Δύο μήνες έχουν περάσει από τις διαβόητες εκλογές της 30ης Γενάρη και οι νικητές δεν έχουν καταφέρει ακόμη να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να μοιράσουν τις υπουργικές καρέκλες για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η 2η σύνοδος στις 29 Μαρτίου της βουλής που προέκυψε από τις εκλογές αυτές κατέληξε σε φιάσκο. Στόχος της συνόδου ήταν η εκλογή προέδρου της βουλής για να μπορέσουν να ξεκινήσουν οι συζητήσεις σχηματισμού του Προεδρικού Συμβουλίου, το οποίο θα επιλέξει τον πρωθυπουργό της χώρας. Τα παζάρια, που συνεχίζονταν μέχρι την τελευταία στιγμή στα παρασκήνια με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η έναρξη των εργασιών για τρεις ώρες, απέβηκαν άκαρπα. Παρόλο που οι νικητές των εκλογών είχαν υποτίθεται συμφωνήσει να δοθεί σε Σουνίτη το αξίωμα του προέδρου της βουλής, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε άλλο πρόσωπο ύστερα από την άρνηση του σημερινού δοτού προέδρου του Ιράκ Σεϊχη Αλ – Γιαουάρ να αναλάβει αυτό το πόστο. Ο καυγάς άναψε. Οι Κούρδοι έριχναν τις ευθύνες στους Σιίτες, οι Σιίτες κατηγορούσαν τους Κούρδους για απληστία και όλοι μαζί τους Σουνίτες, ενώ απαγορεύτηκε η παραπέρα δημοσιογραφική κάλυψη της συνόδου. Τελικά ορίστηκε νέα σύγκλιση της βουλής την Κυριακή 3 Απριλίου.
Τα σημαντικότερα ζητήματα που χωρίζουν τους νικητές των εκλογών, την Ενωμένη Ιρακινή Συμμαχία (Σιίτες) και την Κούρδικη Συμμαχία είναι:
• Το στάτους της πετρελαιοφόρας πόλης του Κιρκούκ.
• Η εμμονή των Κούρδων να διατηρήσουν ανέπαφη την πολιτοφυλακή τους, τους Πεσμεργκά.
• Το μοίρασμα των σημαντικών υπουργείων και πρώτα απ’ όλα του υπουργείου πετρελαίου και έπειτα των Εσωτερικών, των Οικονομικών και Αμυνας.
• Το αίτημα των Κούρδων να τους παραχωρείται το 25% από τα έσοδα του πετρελαίου.
• Ο ρόλος του Ισλάμ στο νέο σύνταγμα.
Οι διαφορές στα ζητήματα αυτά δεν είναι εύκολο να γεφυρωθούν. Γι αυτό ακόμη κι αν την Κυριακή υπάρξει συμφωνία στο πρόσωπο του νέου προέδρου της βουλής, το μέλλον προμηνύεται δυσοίωνο για όποια κυβέρνηση τελικά προκύψει. Οχι μόνο γιατί οι αντιθέσεις θα βγαίνουν συνεχώς στην επιφάνεια, όχι μόνο γιατί η κυβέρνηση αυτή, πριν ακόμη σχηματιστεί, έχει χάσει την εμπιστοσύνη ακόμη και του λαού που ψήφισε, αλλά πάνω απ’ όλα γιατί οι συνεχιζόμενες επιθέσεις της ιρακινής αντίστασης τροφοδοτούν συνεχώς την αστάθεια και υπονομεύουν τους μηχανισμούς που προσπαθούν να στήσουν οι αμερικάνοι κατακτητές.