«Αυτοί οι σουνίτες πολιτοφύλακες αποδείχτηκαν πλήρης αποτυχία και οι αντιπρόσωποι των Αμερικάνων στο Λίβανο μόλις που έδωσαν μια μάχη, παρά την σκληρή αντισιιτική τους ρητορική…Τώρα είναι καθαρό ότι η Βηρυττός είναι σταθερά στα χέρια της Χεζμπολά και οι Αμερικάνοι δε μπορούν να κάνουν τίποτα για να εκτοπίσουν ή να αδυνατίσουν αυτό το λαϊκό κίνημα, όπως δε μπορούν να αδυνατίσουν τους Σαντριστές στο Ιράκ ή τη Χαμάς στη Γάζα».
Τα λόγια ανήκουν σε έναν από τους αμερικάνους «ειδικούς αναλυτές» του New America Foundation, ονόματι Nir Rosen. Ο Rosen δε μάσησε τα λόγια του, χαρακτηρίζοντας την αντίσταση της Χεζμπολά ως «επιθανάτιο ρόγχο του σχεδίου του Μπους για τη Μέση Ανατολή». Και δεν έχει άδικο. Η σφοδρότητα της αντεπίθεσης της Χεζμπολά στην επίθεση που δέχτηκε από την κυβέρνηση, με τις αποφάσεις της τελευταίας να βάλει χέρι στο τηλεπικοινωνιακό της δίκτυο (που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντίσταση κατά των Σιωνιστών) και να απολύσει τον υπεύθυνο ασφαλείας του αεροδρομίου κατηγορώντας τον ότι ελέγχεται από τη Χεζμπολά, ήταν πράγματι εκπληκτική. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να τις πάρει πίσω και να αναλάβει τη διαχείριση της κρίσης ο στρατός που έχει καλές σχέσεις με την Χεζμπολά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
♦ Η σπίθα που άναψε τη σύρραξη
Ολα ξεκίνησαν από την απεργία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών, την περασμένη Τετάρτη, με βασικό αίτημα τον τριπλασιασμό του βασικού μισθού που μένει κολλημένος στα 130 ευρώ από το 1996, τη στιγμή που οι τιμές βασικών ειδών διατροφής (όπως το γάλα) σχεδόν διπλασιάστηκαν τον τελευταίο χρόνο. Η κατάσταση μύριζε ήδη μπαρούτι, γιατί δύο μέρες πριν –την προπερασμένη Δευτέρα– η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα κλείσει το «παράνομο» τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της Χεζμπολά και απέλυσε τον υπεύθυνο του αεροδρομίου της Βηρυττού με το αιτιολογικό ότι επέτρεψε στη Χεζμπολά να βάλει κάμερες στο αεροδρόμιο. Τα συνδικάτα ανέστειλαν την προγραμματισμένη διαδήλωση διαμαρτυρίας, για να αποφευχθούν επεισόδια, αυτό όμως ήταν πλέον αδύνατο να αποφευχθεί. Χιλιάδες –νέοι στην πλειοψηφία τους– κατέβηκαν στους δρόμους, καίγοντας παλιά αυτοκίνητα, λάστιχα και κάδους απορριμμάτων. Η Χεζμπολά κάλεσε τον κόσμο να συμμετάσχει στην απεργία και στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, οι οποίες δεν άργησαν να μετατραπούν σε ένοπλες συγκρούσεις, όχι με το στρατό, αλλά με φιλοκυβερνητικούς ενόπλους της –όχι γνωστής σε πολλούς– σουνιτικής πολιτοφυλακής του Σαάντ Χαρίρι (γιου του δολοφονημένου πολυεκατομμυριούχου πρώην πρωθυπουργού).
