Την περασμένη Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου, ο αρχηγός των αμερικάνικων στρατευμάτων στο Ιράκ, Ντέιβιντ Πετρέους, και ο Αμερικάνος πρεσβευτής στη Βαγδάτη, Ράιαν Κρόκερ, κατέθεσαν στις επιτροπές ενόπλων δυνάμεων και διεθνών σχέσεων του αμερικάνικου Κογκρέσου, κάνοντας ένα απολογισμό της εκκαθαριστικής επιχείρησης «Surge», που ξεκίνησε τον περασμένο Φεβρουάριο, με επίκεντρο τη Βαγδάτη. «Οι βασικοί στρατιωτικοί στόχοι της επιχείρησης έχουν επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό» ήταν η κατακλείδα του απολογισμού τους, όπως ήταν αναμενόμενο, και εμφανής η πρόθεσή τους να αποτρέψουν την πρόωρη αποχώρηση των 30 χιλιάδων Αμερικάνων στρατιωτών που στάλθηκαν για να ενισχύσουν την επιχείρηση, να κερδίσουν χρόνο και να προσφέρουν μια ανάσα στην κυβέρνηση Μπους, που αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις, ακόμη και από τις γραμμές των Ρεπουμπλικάνων, για άμεση αλλαγή στρατηγικής στον πόλεμο του Ιράκ και αποχώρηση των αμερικάνικων στρατευμάτων. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία τους δεν έπεισε και ο απολογισμός τους έγινε αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης από μέλη των επιτροπών του Κογκρέσου αλλά και από πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους μέσα και έξω από τις ΗΠΑ.
Τρία είναι τα βασικά σημεία στα οποία στηρίζουν οι δυο Αμερικάνοι αξιωματούχοι το θετικό απολογισμό της επιχείρησης «Surge»: Η μείωση του αριθμού των θανάτων, η αύξηση των θυλάκων στη Βαγδάτη όπου επικρατεί σχετική ηρεμία και οι εξελίξεις στην επαρχία Αμπάρ, η στροφή δηλαδή σουνιτικών φυλών και ένοπλων ομάδων εναντίον της Αλ Κάιντα στο Ιράκ.
Ωστόσο, όσα παρέλειψαν να καταθέσουν οι Πετρέους και Κρόκερ συνθέτουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα, που τους διαψεύδει.
♦ Η αλήθεια για τη Βαγδάτη
Στο επίκεντρο της εκκαθαριστικής επιχείρησης «Surge» ήταν η Βαγδάτη και πρωταρχικός στόχος «η καταστολή των ένοπλων ομάδων, η προστασία του ντόπιου πληθυσμού και η αποκατάσταση του νόμου και της τάξης για να ανοίξει ο δρόμος για την εθνική συμφιλίωση».Τουλάχιστον η μισή από την πρόσθετη δύναμη των 30.000 που παίρνει μέρος στην επιχείρηση παραμένει στη Βαγδάτη, που είναι περισσότερο διχασμένη παρά ποτέ. Οι Σουνίτες τώρα ζουν σα φυλακισμένοι σε γκέτο, περιφραγμένα με ψηλούς τσιμεντένους τοίχους, που κατασκεύασαν με μπλόκα σε χρόνο ρεκόρ οι Αμερικάνοι, με αυστηρά ελεγχόμενες εισόδους και εξόδους, για να περιορίσουν τις επιθέσεις με αυτοκίνητα – βόμβες και τη βία από τις σιιτικές πολιτοφυλακές.
Εξω από τα γκέτο, οι σιιτικές πολιτοφυλακές συνεχίζουν τις επιχειρήσεις εκκαθάρισης από τους Σουνίτες των τελευταίων μεικτών σιιτικών – σουνιτικών συνοικιών στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βαγδάτης, της οποίας, σύμφωνα με Αμερικάνους αξιωματούχους, ο πληθυσμός πριν από τον πόλεμο ήταν κατά 65% Σουνίτες και τώρα είναι κατά 75% Σιίτες. Οι υπηρεσίες δεν έχουν βελτιωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας – η διεθνής ανθρωπιστκή οργάνωση Oxfam ανακοίνωσε τον περασμένο Ιούλιο ότι μόνο το 30% των Ιρακινών έχει πρόσβαση σε καθαρό νερό σε σύγκριση με το 50% το 2003 – και δεκάδες χιλιάδες Ιρακινοί εγκαταλείπουν τα σπίτια τους κάθε μήνα αναζητώντας ασφάλεια. Υπολογίζεται ότι από το 1 εκατομμύριο των Ιρακινών που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους από το Φεβρουάριο του 2006, το 83% προέρχεται από τη Βαγδάτη.
