Σε νέο μέτωπο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» εξελίσσεται η Χερσόνησος του Σινά καθώς κλιμακώνονται οι επιθέσεις ανάμεσα στις ένοπλες ισλαμικές ομάδες που δρουν στην περιοχή και στον αιγυπτιακό στρατό.
Η Χερσόνησος του Σινά είναι το μόνο τμήμα του αιγυπτιακού εδάφους που βρίσκεται στην Ασία και λειτουργεί ουσιαστικά ως γέφυρα ανάμεσα στην Ασία και την Αφρική. Λόγω της στρατηγικής γεωπολιτικής θέσης της ήταν ανέκαθεν πεδίο συγκρούσεων μεταξύ διάφορων δυνάμεων, ενώ το γεγονός ότι συνορεύει με το Ισραήλ και τη Λωρίδα της Γάζας καθιστά τον έλεγχό της ύψιστης σημασίας.
Στην περιοχή δρούσαν και παλιότερα ένοπλες ομάδες που επιδίδονταν σε επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ, εκτοξεύοντας σποραδικά ρουκέτες από τα σύνορα, αλλά και εναντίον των αιγυπτιακών δυνάμεων Ασφάλειας, είτε ως αντίποινα για συλλήψεις είτε λόγω της βαθιάς λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στο καθεστώς Μουμπάρακ. Η λαϊκή εξέγερση το Γενάρη του 2011 αγκάλιασε και τη Χερσόνησο του Σινά, ο πληθυσμός της οποίας υπέφερε όχι μόνο από την κρατική καταστολή αλλά και από την εξαθλίωση και την πλήρη εγκατάλειψη από μέρους του καθεστώτος Μουμπάρακ. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την πτώση του Μουμπάρακ, ένοπλοι επιτέθηκαν στα αστυνομικά τμήματα και έδιωξαν τις αστυνομικές δυνάμεις από τις συνοριακές πόλεις. Πολλοί απ’ αυτούς αργότερα δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Παράλληλα, οι ένοπλες ισλαμικές ομάδες ενισχύθηκαν και συνέχισαν τις επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων, κυρίως με σαμποτάζ στον αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου από την Αίγυπτο στο Ισραήλ, αλλά και εναντίον του αιγυπτιακού στρατού και της αστυνομίας.
Η πλειοψηφία του πληθυσμού στη Χερσόνησο του Σινά στήριξε την εκλογή του Μοχάμεντ Μόρσι, ο οποίος είχε δώσει άφθονες υποσχέσεις για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Η καθαίρεσή του από το στρατό στις 3 Ιούλη έθεσε τέρμα στην πολιτική που ακολούθησε στη διάρκεια της προεδρίας του στο πρόβλημα του Σινά, δηλαδή των διαπραγματεύσεων με τις ένοπλες ομάδες με στόχο να περιοριστούν οι επιχειρήσεις του στρατού εναντίον τους με αντάλλαγμα το σταμάτημα των επιθέσεων εναντίον του στρατού. Ταυτόχρονα, η καθαίρεση Μόρσι θεωρήθηκε από ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού ως επίθεση εναντίον του Ισλάμ.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 3ης Ιούλη άνοιξε το δρόμο για την κλιμάκωση των επιθέσεων από τις ένοπλες ισλαμικές ομάδες, πολλές από τις οποίες τώρα συνεργάζονται και καλούν ανοιχτά σε «ιερό πόλεμο» εναντίον του αιγυπτιακού στρατού. Επιθέσεις του τύπου «χτυπάμε και φεύγουμε» εναντίον των αιγυπτιακών δυνάμεων γίνονται σχεδόν καθημερινά στο βόρειο Σινά, ενώ τελευταία έχουν ξεκινήσει και οι επιθέσεις αυτοκτονίας. Μετά την καθαίρεση από το στρατό του Μόρσι έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 80 αστυνομικοί και στρατιώτες, με πιο πολύνεκρη την επίθεση της 19ης Αυγούστου, όταν ένοπλοι έσυραν από λεωφορείο 25 νεοσύλλεκτους αστυνομικούς, τους έριξαν στο έδαφος και τους εκτέλεσαν.
