Ενα ακόμη έγκλημα πολέμου, μια από τις πιο φονικές αεροπορικές επιθέσεις στην ιστορία του 8χρονου νατοϊκού πολέμου στο Αφγανιστάν εναντίον άμαχων Αφγανών, διαπράχθηκε στο τέλος της περασμένης βδομάδας στην επαρχία Κουντούζ του βόρειου Αφγανιστάν, με ευθύνη του διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων αυτή τη φορά.
Την περασμένη Παρασκευή, 4 Σεπτεμβρίου, οι Ταλιμπάν κατάφεραν, ύστερα από ένοπλη σύγκρουση κοντά σε νατοϊκή στρατιωτική βάση, να καταλάβουν δύο βυτιοφόρα με πετρέλαιο, τα οποία προορίζονταν για τα γερμανικά στρα- τεύματα που εδρεύουν στην επαρχία Κουντούζ. Ομως τα βυτιοφόρα κόλλησαν στην άμμο ενός ποταμού και ακινητοποιήθηκαν στο χωριό Haji Rahman, όπου οι Ταλιμπάν τα εγκατέλειψαν και έφυγαν, αφού κάλεσαν τους κατοίκους της περιοχής να πάρουν ελεύθερα πετρέλαιο, το οποίο θεωρείται είδος πολυτελείας για τη συντριπτική πλειοψηφία των φτωχών Αφγανών. Τότε, το πλήθος που είχε σπεύσει από τα γύρω χωριά για να πάρει πετρέλαιο δέχτηκε επίθεση από αμερικάνικα βομβαρδιστικά. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, στο σημείο της επίθεσης υπήρχαν μόνο άμαχοι. Οι νεκροί υπολογίζονται στους 150 από τους ντόπιους, στους 120 από το διοικητή της επαρχίας και στους 90-95 από τα ξένα πρακτορεία, πολλοί από τους οποίους ήταν παιδιά και έφηβοι.
Ακολούθησε έντονη αντιπαράθεση για το αν την ευθύνη για τη φονική επίθεση φέρει η γερμανική ή η αμερικάνικη πλευρά, με το γερμανό διοικητή να υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, στον τόπο της επίθεσης υπήρχαν μόνο αντάρτες, οι οποίοι σχεδίαζαν να χτυπήσουν με τα βυτιοφόρα την κοντινή γερμανική στρατιωτική βάση, και τον αμερικάνο πιλότο να υποστηρίζει ότι έστειλε τις φωτογραφίες από το στόχο της επίθεσης στο γερμανό διοικητή, πριν πάρει εντολή να χτυπήσει.
Η σφαγή της Κουντούζ συνέβηκε την πιο ακατάλληλη στιγμή για τη γερμανική κυβέρνηση και αναμένεται να έχει αντίκτυπο στις πολιτικές εξελίξεις ενόψει των εκλογών της 27ης Σεπτεμβρίου, καθώς το 71% της κοινής γνώμης τάσσεται υπέρ της αποχώρησης των 4.500 γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν. Παρολαυτά, η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ ακόμη και την Κυριακή, δυο μέρες μετά το μακελειό, επέμενε ότι στον τόπο της επίθεσης υπήρχαν μόνο Ταλιμπάν και τη δικαιολόγησε λέγοντας ότι έγινε για να μη χρησιμοποιηθούν τα δύο βυτιοφόρα σε επίθεση εναντίον του γερμανικού στρατοπέδου. Παράλληλα, ζήτησε από τη «διεθνή κοινότητα να ασκήσει πίεση στην Καμπούλ να βρεθεί τρόπος να αναλάβει βήμα-βήμα τις ευθύνες της ώστε να μπορέσει να μειωθεί η διεθνής εμπλοκή». Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η θέση που διατύπωσε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φραντς-Βάλτερ Στάινμαγιερ, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο βασικός αντίπαλος της Μέρκελ στις εκλογές, ο οποίος δήλωσε ότι, αν εκλεγεί καγκελάριος, θα συνεργαστεί με την αφγανική κυβέρνηση για να καθοριστεί μια καθαρή προοπτική για τη διάρκεια και τον τερματισμό της γερμανικής στρατιωτικής εμπλοκής. Λόγια του αέρα δηλαδή, όπως είναι αναμενόμενο, αφού και οι Σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους Πράσινους έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για τη στρατιωτική εμπλοκή της Γερμανίας στο Αφγανιστάν.