Πτώματα άγνωστης ταυτότητας συνεχίζουν να εμφανίζονται στη Βαγδάτη, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό απ’ ό,τι ήταν τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν βρέθηκαν 1.030 πτώματα. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε ανάμεσα στο Δεκέμβρη και στον Ιανουάριο, δηλαδή πριν από την άφιξη των αμερικάνικων ενισχύσεων και μετά την εντολή που έδωσε ο Σαντρ στο Στρατό του Μεχντί να παραμείνει σε αφάνεια. Από το Φεβρουάριο, όταν έφτασαν οι αμερικάνικες ενισχύσεις, η πτωτική τάση δεν ήταν σταθερή. Το Φεβρουάριο βρέθηκαν 596 πτώματα, το Μάιο 736 και τον Αύγουστο έπεσαν στα 428. Στρατιωτικοί αξιωματούχοι και πολλοί κάτοικοι αποδίδουν τη μείωση που παρατηρείται στις εκκαθαρίσεις στις μεικτές γειτονιές, που έχουν μειώσει δραστικά τα υποψήφια θύματα των πολιτοφυλακών, και όχι στο αμερικάνικο σχέδιο «ασφάλειας».
♦ Τι συμβαίνει στο Ανμπάρ
Σύμφωνα με την αμερικάνικη εφημερίδα «McClatchy Newspapers» (10/9/07), η επαρχία Ανμπάρ, η καρδιά άλλοτε της σουνιτικής αντίστασης, είναι πολύ πιο ασφαλής σήμερα απ’ ό, ότι ήταν πριν από ένα χρόνο. Ομως το αν και κατά πόσο η εξέλιξη αυτή μπορεί να καταχωρηθεί στο ενεργητικό των αμερικάνικων στρατευμάτων και να διατηρηθεί αφισβητείται έντονα. Γιατί ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2006, μήνες πριν σχεδιαστεί η επιχείρηση «Surge», όταν κάποιες σουνιτικές φυλές και ένοπλες ομάδες στράφηκαν ανοικτά εναντίον της Αλ – Κάιντα και σχημάτισαν το Συμβούλιο Σωτηρίας της Ανμπάρ. Δε καταφέραμε να βρούμε στοιχεία για το τι ακριβώς συνέβη και ποια είναι η κατάσταση στις γραμμές της αντίστασης στην επαρχία Ανμπάρ. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι κάποιοι φύλαρχοι και ένοπλες ομάδες συνεργάζονται με τους Αμερικάνους εναντίον της Αλ Κάιντα και ότι χρηματοδοτούνται και εξοπλίζονται απ’ αυτούς, γεγονός που έχει προκαλέσει την ανοικτή αντίδραση του Ιρακινού πρωθυπουργού Μαλίκι.
Παράλληλα, οι Αμερικάνοι εφαρμόζουν σκληρά μέτρα καταστολής, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το κλίμα παραμένει πολύ εχθρικό γι αυτούς.
Το Ραμάντι, η πρωτεύουσα της επαρχίας, έχει χωριστεί με ψηλούς τσιμεντένιους τοίχους κατά γειτονιές, για να παρακολουθούνται και να ελέγχονται ευκολότερα οι κινήσεις των πολιτών, και απαγορεύεται η κίνηση φορτηγών και αυτοκινήτων στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Στη Φαλούτζα, τη μεγαλύτερη πόλη της επαρχίας Ανμπάρ, επιτρέπεται να κυκλοφορούν μόνο 200 πολιτικά οχήματα, κυρίως ταξί, και οι 350.000 κάτοικοι της πόλης πρέπει να έχουν ειδικές ταυτότητες. Παρόλα αυτά, οι επιθέσεις εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων συνεχίζονται. Οι κάτοικοι διαμαρτύρονται ότι η Φαλούτζα έχει μετατραπεί σε αστυνομικό κράτος και ότι η αστυνομία συχνά βασανίζει και σκοτώνει ανθρώπους με την παραμικρή υποψία ότι μπορεί να έχουν σχέση με την Αλ – Κάιντα. Κι όσοι διαμαρτύρονται για την αστυνομία κακοποιούνται επίσης.
