προβλεπόταν η απόδοση τόκου σε τακτά χρονικά διαστήματα πριν από τη λήξη του ομολόγου) ή αποπλήρωναν το σύνολο της ονομαστικής αξίας συν τους τόκους στα ομόλογα που έληγαν (για τα ομόλογα «μηδενικού επιτοκίου», δηλαδή αυτά που ο κάτοχός του δεν έπαιρνε τους τόκους σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλά όλους μαζί με τη λήξη).
Επειδή όμως τα ομόλογα είχαν χρόνο λήξης κάποια χρόνια (συνήθως πενταετία και βάλε), αυτά που έληγαν μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ετσι, οι δανείστριες τράπεζες είχαν αρκετά χρήματα με τα οποία δάνειζαν και άλλους Αμερικανούς για να αγοράσουν σπίτι. Δημιουργούνταν έτσι ένας κύκλος υπερδανεισμού. Οι αμερικάνοι πολίτες από τις τράπεζες και οι τράπεζες –με τη διαμεσολάβηση των επενδυτικών τραπεζών– από άλλες τράπεζες, ιδρύματα (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία) ή άτομα.
Ταυτόχρονα, τα ομόλογα που εκδόθηκαν βασισμένα στα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου, τα οποία τεμαχίστηκαν σε διάφορες κατηγορίες, ακολούθησαν την δική τους αυτοτελή πορεία στην αγορά. Εγιναν κι αυτά εμπορεύματα, που η αγοραία αξία τους ήταν πολύ πάνω από την ονομαστική τους αξία, γιατί η πρώτη αυξανόταν ανάλογα με την κατάσταση στην αγορά κατοικίας των ΗΠΑ και ανάλογα με το αίσθημα βεβαιότητας για σίγουρα κέρδη που αυτή εξέπνεε.
Αυτό το γαϊτανάκι εξελισσόταν χωρίς προβλήματα όσο η αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ άνθιζε και οι τιμές των κατοικιών ανέβαιναν. Τότε ακριβώς ήρθε η έκρηξη. Οι αμερικάνοι δανειολήπτες άρχισαν να μην πληρώνουν, η αγορά κορέστηκε, άρχισαν οι κατασχέσεις σπιτιών και οι τιμές των κατοικιών πήραν την κατρακύλα. Τα ομόλογα που συνδέονταν με την κορεσμένη αγορά κατέπεσαν, κανείς δεν ήθελε πλέον να τα αγοράσει. Οι ελπίδες για «σίγουρα κέρδη» αποδείχθηκαν φρούδες…
Οι αγορές παραγώγων
Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να υποστηρίξει κανείς ότι ήταν ο κορεσμός της αγοράς των κατοικιών στις ΗΠΑ που αποτέλεσε την αιτία του ξεσπάσματος αυτής της μεγάλης κρίσης. Κι αυτό γιατί πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, παρά το γεγονός ότι τα λεφτά που επενδύθηκαν στα δάνεια υψηλού ρίσκου ήταν πολλά (σύμφωνα με το Associated Press[3], έφτασαν το 1.3 τρισ. δολάρια, δηλαδή όσο και η ετήσια οικονομική δραστηριότητα της πολιτείας της Καλιφόρνιας!), δεν ξεπέρασαν το 10% του ετήσιου αμερικάνικου ΑΕΠ. Ομως, οι παγκόσμιες απώλειες (που προήλθαν από υποτιμήσεις διαφόρων ομολόγων, μετοχών κτλ) που υπολόγισε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ήταν πολύ περισσότερες.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ με τίτλο «Global Financial Stability Report – Εκθεση για την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα»[4] (εκδίδεται δύο φορές το χρόνο) οι παγκόσμιες απώλειες από την παρούσα κρίση ενδέχεται να φτάσουν τα 4 τρισ. δολάρια (δηλαδή, τέσσερις φορές επάνω από τις πρώτες εκτιμήσεις που περιέχονταν στην ίδια έκθεση του ΔΝΤ ένα χρόνο πριν). Κανείς δε μπορεί να γνωρίζει πιο μέρος από αυτά τα λεφτά που χάθηκαν αφορούν πραγματικό και ποιο μέρος αφορά πλασματικό κεφάλαιο. Το σίγουρο όμως είναι ότι οι απώλειες αυτές αφορούν ένα πολύ πιο διευρυμένο πεδίο από αυτό των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου. Οπως επισημαίνουν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης[5], τα «εξωτικά προϊόντα» της Wall Street στα οποία ρίχνεται η ευθύνη για την χρηματοοικονομική κατάρρευση δεν ήταν μόνο τα ενυπόθηκα στεγαστικά ομόλογα, αλλά μια πλειάδα άλλων προϊόντων όπως συμβόλαια αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (Credit Default Swaps, τα οποία παρέχουν αντασφάλιση σε περίπτωση που ο αγοραστής ενός ομολόγου μείνει με το χαρτί στο χέρι) κλπ.