Ωστόσο, τα δύσκολα τόσο για τη γερμανική κυβέρνηση όσο και για τα υπόλοιπα αστικά κόμματα αρχίζουν τώρα, καθώς η κατάσταση στο μέχρι πρότινος σχετικά ήρεμο βόρειο Αφγανιστάν επιδεινώνεται συνεχώς σε βάρος τους και οι επιθέσεις εναντίον γερμανικών και κυβερνητικών στόχων είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο. Τα γερμανικά στρατεύματα, που μέχρι πρότινος συντόνιζαν βασικά έργα ανοικοδόμησης, όπως την κατασκευή δρόμων και γεφυρών ή την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων υποδομών, και είχαν εντολή να μην πυροβολούν ποτέ πρώτα, βρίσκονται αναγκαστικά τώρα στην πρώτη γραμμή του μετώπου και είναι βέβαιο ότι θα το πληρώσουν ακριβά.
Οι Ταλιμπάν επεκτείνουν την παρουσία και τον έλεγχό τους στις βόρειες επαρχίες, ανοίγοντας νέα μέτωπα με στόχο να διασπείρουν και να εξαντλήσουν τα νατοϊκά στρατεύματα. Ήδη έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους τρεις περιοχές, που κατοικούνται κυρίως από Παστούν, σε δύο βόρειες επαρχίες, την Κουντούζ και την Μπαγκχλάν-ι-Τζαντίντ. Τους τελευταίους μήνες κλιμακώνουν τις επιθέσεις του τύπου «χτυπάμε και φεύγουμε», καθώς και τις επιθέσεις με βόμβες και ρουκέτες εναντίον των γερμανικών, βελγικών και ουγγρικών στρατευμάτων που σταθμεύουν στις επαρχίες αυτές. Παράλληλα, πραγματοποιούν επιθέσεις και στήνουν σημεία ελέγχου κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου που έρχεται από το Τατζικιστάν, απειλώντας να διακόψουν το νέο ζωτικής σημασίας δρόμο ανεφοδιασμού από την Κεντρική Ασία. Ουσιαστικά, αντιγράφουν την τακτική των μουτζαχεντίν εναντίον των σοβιετικών στρατευμάτων τη δεκαετία του ’80.
Σε περίπτωση που οι Ταλιμπάν επεκτείνουν την παρουσία τους και τον πόλεμο στο βόρειο και δυτικό Αφγανιστάν, είναι πολύ πιθανό να μη μπορούν να τους αντιμετωπίσουν τα αμερικανονατοϊκά στρατεύ-ματα, οπότε, όπως επισημαίνουν στρατιωτικοί αναλυτές και διπλωμάτες, οι Αμερικάνοι δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να «αφγανοποιήσουν» τον πόλεμο. Να επαναλάβουν αυτό που έκαναν με τη Βόρεια Συμμαχία, με την οποία συνεργάστηκαν για να διώξουν τους Ταλιμπάν από την Κουντούζ, όταν εισέβαλαν το φθινόπωρο του 2001 στο Αφγανιστάν. Να βάλουν δηλαδή στο «παιχνίδι» κάποιους πάλαι ποτέ πολέμαρχους, όπως τον διαβόητο τατζίκο Μοχάμεντ Φαχίμ, αντιπρόεδρο και υπουργό Αμυνας στη Μεταβατική Διοίκηση Καρζάι μέχρι τις εκλογές του 2004, ο οποίος κατηγορήθηκε από την ίδια τη CIA ως μεγαλέμπορος ναρκωτικών, και τον αρχιδολοφόνο ουζμπέκο Ρασίντ Ντόστουμ, ο οποίος κατηγορείται για το θάνατο από ασφυξία ή σφαίρες 2.000 περίπου κρατουμένων Ταλιμπάν μέσα στην έρημο, καθώς μεταφέρονταν μέσα σε ψυγεία με προορισμό τις φυλακές. Ισως δεν είναι τυχαίο που ο Μοχάμεντ Φαχίμ είναι υποψήφιος αντιπρόεδρος με το Χαμίντ Καρζάι και ο Ρασίντ Ντόστουμ επέστρεψε από την Τουρκία, όπου είχε καταφύγει μετά τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του για τη μαζική σφαγή των Ταλιμπάν, για να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Καρζάι εξασφαλίζοντάς του ψήφους Ουζμπέκων.