♦ Στο υπόλοιπο Ιράκ
Σε άλλες περιοχές του Ιράκ, η βία έχει αυξηθεί και η κατάσταση επιδεινώνεται. Η οργάνωση Oxfam εκτιμά ότι το 28% των παιδιών στο Ιράκ υποσιτίζονται, σε σύγκριση με το 19% πριν την αμερικάνικη εισβολή.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «ΜcClatchy Newspapers», οι Σουνίτες μαχητές συνεχίζουν να δρουν ανοιχτά στο βορρά. Πριν από τρεις βδομάδες, μαχητές για το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ, έκαναν παρέλαση στους δρόμους της Μοσούλης, πρωτεύουσα της επαρχίας Νινεβί. Στην επαρχία αυτή, έγινε τον Αύγουστο η μεγαλύτερη βομβιστική επίθεση στην ιστορία του Ιράκ, προκαλώντας το θάνατο 322 ανθρώπων.
Στο νότιο Ιράκ, με σιιτικό στην συντριπτική πλειοψηφία πληθυσμό, η βία αυξάνεται καθώς οι σιιτικές πολιτοφυλακές ανταγωνίζονται για την εξουσία και τον έλεγχο του πετρελαϊκού πλούτου. Τουλάχιστον 52 άνθρωποι σκοτώθηκαν στις αρχές του Σεπτέμβρη στις συγκρούσεις ανάμεσα στο Στρατό του Μεχντί και την πολιτοφυλακή Μπαντρ κατά τη διάρκεια θρησκευτικής εορτής στην Καρμπάλα. Στη Βασόρα, το στρατηγικής σημασίας λιμάνι στον Περσικό Κόλπο, οι δυο αυτές πολιτοφυλακές και μια τρίτη από το κόμμα Φαντίλα εμπλέκονται επανειλημμένα σε συγκρούσεις για τον έλεγχο της πόλης, με αποτέλεσμα την αύξηση των θυμάτων, που από 59 τον περασμένο Ιανουάριο, ανέβηκαν στα 134 το Μάιο και στα 90 τον Αύγουστο.
Συνολικά, ο αριθμός των θυμάτων στον Ιρακινό πληθυσμό εκτιμάται ότι έχει μείνει σταθερός κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Surge», αν και τα υπάρχοντα στοιχεία δεν θεωρούνται ακριβή και αξιόπιστα. Σύμφωνα με ανεξάρτητους παρατηρητές, τα στοιχεία που παρουσίασαν ο Πετρέους και ο Κρόκερ δείχνουν ότι η βία έχει πέσει στο επίπεδο που ήταν το Μάιο του 2006, λίγους μήνες μετά τη βομβιστική επίθεση στο ιερό σιιτικό τέμενος στην πόλη Σαμάρα, γεγονός που οι Αμερικάνοι θεωρούν ορόσημο για την αύξηση της εμφύλιας βίας. Με την εκτίμηση αυτή συμφωνεί και ο Κερκ Τζόνσον, που υπηρέτησε για 13 μήνες ως διευθυντής της στατιστικής υπηρεσίας στην αμερικάνικη πρεσβεία στη Βαγδάτη. «Στην καλύτερη περίπτωση – δήλωσε – αυτό που πετύχαμε είναι το στάτους κβο του Μαΐου ή του Ιουνίου του 2006».
Οι Αμερικάνικες δυνάμεις κατοχής του Ιράκ σχεδιάζουν να κατασκευάσουν μια στρατιωτική βάση στα σύνορα με το Ιράν, με τη δικαιολογία ότι θέλουν να ελέγξουν την εισροή όπλων και μαχητών στην περιοχή, πού, όπως ισχυρίζονται, προέρχονται από το Ιράν. Η βάση θα επανδρωθεί με 200 περίπου στρατιώτες και θα χτιστεί 6 χιλιόμετρα από τα σύνορα Ιράκ-Ιράν. Ο Αμερικάνικος στρατός σχεδιάζει επίσης την κατασκευή 6 οχυρωμένων σημείων ελέγχου στου βασικότερους οδικούς άξονες που οδηγούν από τα Ιρανικά σύνορα στην Βαγδάτη, τα οποία θα επανδρωθούν με στρατιώτες από την Γεωργία, η οποία συμμετέχει στον πόλεμο στο πλευρό των κατοχικών δυνάμεων.
Στην πραγματικότητα, η κατασκευή της βάσης εντάσσεται στην αμερικάνικη στρατηγική κλιμάκωσης της πίεσης στο Ιρανικό καθεστώς και των πολεμικών σχεδίων που μαγειρεύουν τα αμερικανοϊσραηλινά επιτελεία. Τα περί ελέγχου της εισροής όπλων είναι παραμύθια για τους αφελείς.