Μια ματιά να ρίξει κανείς σε ολόκληρη την αγορά παραγώγων θα διαπιστώσει ότι οι «υπερβολές» που όλοι στηλιτεύουν δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Ποιος δεν θυμάται το τρελό φούσκωμα των τιμών του πετρελαίου, που έφτασε στα 140 δολάρια το βαρέλι το καλοκαίρι του 2008, για να ξεφουσκώσει λίγους μήνες μετά στα 38 δολάρια (σε επίπεδα δηλαδή του 2003);[6] Το ίδιο δεν έγινε με την έκρηξη στις τιμές των τροφίμων που οδήγησαν σε επισιτιστική κρίση την Ανοιξη του 2008[7];
Η αγορά παραγώγων είναι μια τεράστια αγορά στην οποία το χρηματιστικό κεφάλαιο επιδιώκει να βγάλει τρελά κέρδη. Ενα μέρος των κινήσεων αυτής της αγοράς γίνεται μέσω των χρηματιστηρίων. Ενα άλλο μέρος όμως γίνεται εκτός χρηματιστηρίων. Η ονομαστική αξία των ονομαζόμενων «over the counter derivatives», που αποτελούν παράγωγα που πωλούνται εκτός χρηματιστηρίων έχει φτάσει σήμερα τα 600 τρισ. δολάρια[8]. Δηλαδή έχει οχταπλασιαστεί μέσα στην τελευταία δεκαετία. Η αγορά αυτή ισοδυναμεί με το δεκαπλάσιο του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ (δηλαδή του παγκόσμιου παραγομένου πλούτου, όπως μετριέται από τους αστούς οικονομολόγους, μέσα σε ένα χρόνο). Πάνω από το 60% αυτών των παραγώγων αφορούν παράγωγα που σχετίζονται με τις μεταβολές των επιτοκίων. Και μόνο το μέγεθος και η πολυπλοκότητα αυτού του κυκεώνα των διάφορων χρηματοπιστωτικών προϊόντων δείχνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να τεθούν «κανόνες» για να αποφευχθεί η κερδοσκοπία είναι αδύνατη και η σχετική προπαγάνδα δεν είναι παρά παραμύθι για τους αφελείς. Αλλωστε, την ίδια στιγμή που ο Ομπάμα έπνεε μένεα ενάντια στους «κερδοσκόπους», η Wall Street τον έφτυνε προκλητικά, μαγειρεύοντας νέα επενδυτικά προϊόντα βασισμένα στα ασφάλιστρα ζωής[5]. Προϊόντα (επενδυτικά ομόλογα, δηλαδή) που θα είναι τόσο πιο αποδοτικά όσο γρηγορότερα πεθάνει ο κάτοχος του ασφαλιστήριου συμβολαίου!
