Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει έστω και ένας νοήμων άνθρωπος σ’ αυτό τον πλανήτη που να πιστεύει πραγματικά ότι η ιρανική κρίση, που έχει φουντώσει για τα καλά τις τελευταίες βδομάδες, οφείλεται στον κίνδυνο ανάπτυξης πυρηνικών όπλων από το Ιράν. Αλλωστε, είναι πασίγνωστο πλέον, ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου από το Ιράν στην παρούσα φάση (κάτω του 5%) απέχει παρασάγγας από το ποσοστό που χρειάζεται για την κατασκευή πυρηνικών όπλων (πάνω από 80%-90%). Ακόμα, όμως, κι αν κάποτε το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αυτά θα είναι σαφώς πολύ κατώτερα απ’ το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ και του Ισραήλ, πράγμα που θα δρα αποτρεπτικά σε κάθε σκέψη να τα χρησιμοποιήσει, αφού θα γνωρίζει ότι τα αντίποινα θα είναι χειρότερα. Οταν ακόμα και χώρες που διαθέτουν πυρηνικά και βρίσκονται σε χρόνια αντιπαράθεση (π.χ. Ινδία και Πακιστάν) δεν έχουν τολμήσει να χρησιμοποιήσουν αυτό το όπλο, πόσο θα μπορεί να το κάνει το Ιράν απέναντι σε στρατιωτικούς κολοσσούς, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ;
Παρολαυτά, οι Αμερικάνοι εμμένουν στην επιβολή κυρώσεων στο Ιράν και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (Τετάρτη βράδυ) καταθέτουν σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που βασίζεται στο άρθρο 7 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, με το οποίο εξουσιοδοτείται το ΣΑ να πάρει όποια μέτρα χρειάζεται (ακόμα και στρατιωτικά) όταν κρίνει ότι απειλείται η παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Ρωσία και η Κίνα έχουν δηλώσει ότι δεν αποδέχονται σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε επιβολή κυρώσεων, αφήνοντας ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι θα βάλουν βέτο σε ένα τέτοιο ψήφισμα (ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ ήταν αρκετά ξεκάθαρος σ’ αυτό το θέμα). Ομως οι Αμερικάνοι δε φαίνονται διατεθειμένοι να υποχωρήσουν και δηλώνουν διά στόματος του πρεσβευτή τους στον ΟΗΕ, ότι αν δεν ψηφιστεί το σχέδιο που καταθέτουν, θα προχωρήσουν μόνοι τους στην επιβολή κυρώσεων με όσες χώρες δηλώσουν πρόθυμες για κάτι τέτοιο.
Το παιχνίδι χοντραίνει επικίνδυνα, λοιπόν, όμως οι Αμερικάνοι ζορίζονται. Κι αυτό γιατί τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα απ’ την προηγούμενη «αντιτρομοκρατική» τους εκστρατεία στο Ιράκ, όχι μόνο γιατί το Ιράν δεν είναι Ιράκ, όπως λέγεται σ’ όλους τους τόνους ακόμα κι απ’ τους ίδιους τους αμερικάνους αξιωματούχους (υπονοώντας ότι έχει διαφορετική βαρύτητα στον παγκόσμιο οικονομικοπολιτικό χάρτη), αλλά γιατί η Ιρακινή αντίσταση δεν τους έχει επιτρέψει να πετύχουν τους στόχους που ήθελαν στο Ιράκ. Δεν θα ήταν υπερβολή να σημείωνε κανείς, ότι η Ιρακινή αντίσταση αποτελεί στη σημερινή συγκυρία τον βασικότερο παράγοντα για την αποτροπή ενός νέου πολεμικού μετώπου στο Ιράν. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ιρακινή κυβέρνηση, που συνεργάζεται με τους Αμερικάνους, έχει στενές σχέσεις με το Ιράν και το πρώτο κόμμα που την στηρίζει (το «Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράκ») έχει μακροχρόνιους δεσμούς με την Τεχεράνη. Με τη δεδομένη κατάσταση στο Ιράκ, μια ενδεχόμενη επίθεση στο Ιράν όχι μόνο θα επαναστατικοποιούσε όλους τους λαούς της περιοχής αλλά θα έκανε θρύψαλα όλη την πολιτική διαδικασία που έχουν στήσει οι Αμερικάνοι στο Ιράκ, με απρόβλεπτες γι’ αυτούς συνέπειες, προσθέτοντας και τους Σιίτες στο πλευρό της αντίστασης.
Γι’ αυτό ακόμα κι ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Τζακ Στρο δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν τίθεται ζήτημα στρατιωτικών μέτρων κατά της Τεχεράνης, ενώ οι Αμερικάνοι, διά στόματος του τρίτου στην ιεραρχία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νίκολας Μπερνς δηλώνουν ότι υπάρχει ακόμα δρόμος μέχρι να εξαντληθούν τα διπλωματικά μέσα, επισημαίνοντας ότι δεν τίθεται θέμα κυρώσεων όσον αφορά στο πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο του Ιράν και προβλέποντας ότι θα χρειαστούν ακόμα μήνες για να υπάρξει διεθνής στήριξη για την επιβολή κυρώσεων που σε πρώτη φάση θα έχουν να κάνουν με τεχνολογικά προϊόντα και πολεμικό εξοπλισμό.