♦ Οι συγκρούσεις
Από τις πρώτες ανταλλαγές πυρών τραυματίζονται 10 άτομα. Το αεροδρόμιο κλείνει και περνά στα χέρια των μαχητών της Χεζμπολά και της Αμάλ, κάνοντας τους ηγέτες του κυβερνητικού συνασπισμού «14ης Μάρτη» (πήρε το όνομά του από την ημέρα της δολοφονίας του Ραφίκ Χαρίρι) να εξαπολύουν μύδρους ενάντια «στο πραξικόπημα της Χεζμπολά» και τον σουνίτη ανώτατο κληρικό να αποκαλεί για πρώτη φορά τη Χεζμπολά «συμμορίες παρανόμων»! Μαχητές της Χεζμπολά πυρπολούν το τηλεοπτικό δίκτυο του «Κινήματος του Μέλλοντος» (του Χαρίρι), περικυκλώνουν τα γραφεία της καθημερινής του εφημερίδας (Al-Mustaqbal), αναγκάζοντάς την να κλείσει και ρίχνουν ρουκέτα στο φράχτη της κατοικίας του Χαρίρι, ο οποίος γλιτώνει από την επίθεση καταγγέλοντας τη δράση της Χεζμπολά σαν χειρότερη «από αυτό που έκανε το Ισραήλ (sic!) κατά την εισβολή του 1982». Προηγουμένως, οι πολιτοφύλακες του Χαρίρι είχαν ανοίξει πυρ κατά διαδηλωτών. Σε τηλεοπτικό του διάγγελμα την προηγούμενη Πέμπτη, ο ηγέτης της Χεζμπολά, Χασάν Νασράλα, χαρακτηρίζει τα κυβερνητικά μέτρα «κήρυξη πολέμου» και στρέφει τα πυρά του κυρίως κατά του δρού-ζου ηγέτη του «Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος» Ουαλίντ Τζουμπλάτ, θεωρώντας ότι αυτός είναι το πραγματικό αφεντικό στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Οι συγκρούσεις επεκτείνονται. Οι πρώτοι 12 νεκροί πέφτουν στους δρόμους και οι τραυματίες διπλασιάζονται φτάνοντας τους 20. Ο στρατός παραμένει ουδέτερος, όμως η Ανώτατη Διοίκηση προειδοποιεί ότι η επέκταση των συγκρούσεων απειλεί την ενότητά του. Την Παρασκευή, δύο μαχητές της Χεζμπολά δολοφονούνται από την πολιτοφυλακή του Τζουμπλάτ σε πόλη του Ορεινού Λιβάνου, ανατολικά της Βηρυττού, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση της πρώτης. Ο Τζουμπλάτ παραδέχεται το «ατυχές γεγονός» και δηλώνει ότι αν οι δολοφόνοι είναι υποστηρικτές του θα αναλάβει πλήρως την ευθύνη (όχι όμως και τις συνέπειές της…). Ταυτόχρονα, τρίζει τα δόντια στη Χεζμπολά, δηλώνοντας ότι όπως αυτή έτσι και οι οπαδοί του έχουν όπλα και θα τα χρησιμοποιήσουν αν χρειαστεί (επίσημα, ούτε ο Τζουμπλάτ ούτε ο Χαρίρι παραδέχονται ότι έχουν μιλίτσιες).
♦ Ατακτη κυβερνητική υποχώρηση
Ομως, κανείς δε μπορεί να σταματήσει τους μαχητές της Χεζμπολά και της Αμάλ, που για πρώτη φορά μετά από το τέλος του δεκαπενταετούς εμφυλίου (εδώ και 18 χρόνια δηλαδή) κατορθώνουν να ελέγξουν πλήρως τη Δυτική Βηρυττό, κατατροπώνοντας τους πολιτοφύλακες του Χαρίρι και του Τζουμπλάτ. Το πέρασμα της Δυτικής Βηρυττού στα χέρια των μαχητών της Χεζμπολά και της Αμάλ χαιρετίζεται ως «νίκη όλου του Λιβάνου» από τον χριστιανό μαρωνίτη ηγέτη του «Ελεύθερου Πατριωτικού Κινήματος», στρατηγό Μισέλ Αούν (σύμμαχός τους στο συνασπισμό της αντιπολίτευσης), αλλά προκαλεί ταυτόχρονα ισχυρό σοκ στους ηγέτες του κυβερνητικού συνασπισμού.
Εξι ώρες συγκρούσεων (με τους νεκρούς να ξεπερνούν τους 40 και τους τραυματίες τους 150) είναι αρκετές για να εξαφανίσουν τους «Ράμπο» των Χαρίρι και Τζουμπλάτ. Ο δεύτερος μάλιστα –φυλακισμένος στο ίδιο του το σπίτι– παραδέχεται την ήττα του και καλεί τον Νασράλα σε συμβιβασμό. Ο Σινιόρα δηλώνει ότι τα όπλα της Χεζμπολά δεν είναι πλέον νόμιμα, γιατί στράφηκαν ενάντια σε Λιβανέζους, όμως λίγο αργότερα αναγκάζεται να υποχωρήσει προτείνοντας: 1. Η Χεζμπολά να κρατήσει τις οπτικές ίνες (τα καλώδια των τηλεπικοινωνιών) για τις ανάγκες της αντίστασης ενάντια στο Ισραήλ, αλλά να είναι υπό τον έλεγχο του κράτους και 2. Να επανέλθει στη θέση του ο υπεύθυνος του αεροδρομίου και η Χεζμπολά να συμφωνήσει στο διορισμό του διαδόχου του! Ο στρατός εκδίδει ανακοινωθέν επαναφέροντας τον υπεύθυνο του αεροδρομίου στη θέση του και δηλώνοντας ότι θα χειριστεί το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της Χεζμπολά κατά τρόπο «που δε θα βλάψει το δημόσιο συμφέρον και την ασφάλεια της αντίστασης». Ενώ ακόμα και ο Τζουμπλάτ υποστηρίζει την πρόταση της κυβέρνησης να αρθούν τα κυβερνητικά μέτρα κατά της Χεζμπολά και του υπεύθυνου ασφαλείας του αεροδρομίου.
