Υστερα από δύο βδομάδες σκληρών διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία με επίκεντρο την αναφορά στη χρήση βίας, εγκρίθηκε τελικά ομόφωνα στις 27 Σεπτέμβρη από το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ το ψήφισμα 2118 για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας. Η απόφαση αναφέρει ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα επιβάλλει μέτρα με βάση το κεφάλαιο 7 του Χάρτη του ΟΗΕ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της Συρίας. Με τη διαφορά ότι γι’ αυτό απαιτείται η λήψη νέας απόφασης, που σημαίνει ότι η Ρωσία μπορεί και πάλι να μπλοκάρει την επιβολή κυρώσεων, μεταξύ των οποίων και τη χρήση βίας, σε βάρος της Συρίας. Επίσης, το Συμβούλιο Ασφαλείας επικύρωσε για πρώτη φορά τον οδικό χάρτη για την πολιτική μετάβαση στη Συρία, που είχε υιοθετηθεί από τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους τον Ιούνιο του 2012, και κάλεσε να συγκληθεί όσο το δυνατόν συντομότερα διεθνής διάσκεψη για την εφαρμογή του.
Το ψήφισμα συνιστά ένα συμβιβασμό που αντανακλά τόσο το συσχετισμό δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές που αναμειγνύονται στον πόλεμο της Συρίας όσο και την κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της χώρας. Είναι σαφές ότι οι Αμερικάνοι δεν μπορούν να αγνοήσουν το ρόλο και τις αντιδράσεις της Ρωσίας και αναβάλλουν την εμπλοκή τους σε ένα πόλεμο με απροσδιόριστη έκβαση. Το καθεστώς Ασαντ παίρνει μια γερή ανάσα και επιβεβαιώνει το ρόλο του ως συνομιλητής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αντίθετα, η ήδη αδύναμη και ανυπόληπτη στο εσωτερικό πολιτική αντιπολίτευση, που αναγνωρίζεται από τη Δύση και έθετε μέχρι τώρα ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της σε διαπραγματεύσεις την παραίτηση του Μπασάρ Ασαντ, ο Συριακός Εθνικός Συνασπισμός, αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο. Ωστόσο, η κατάσταση στο εσωτερικό της Συρίας είναι τόσο πολύπλοκη, ώστε ακόμη κι αν το ψήφισμα του Σ.Α του ΟΗΕ εφαρμοστεί στο ακέραιο και υλοποιηθεί η διεθνής διάσκεψη, η αποκαλού-μενη Γενεύη 2, δε σημαίνει ότι θα ανοίξει ο δρόμος για τον τερματισμό του πολέμου. Γιατί απλούστατα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η όποια συμφωνία προκύψει θα γίνει αποδεχτή από την πλειοψηφία των δυνάμεων που πολεμούν και χύνουν το αίμα τους μέσα στη Συρία.
Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από μια ακόμη σημαντική πολιτική εξέλιξη τις τελευταίες μέρες. Στις 24 Σεπτέμβρη, 13 από τις πιο ισχυρές και αξιόμαχες ομάδες ανταρτών ανακοίνωσαν ότι συγκροτούν μια νέα συμμαχία η οποία δεν αναγνωρίζει το Συριακό Εθνικό Συνασπισμό. Στην ανακοίνωση αυτή, με τίτλο «Ανακοινωθέν Νο 1», μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι όλες οι στρατιωτικές και πολιτικές δυνάμεις πρέπει να ενώσουν τις γραμμές τους «σε ισλαμικό πλαίσιο, που θα βασίζεται στο νόμο της Σαρία, η οποία θα είναι η μόνη πηγή νομοθεσίας». Ακόμη ότι αυτοί που υπογράφουν μπορούν να εκπροσωπούνται μόνο από εκείνους που ζουν και θυσιάζονται για την επανάσταση και ότι δεν εκπροσωπούνται από ομάδες εξόριστων και πιο συγκεκριμένα από το Συριακό Εθνικό Συνασπισμό και την εξόριστη κυβέρνηση του Αχμέντ Τούμα που είναι στα σκαριά, επισημαίνοντας ότι αυτές οι ομάδες δεν τους εκπροσωπούν και δεν τις αναγνωρίζουν.
Οι ομάδες που υπογράφουν την ανακοίνωση αυτή αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των ανταρτών στη βόρεια Συρία. Υπογράφουν όμως και ομάδες από την περιοχή της Χομς και της Δαμασκού.
