Η στρατιωτική χούντα που κυβερνά τη χώρα μετά την καθαίρεση στις 3 Ιούλη του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι ανακοίνωσε την περασμένη Κυριακή, 1η Σεπτέμβρη, δια στόματος του ανώτατου εισαγγελέα της χώρας, την παραπομπή σε δίκη του ανατραπέντος προέδρου, που κρατείται σε μυστική τοποθεσία, και 14 ακόμη ηγετών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας με την κατηγορία της υποκίνησης της δολοφονίας διαδηλωτών.
Η απόφαση έρχεται μετά τη δολοφονία τουλάχιστον 900, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, υποστηρικτών του Μόρσι από το στρατό και την αστυνομία και τις μαζικές συλλήψεις (περισσότερες από 2.000) ηγετών, μελών και υποστηρικτών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Και μάλιστα τη στιγμή που ο αιμοσταγής δικτάτορας Χόσνι Μουμπάρακ, που κυβέρνησε τη χώρα για 30 χρόνια μέχρι το Φεβρουάριο του 2011, αποφυλακίστηκε με δικαστική απόφαση πριν από δύο βδομάδες και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι την επόμενη δίκη του.
Η παραπομπή σε δίκη του Μόρσι και 14 ηγετών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας δείχνει καθαρά ότι η ηγεσία του στρατού, που εκμεταλλεύτηκε τη μαζική δυσαρέσκεια για την πολιτική Μόρσι και εγκαθίδρυσε στρατιωτική δικτατορία με πολιτικό μανδύα, δεν έχει πρόθεση να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση ή σε κάποιο συμβιβασμό με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, παρά μόνο αν η τελευταία υποχωρήσει και αποδεχτεί τον «οδικό χάρτη προς τη δημοκρατία» που προτείνει ο στρατός. Αντίθετα είναι αποφασισμένη να συνεχίσει τον πόλεμο σε όλα τα μέτωπα για να αποδυναμώσει τα μέγιστα την Αδελφότητα, συνεχίζοντας το όργιο της κρατικής καταστολής και την εκκωφαντική εκστρατεία παραπληροφόρησης, φίμωσης των επικριτών της και κατασυκοφάντησης των Αδελφών Μουσουλμάνων ως «τρομοκρατών», «συνεργατών με ξένα κέντρα», «υπονομευτών της αιγυπτιακής οικονομίας» κ. ά.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν την παραπομπή σε δίκη του Μόρσι και των άλλων ηγετών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή. Στις 2 Σεπτέμβρη, μια ομάδα δικαστών που ορίστηκε από τις μαριονέτες της κυβέρνησης πρότεινε τη διάλυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας επικαλούμενη ότι λειτουργεί εκτός της υπάρχουσας νομοθεσίας. Η πρόταση αυτή δεν είναι μεν δεσμευτική για το δικαστήριο που θα γίνει στις 12 Νοέμβρη, ωστόσο δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα συνεπικουρούμενη από τα κρατικά και τα ιδιωτικά μίντια που συντάσσονται με την κυβερνητική πολιτική της άγριας καταστολής και των διώξεων σε βάρος των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Στις 3 Σεπτέμβρη ξεκίνησε μια βιομηχανία δικών σε βάρος χιλιάδων συλληφθέντων κατά τις διαδηλώσεις που ακολούθησαν την καθαίρεση από το στρατό του Μόρσι, οι οποίοι βαρύνονται με κατηγορίες από υποκίνηση βίας, κατοχή και χρήση όπλων μέχρι δολοφονίες. Την ημέρα αυτή στρατιωτικό δικαστήριο εξέδωσε τις πρώτες καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος υποστηρικτών του Μόρσι, καταδικάζοντας έναν σε ισόβια και επιβάλλοντας ποινές από 5 μέχρι 15 χρόνια σε 51κατηγορούμενους για επιθέσεις εναντίον του στρατού κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στο λιμάνι του Σουέζ τον περασμένο μήνα.
Την ίδια μέρα, αιγυπτιακό δικαστήριο διέταξε το τοπικό Αl Jazeera Egypt Live (Al Jazeera Mubasher Misr) και τρία άλλα κανάλια να κλείσουν τα γραφεία τους και να σταματήσουν τη λειτουργία τους, επικαλούμενο ότι παραβίαζαν τους κανόνες μετάδοσης. Στην απόφαση αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι τα κανάλια αυτά «βλάπτουν την εθνική ασφάλεια», «αναμεταδίδουν ψέματα στον αιγυπτιακό λαό», «κατασκευάζουν ειδήσεις», «δυσφημούν τις ένοπλες δυνάμεις» και «παραβιάζουν τον επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας».
Με την ίδια απόφαση κλείνει το κανάλι Ahrar 25, προσκείμενο στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, το οποίο βγήκε στον αέρα όταν απαγορεύτηκε από το στρατό η λειτουργία του Misr 25 της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, και τεσσάρων ακόμη ισλαμικών καναλιών αμέσως μετά την ανατροπή του Μόρσι. Το τρίτο κανάλι που κλείνει με την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση είναι το ιορδανικό Yarmouk και το τέταρτο το Al Quds, που πρόσκειται στη Χαμάς.