Το Σάββατο η Χεζμπολά παραδίδει την Δυτική Βηρυττό στα χέρια του στρατού, όμως η κατάσταση δεν εκτονώνεται εντελώς καθώς οι συγκρούσεις επεκτείνονται την Κυριακή στον Ορεινό Λίβανο, στις περιοχές των Δρούζων. Οι πολιτοφύλακες του Τζουμπλάτ χάνουν κατά κράτος από τη Χεζμπολά, η οποία παίρνει τον έλεγχο της πόλης Aley (εκεί που η μιλίτσια του Τζουμπλάτ είχε σκοτώσει τους δύο μαχητές της οργάνωσης) κι ενός χωριού 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Βηρυττού, τα οποία και παραδίδει στο λιβανέζικο στρατό. Οι συγκρούσεις σταδιακά μειώνονται (σποραδικές συγκρούσεις αναφέρονται στην Τρίπολη μεταξύ μερικών δεκάδων ενόπλων της μιλίτσιας του Χαρίρι και ομάδων Αλεβιτών, συμμάχων της Χεζμπολά, αλλά τελειώνουν γρήγορα), με θλιβερό απολογισμό 81 νεκρούς και 250 τραυματίες. Ομως, η πρόβα τζενεράλε για τον αφοπλισμό της Χεζμπολά απέτυχε παταγωδώς.
♦ Αβέβαιο το μέλλον
Τι μέλλει γεννέσθαι από δω και πέρα δε μπορούμε να το γνωρίζουμε. Η πολιτική αστάθεια θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα και η Χεζμπολά δε φαίνεται να κάνει πίσω από την απαίτησή της για νέες εκλογές ή σχηματισμό νέας κυβέρνησης (εθνικής ενότητας) με το πέρασμα του 1/3 των θέσεων της κυβέρνησης στους βουλευτές της συμμαχίας Χεζμπολά-Αμάλ και Αούν, προκειμένου η συμμαχία να έχει δικαίωμα βέτο σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα (όπως προϋπολογισμός, εξωτερική πολιτική κτλ). Θα συνεχίσει επομένως τον αγώνα της για να κατακτήσει το μερίδιο της εξουσίας που της αναλογεί, σύμφωνα με το συσχετισμό των δυνάμεων που έχει δημιουργηθεί (ιδιαίτερα μετά τη νίκη στον τελευταίο πόλεμο με τους Σιωνιστές).
Οι ηττημένοι σίγουρα θα εντείνουν την προπαγάνδα τους ενάντια στη Χεζμπολά (ο Χαρίρι δήλωσε ότι… δε θα συμβιβαστεί!), όμως γνωρίζουν πολύ καλά ότι ούτε την υλική δύναμη για να την περιορίσουν (πόσο μάλλον να τη νικήσουν) έχουν ούτε οι αμερικάνοι προστάτες τους μπορούν να τους βοηθήσουν ουσιαστικά, ενάμιση χρόνο μετά το πατατράκ που έπαθε το Ισραήλ στον τελευταίο πόλεμο του Λιβάνου. Γι’ αυτό και οι Αμερικάνοι, πέρα από τις καταγγελίες, δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να υποστηρίζουν τη «διπλωματική διευθέτηση» του προβλήματος και να υπόσχονται ακόμα περισσότερα λεφτά στην κυβέρνηση Σινιόρα. Ηδη της έχουν δώσει 1.3 δισ δολάρια, τα 400 εκατομμύρια από τα οποία προορίζονταν για την αναδιάταξη των δυνάμεων ασφαλείας και των παραστρατιωτικών σουνιτικών ομάδων, ως αντίβαρο στη Χεζμπολά, για τις οποίες από το τέλος του 2006 είχαν γράψει σχετικά αμερικάνικες εφημερίδες (The Globe and Mail, 2/12/06).
Ομως, όλα αυτά αποδείχθηκαν πολύ λίγα για να κάμψουν τη δύναμη της Χεζμπολά, όπως φάνηκε από τα τελευταία γεγονότα. Οσο για τη διαμεσολάβηση του Αραβικού Συνδέσμου (που χαιρέτισε ακόμα και η Χεζμπολά, αρκεί ο Αραβικός Σύνδεσμος «να παραμείνει ουδέτερος»), αυτή μάλλον δε μπορεί να παίξει κάποιο ουσιαστικό ρόλο στην επίλυση της κρίσης, όπως δεν έπαιξε ποτέ τα τελευταία χρόνια…