Υπερβολές ή νομοτέλεια;
Η αλήθεια είναι ότι η κερδοσκοπία είναι τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο καπιταλισμός. Οσο τα πάντα παράγονται με βάση το κέρδος του κεφαλαίου, όσο το κυνηγητό του μέγιστου κέρδους αποτελεί την «υπέρτατη αξία» του τρόπου παραγωγής, τόσο το κεφάλαιο θα αναζητά τρόπους για να κερδοσκοπεί.
«Τα κέρδη και οι ζημιές από τις διακυμάνσεις των τιμών των τίτλων αυτών ιδιοκτησίας (σ.σ. πάνω σε επιχειρήσεις εταιριών, σε σιδηροδρόμους, ορυχεία κτλ.) καθώς και η συγκεντροποίησή τους στα χέρια βασιλιάδων των σιδηροδρόμων κλπ, από τη φύση του πράγματος είναι όλο και περισσότερο το αποτέλεσμα του κερδοσκοπικού παιχνιδιού που εμφανίζεται στη θέση της εργασίας, σαν ο πρωταρχικός τρόπος απόκτησης κεφαλαίου και που μπαίνει επίσης στη θέση της άμεσης βίας»[9]. Η παραπάνω επισήμανση του Μάρξ, που έγινε πριν από ενάμιση περίπου αιώνα, επιβεβαιώνεται σήμερα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο.
Γιατί όμως το κεφάλαιο αναζητά τέτοιους τρόπους αποκόμισης κερδών και δεν αρέσκεται στο να εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία μόνο με τον «κλασικό τρόπο» (δηλαδή με την αποκόμιση υπεραξίας στην παραγωγή); Πέρα απ’ αυτό όμως, αποτελεί μόνο η κερδοσκοπία την πηγή του κακού που ακούει στο όνομα «παγκόσμια κρίση»; Ποιος είναι τέλος ο δρόμος που διαφαίνεται ότι θα ακολουθήσει αυτή η κρίση; Σε αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. Στατιστικά στοιχεία Ομοσπονδιακής Τράπεζας ΗΠΑ (https://www.federalreserve.gov/releases/z1/Current/z1r-5.pdf, βλ. πίνακα Β.100, γραμμές 31 & 48).
2. Για περαιτέρω ανάλυση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων βλ. «Κόντρα» αρ. φύλλου 528, 18/10/08.
3. «Θα εξαπλωθεί το χάος των “subprimes” στην οικονομία;» Ερωταποκρίσεις σε άρθρο του Associated Press, 13/3/2007.
4. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: «Global Financial Stability Report», 21/4/2009.
5. «H Γουόλ Στριτ επιδιώκει κέρδη με τα λεφτά των ασφαλίσεων ζωής», New York Times, 6/9/09.
6. Σύμφωνα με γερμανό οικονομολόγο ((F.W. Engdahl), το 60% της τιμής του πετρελαίου εκείνη την περίοδο οφειλόταν σε καθαρή κερδοσκοπία που καθοδηγόνταν από μεγάλες εμπορικές τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές. Πιο αναλυτικά για τη φούσκα του μαύρου χρυσού βλ. στη σειρά άρθρων που είχαμε δημοσιεύσει στην «Κόντρα» με τίτλο «Πετρέλαιο: Η κρυφή γοητεία της “ελεύθερης αγοράς”» (αρ. φύλλων 513, 514 και 515, Ιούνης 2008).
7. Η επισιτιστική κρίση, που προκλήθηκε από την ραγδαία αύξηση των τιμών των τροφίμων, εμφανίστηκε σαν να οφείλεται στα βιοκαύσιμα. Δεν ήταν όμως τίποτε περισσότερο από το αποτέλεσμα της δράσης των χρηματιστών, που επεδίωξαν να αυξήσουν τα κέρδη τους χρησιμοποιώντας τα μελλοντικά συμβόλαια. Πιο αναλυτικά βλ. «Κόντρα», αρ. φύλλου 509, 10/5/08.
8. Τετραμηνιαία έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements), Ιούνης 2009, πίνακας 19 (https://www.bis.org/statistics/otcder/dt1920a.pdf).
9. Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος
τρίτος, σελ. 602.