Στο φόντο αυτό συνεχίζεται η πολιτική διαμάχη για την εγκυρότητα των εκλογών, λόγω των χιλιάδων καταγγελιών για εκτεταμένη νοθεία. Γεγονός που ανάγκασε μια επιτροπή του ΟΗΕ που παρακολουθεί την εκλογική διαδικασία να δηλώσει ότι υπάρχει «καθαρή και πειστική απόδειξη για νοθεία» και να δώσει εντολή για μερική καταμέτρηση των ψήφων, η οποία όμως είναι πολύ πιθανό να μην ανατρέψει τη διαφαινόμενη επικράτηση από τον πρώτο γύρο του Καρζάι, που φέρεται να κερδίζει με ποσοστό 54.1% τον βασικότερο αντίπαλό του Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ (28.3%). Το μόνο βέβαιο είναι ότι όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει από τις εκλογές αυτές θα είναι αναξιόπιστη και ανίκανη να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Αντίθετα, αυτή που βάζει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις είναι η αφγανική αντίσταση, η οποία τις τελευταίες μέρες πραγματοποίησε, μεταξύ άλλων, δύο ακόμη εντυπωσιακές επιχειρήσεις. Μια επίθεση αυτοκτονίας, στις 7 Σεπτεμβρίου, με την ανατίναξη αυτοκινήτου μπροστά στη νότια πύλη του αεροδρομίου της Καμπούλ, που χρησιμοποιείται από τις νατοϊκές δυνάμεις και τον αφγανικό στρατό, με αποτέλεσμα το θάνατο 3 και τον τραυματισμό τουλάχιστον 6 ατόμων. Η δεύτερη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε γύρω από το απομονωμένο χωριό Γκάνγκιγκαλ της επαρχίας Κουνάρ, κοντά στα πακιστανικά σύνορα, στις 8 Σεπτεμβρίου, όταν μια δύναμη 60 αφγανών στρατιωτών, 13 πεζοναυτών και 20 συνοριακών αστυνομικών ξεκίνησε για να κάνει έρευνα για όπλα στο χωριό και να συναντηθεί με τους γέροντες για να συζητήσει τη δημιουργία αστυνομικών περιπόλων. Οι Ταλιμπάν είχαν στήσει ενέδρα και τους περίμεναν. Ακολούθησε 7ωρη μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκαν 4 αμερικάνοι πεζοναύτες, 7 αφγανοί στρατιώτες και ο διερμηνέας των Αμερικάνων, ενώ τραυματίστηκαν 3 πεζοναύτες και 14 αφγανοί στρατιώτες. Πρόκειται για το μεγαλύτερο αριθμό αμερικάνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν σε ένα και μόνο πολεμικό επεισόδιο από την αμερικάνικη εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001.
Παράλληλα, συνεχίζονται οι επιθέσεις στα πακιστανικά σύνορα σε βυτιοφόρα καυσίμων και φορτηγά με εφόδια, που προορίζονται για τα νατοϊκά στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Στις 31 Αυγούστου, μαχητές Ταλιμπάν επιτέθηκαν με πολυβόλα και χειροβομβίδες σε φορτηγά στη συνοριακή πακιστανική πόλη Chaman, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά και να καταστραφούν ολοσχερώς 18 απ’ αυτά. Και στις 9 Σεπτεμβρίου, από επίθεση ενόπλων σε βυτιοφόρα , που περνούσαν από την περιοχή Ακταραμπάντ της Κουέτα, καταστράφηκαν 4 απ’ αυτά.