Είναι γνωστό ότι από καιρό υπάρχει έλλειψη επαφής και δυσπιστία απ’ αυτούς που πολεμούν και χύνουν το αίμα τους μέσα στη Συρία απέναντι στις πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις πολιτικών παραγόντων που ζουν στο εξωτερικό. Τόσο ο Συριακός Εθνικός Συνασπισμός όσο και το αποκαλούμενο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, που διορίστηκε αργότερα για να συνενώσει υπό κοινή διοίκηση τις διάσπαρτες ένοπλες ομάδες («κοσμικές» και «μετριοπαθείς ισλαμικές») που αναφέρονταν στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, είχαν και έχουν μικρό έλεγχο πάνω στις ομάδες αυτές. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές ισλαμικές αντάρτικες ομάδες, ανάμεσά τους η ισχυρότερη, το Μέτωπο Αλ Νούσρα, δεν αναγνώρισαν ποτέ το Συριακό Εθνικό Συνασπισμό, ενώ συνεργάζονταν και πολεμούσαν πολλές φορές με ομάδες της φερόμενης ως ένοπλης πτέρυγάς του, του Ελεύθερου Συριακού Στρατού.
Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι την ανακοίνωση για τη συγκρότηση της νέας ισλαμικής συμμαχίας υπογράφουν τουλάχιστον τρεις από τους ισχυρότερους αντάρτικους σχηματισμούς, που πολεμούσαν με τη σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και συνεργάζονταν με το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο. Είναι η «Ταξιαρχία al Tawid», η «Ταξιαρχία al Islam» και η «Suqour al Sham», που θεωρούνται «μετριοπαθείς» ισλαμιστές. Ακόμη σημαντικότερο από το γεγονός ότι φυλλοροεί ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός είναι το ότι οι αντάρτικοι αυτοί σχηματισμοί βάζουν την υπογραφή τους σε μια συμμαχία με τους «σκληρούς ισλαμιστές» του Μετώπου Αλ Νούσρα, που έχει χαρακτηριστεί «τρομοκρατική οργάνωση» από το Λευκό Οίκο και θεωρείται «παρακλάδι της Αλ Κάιντα».
Μέσα σε λίγες μέρες, περισσότερες από 30 ομάδες ανταρτών απ’ όλη τη χώρα συνυπέγραψαν το «Ανακοινωθέν Νο 1», σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Reuters» (27/9/ 13). Και έπεται συνέχεια, με δεδομένο ότι οι ισλαμιστές αντάρτες όλων των αποχρώσεων υπολογίζονται από διάφορους αναλυτές στο 50% περίπου του συνόλου των ανταρτών στη Συρία.
Η εξέλιξη αυτή συνιστά ισχυρό πλήγμα για το Συνασπισμό της αντιπολίτευσης. Μειώνει την αξιοπιστία και την ήδη μικρή επιρροή του και αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική του δυνατότητα στην αναμενόμενη διεθνή διάσκεψη, αν και όταν φυσικά συγκληθεί. Ταυτόχρονα υπονομεύει τις προσπάθειες του Λευκού Οίκου να συγκροτήσει μια αξιόπιστη πολιτική αντιπολίτευση που θα αντικαταστήσει το καθεστώς Ασαντ και θα εξυπηρετεί τα αμερικάνικα συμφέροντα, ενώ δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στις αμερικανορωσικές διπλωματικές κινήσεις για την εξεύρεση κάποιας μεταβατικής πολιτικής λύσης σε βάρος φυσικά πάντα του συριακού λαού.
Δεν μπορεί να προβλέψει κανείς αυτή τη στιγμή αν η ισλαμική συμμαχία που συγκροτείται θα κρατήσει, με δεδομένες τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις ομάδες που συμμετέχουν, όπως για παράδειγμα το πώς αντιλαμβάνονται την εφαρμογή του νόμου της Σαρία. Ούτε να εκτιμήσει τι σηματοδοτεί σε στρατιωτικό επίπεδο. Αν δηλαδή σηματοδοτεί κάτι ποιοτικά διαφορετικό απ’ αυτό που συνέβαινε μέχρι τώρα, δηλαδή τη συνεργασία ανάμεσα σε διάφορες ομάδες κατά περίπτωση σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το μόνο βέβαιο είναι ότι έχει σημαντικό πολιτικό αντίχτυπο. Οι υπογράφοντες επιδιώκουν, εκτός των άλλων, να δηλώσουν με ηχηρό τρόπο ποια είναι η πραγματική αντιπολίτευση στο καθεστώς Ασαντ, ποιοι πραγματικά έχουν τη δύναμη και θα έχουν τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο στην έκβαση του πολέμου στη Συρία.