Απαντώντας ο τοπικός συντονιστής της οργάνωσης «Committee to Protect Journalists», με έδρα τη Νέα Υόρκη, Σερίφ Μανσούρ, μεταξύ άλλων δήλωσε ότι «η αιγυπτιακή κυβέρνηση διευρύνει την εκστρατεία λογοκρισίας ενάντια στα μίντια που της ασκούν κριτική για να υπονομεύσει την κάλυψη των διαδηλώσεων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Οπως οι προκάτοχοί τους, προφανώς δεν αντιλαμβάνονται ότι η επιχειρούμενη καταστολή και φίμωση των φωνών που διαφωνούν μόνο τη διαφωνία δυναμώνουν».
Θύματα της διευρυνόμενης εκστρατείας λογοκρισίας και φίμωσης των ενοχλητικών για τη στρατιωτική δικτατορία μίντια είναι και αρκετοί δημοσιογράφοι, που συλλαμβάνονται ή υποβάλλονται σε ποικίλες πιέσεις και εκβιασμούς. Για παράδειγμα, σε επιδρομή του στρατού στα γραφεία του Αλ Τζαζίρα στο Κάιρο, αμέσως μετά την ανατροπή Μόρσι, συνελήφθησαν 24 μέλη του προσωπικού και αργότερα αφέθηκαν ελεύθερα, ενώ την 1η Σεπτέμβρη απελάθηκαν τρεις ξένοι δημοσιογράφοι του προσωπικού του Al Jazeera English, που είχαν συλληφθεί ενώ έκαναν ρεπορτάζ και κρατήθηκαν για μια βδομάδα, με την κατηγορία ότι εργάζονταν παράνομα. Δύο μέρες νωρίτερα, στις 30 Αυγούστου, η αστυνομία έκανε επιδρομή στα γραφεία του Al – Jazeera Egypt Live σε τρεις περιοχές, κατάσχεσε όλο τον εξοπλισμό τους και τα έκλεισε, λόγω «έλλειψης επαγγελματικής ηθικής». Επίσης, σύμφωνα με τους «Reporters without Borders», μετά την ανατροπή του Μόρσι, πέντε δημοσιογράφοι έχουν χάσει τη ζωή τους και 80 έχουν αυθαίρετα συλληφθεί, από τους οποίους εφτά παραμένουν στις φυλακές, ενώ τουλάχιστον 40 έχουν δεχτεί επιθέσεις.
Ο Χόσνι Μουμπάρακ μπορεί να αισθάνεται περήφανος για τους διαδόχους του. Η πανίσχυρη οικονομικά και πολιτικά στρατιωτική κάστα με τους μηχανισμούς καταστολής (στρατό, αστυνομία, δικαιοσύνη), που έμειναν ουσιαστικά άθικτοι μετά την πτώση του Μουμπάρακ, παίρνει τη ρεβάνς από τη λαϊκή εξέγερση του 2011. Εκμεταλλευόμενη τη μαζική δυσαρέσκεια για την πολιτική Μόρσι, που κυβέρνησε επί ένα χρόνο ως βοναπάρτης, φόρεσε τη μάσκα του «εκφραστή της λαϊκής βούλησης» και του «υπερασπιστή της επανάστασης και της δημοκρατικής ομαλότητας» για να προλάβει μια νέα λαϊκή εξέγερση και να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό της τις πολιτικές εξελίξεις. Σ’ αυτή τη φάση επιχειρεί να τσακίσει τον ισχυρότερο πολιτικό της αντίπαλο, τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, για να τους επιβάλει τους δικούς της όρους. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι πιο σημαντικό και συνάμα επικίνδυνο αντίπαλο θεωρεί η στρατιωτική κάστα μια νέα λαϊκή εξέγερση. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα στρέψει τα πυρά της και σε όποιον αρθρώνει κάποιο ριζοσπαστικό λόγο, χαρακτηρίζοντας «τρομοκρατία» κάθε μορφή αντίστασης. Με το πρωτοφανές πογκρόμ που έχει εξαπολύσει ενάντια στους Αδελφούς Μουσουλμάνους αποσκοπεί, εκτός των άλλων, να παγώσει και να αποτρέψει κάθε μορφή διαμαρτυρίας και αντίστασης στη στρατιωτική δικτατορία. Και μέχρι στιγμής φαίνεται να το πετυχαίνει όσον αφορά στο πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της νεολαίας και της εργαζόμενης κοινωνίας που συμμετείχε και μάτωσε στη λαϊκή εξέγερση του 2011. Γιατί τουλάχιστον σ’ αυτό το κομμάτι, οι όποιες αυταπάτες για το ρόλο του στρατού στην ανατροπή Μόρσι πολύ σύντομα θα γίνουν σκόνη, αν δεν έχουν ήδη γίνει.