Αιγυπτιακές στρατιωτικές πηγές εκτιμούν ότι οι αντάρτες που επιχειρούν στη Χερσόνησο του Σινά ξεπερνούν τις 5.000, ότι οι επικεφαλής τους ανήκουν ή συνεργάζονται με ισχυρές τοπικές φυλές για να εξασφαλίζουν προστασία και όπλα και ότι υπάρχουν τουλάχιστον 9 στρατόπεδα εκπαίδευσης κρυμμένα σε χωριά που ελέγχονται από συνεργαζόμενες φυλές ή σε εξαιρετικά ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές. Αντίθετα, ο Ισμαήλ ελ – Ισκανταράνι, ερευνητής στο Αιγυπτιακό Κέντρο για τα Κοινωνικά και Οικονομικά Δικαιώματα, ο οποίος μελετά και γράφει για το Σινά, υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπολογιστεί ο αριθμός των ανταρτών ούτε των στρατοπέδων, γιατί κρύβονται μέσα σε χωριά, στα σπίτια με τις οικογένειές τους.
Στις επιθέσεις των ανταρτών ο στρατός απαντά με κλιμάκωση των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων βομβαρδίζοντας υποτιθέμενες θέσεις ανταρτών, κρησφύγετα και οπλοστάσια σε βουνά και χωριά, με θύματα κυρίως άμαχους. Η τελευταία και η μεγαλύτερη εκκαθαριστική επιχείρηση του στρατού σε καιρό ειρήνης ξεκίνησε, με τη συμμετοχή 2.000 στρατιωτών και την υποστήριξη επιθετικών ελικοπτέρων, στις 7 Σεπτέμβρη στο βόρειο Σινά. Οι επιχειρήσεις του στρατού προκαλούν έντονες αντιδράσεις ιδιαίτερα από Σαλαφιστές, που αποτελούν σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, οι οποίοι καταγγέλλουν κύμα διώξεων και συλλήψεων εναντίον τους λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και της εμφάνισής τους, ενώ ισχυροί φύλαρχοι και ο πιο επιφανής ισλαμιστής δικαστής στο βόρειο Σινά, ο Χαμντίν Αμπού Φαϊζάλ, προειδοποιούν ότι ακόμη κι αυτοί που έχουν αποκηρύξει τη βία θα ξαναπάρουν τα όπλα για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από τα άδικα και ταπεινωτικά μέτρα που παίρνονται και ότι η πολιτική που εφαρμόζεται τώρα στην πραγματικότητα πολλαπλασιάζει τον αριθμό των καταπιεσμένων και απογοητευμένων και τους ωθεί να γίνουν αντάρτες.
Στην τελευταία εκκαθαριστική επιχείρηση του στρατού οι αντάρτες απάντησαν με μια θεαματική διπλή επίθεση αυτοκτονίας στις 11 Σεπτέμβρη σε στρατιωτικό στόχο, κατά την οποία σκοτώθηκαν τουλάχιστον 6 και τραυματίστηκαν 17 στρατιώτες. Ενα αυτοκίνητο – βόμβα ανατινάχτηκε στο φυλάκιο ελέγχου στην πύλη του κτιρίου της τοπικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην πόλη της Ράφα και ένα άλλο λίγο πιο μέσα. Από την έκρηξη κατέρρευσε το διώροφο κτίριο και έσπασαν τα τζάμια σε άλλα κτίρια στην περιοχή.
Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε η ένοπλη ομάδα Ανσάρ Μπέιτ αλ – Μακντίς (Παρτιζάνοι της Ιερουσαλήμ), η οποία είχε επίσης αναλάβει την ευθύνη για την επίθεση την περασμένη βδομάδα εναντίον του αιγύπτιου υπουργού Εσωτερικών. Σε ανακοίνωσή της κατηγόρησε τον τελευταίο και τον αρχηγό του στρατού Αμπντέλ Φατάχ ελ – Σίσι ως υπεύθυνους για τη δολοφονία εκατοντάδων οπαδών του Μόρσι και κάλεσε όλους τους Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο να μείνουν μακριά από όλες τις εγκαταστάσεις του στρατού και του υπουργείου Εσωτερικών για να σώσουν τη ζωή τους.
Οι τρεις αυτές επιθέσεις (η μία στην καρδιά του Καΐρου) είναι οι πρώτες αυτής της κλίμακας μετά την πτώση του Μουμπάρακ.
Μπορεί η στρατιωτική χούντα να έχει καταφέρει με ένα πρωτοφανές πογκρόμ εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων να καταστείλει και να περιορίσει προσωρινά τις αντιδράσεις και τις διαδηλώσεις ενάντια στο στρατιωτικό πραξικόπημα, όμως με το Σινά δεν θα ξεμπερδέψει ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Αντίθετα, μπορεί να αποδειχθεί η αχίλλειος πτέρνα της στρατιωτικής χούντας και του στρατού.