Αφού τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα για τους Αμερικάνους, γιατί χοντραίνουν το παιχνίδι; Μήπως απλά για να κερδοσκοπήσουν κάποιοι καπιταλιστικοί όμιλοι με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου (που οι ίδιοι οι αστοί οικονομολόγοι παραδέχονται ότι τα 20 δολάρια της τωρινής τιμής οφείλονται στην κερδοσκοπία); Αυτό, όμως, πέρα απ’ το γεγονός ότι πλήττει τομείς της ίδιας της αμερικάνικης οικονομίας, ισχυροποιεί ταυτόχρονα και τη Ρωσία, που τον τελευταίο χρόνο έχει αυξήσει δραστικά την παραγωγή της (τον περασμένο Γενάρη η παραγωγή ήταν αυξημένη κατά 21% σε σχέση με πριν από δύο χρόνια).
Το ερώτημα πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να τεθεί διαφορετικά. Είναι δυνατόν οι Αμερικάνοι να μείνουν απαθείς, όταν βλέπουν τη δυναμική επανεμφάνιση της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή (με όπλο το Φυσικό Αέριο) και την ταχύτατη ανάπτυξη της Κίνας, το ΑΕΠ της οποίας αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό απ’ το αμερικάνικο; Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (όσο κι αν δεν είναι «της μόδας» αυτός ο όρος, αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την πραγματικότητα) είναι που κινούν τα νήματα. Εάν οι Αμερικάνοι κατορθώσουν να αποσπάσουν το Ιράν απ’ τη ρωσική σφαίρα επιρροής, θα έχουν πετύχει μια πολύ μεγάλη νίκη στη Μέση Ανατολή. Αυτό ίσως ελπίζουν ότι θα το εξασφαλίσουν με μια τακτική οικονομικού στραγγαλισμού της Τεχεράνης, σκεφτόμενοι μήπως μ’ αυτό τον τρόπο ανοίξει ο δρόμος στις δυτικόφιλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας να αναλάβουν δράση. Ομως, κι αυτό είναι αρκετά αμφίβολο, όπως επισημαίνει πρόσφατη έκθεση του αμερικάνικου «Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών», που μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Η φύση του καθεστώτος στο Ιράν είναι πολύ αμφίβολο να αλλάξει με τις κυρώσεις και οι οικονομικοί περιορισμοί ίσως βοηθήσουν το καθεστώς να ισχυροποιήσει την εξουσία του. Ο ιρανικός πληθυσμός φαίνεται να στηρίζει την προσπάθεια του Ιράν για να γίνει πυρηνική δύναμη, πολιτική και στρατιωτική. Η ιρανική κοινή γνώμη μπορεί να μην είναι “αντι-αμερικάνικη” όσο σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά δεν είναι ούτε “φιλο-αμερικάνικη”. Η προσπάθεια του Ιράν να αποκτήσει πυρηνική ικανότητα έχει γίνει ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας. Η ιδέα ότι το Ιράν κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην παγκόσμια σκηνή υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των Ιρανών. Οι οικονομικές κυρώσεις από το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι αμφίβολο αν θ’ αλλάξουν αυτή την δημοφιλή άποψη σχετικά με την ελπίδα ότι το Ιράν θα γίνει μια περιφερειακή υπερδύναμη. Οι Ιρανοί βλέπουν την Ισλαμική Δημοκρατία, παρά τις όποιες διαφωνίες σε ορισμένες εσωτερικές πολιτικές, σαν κληρονομιά του Περσικού πολιτισμού, που θα πρέπει να γίνει μία περιφερειακή υπερδύναμη» («Πυρηνικά Οπλα στο Ιράν; Οι επιλογές σε περίπτωση που η διπλωματία αποτύχει», έκθεση του CSIS, 7/4/2006).
Το Ιράν απ’ τη μεριά του δεν έχει περιθώρια να κάνει πίσω. Η πυρηνική ενέργεια δεν χρησιμοποιείται για να μετατραπεί το Ιράν σε «περιφερειακή υπερδύναμη» αλλά είναι εργαλείο για την παραπέρα οικονομική ανάπτυξη και ενδυνάμωση των συμφερόντων της ιρανικής κεφαλαιοκρατίας στη διεθνή σκηνή (κάτι που όλες οι χώρες άλλωστε επιζητούν). Η «μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο» δεν είναι και τόσο «υπερδύναμη» τελικά. Ομως αυτό δε σημαίνει ότι, αν οι λαοί συνεχίσουν να είναι παρατηρητές των εξελίξεων, τα τύμπανα του πολέμου δεν θα ηχήσουν ξανά, καθώς οι αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων γίνονται ολοένα και πιο σφοδρές και επικίνδυνες.