Περισσότεροι από 100.000 διαδηλωτές, σύμφωνα με το «Reuters», συγκεντρώθηκαν στις 8 Απριλίου, μετά την προσευχή της Παρασκευής, στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου, απαιτώντας την ποινική δίωξη του Χόσνι Μουμπάρακ, των γιων του, τριών στενών συνεργατών του που κατηγορούνται για διαφθορά και την απόλυση όλων των κυβερνητικών αξιωματούχων που συνδέονται με το καθεστώς Μουμπάρακ, όπως οι ισχυροί επαρχιακοί κυβερνήτες. Στη συγκέντρωση συμμετείχαν και 20 στρατιώτες και αξιωματικοί μεσαίου επιπέδου με στρατιωτικές στολές, αψηφώντας τη ρητή διαταγή της στρατιωτικής ηγεσίας για αποχή του στρατού από τη διαδήλωση. Μεγάλες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν επίσης στην Αλεξάνδρεια και στο Σουέζ. Η συγκέντρωση της 8ης Απριλίου στην πλατεία Ταχρίρ, μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μετά την παραίτηση Μουμπάρακ στις 11 Φεβρουαρίου, χαρακτηρίστηκε από πολλούς πολιτικούς αναλυτές ως σημαντική ένδειξη της αυξανόμενης λαϊκής δυσπιστίας απέναντι στη στρατιωτική ηγεσία, που ουσιαστικά κυβερνά τη χώρα.
Το ίδιο βράδυ, 1.500 περίπου διαδηλωτές παρέμειναν στην πλατεία μαζί με τους 20 στρατιωτικούς και έστησαν μια σκηνή. Γύρω στις 3.00 τα ξημερώματα (συνεχίζεται η απαγόρευση κυκλοφορίας 2.00 – 5.00 ), εκατοντάδες στρατιώτες και άντρες της στρατιωτικής αστυνομίας και της κρατικής ασφάλειας, με την υποστήριξη δεκάδων θωρακισμένων οχημάτων, περικύκλωσαν την πλατεία και επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, χρησιμοποιώντας ρόπαλα και πυροβολισμούς στον αέρα, προκαλώντας, σύμφωνα με την κυβερνητική ανακοίνωση το θάνατο ενός και τον τραυματισμό 71 διαδηλωτών. Πολλοί διαδηλωτές κατέφυγαν σε γειτονικό τζαμί για να γλυτώσουν, κάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν και τουλάχιστον 40 συνελήφθησαν αφού χτυπήθηκαν άγρια. Ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι και μερικοί από τους 20 στρατιωτικούς. Γύρω στις 5.30, ο στρατός αποσύρθηκε και οι διαδηλωτές άρχισαν να επιστρέφουν.
Η βάρβαρη επίθεση του στρατού εναντίον των διαδηλωτών ενίσχυσε περισσότερο τα ερωτηματικά και τη δυσπιστία που έχει προκαλέσει τουλάχιστον στα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του κινήματος το μέχρι τώρα έργο του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου. Η πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος για την τροποποίηση άρθρων του συντάγματος με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες, η απαγόρευση των διαδηλώσεων και των απεργιών, οι παράνομες συλλήψεις και κακοποιήσεις τουλάχιστον 5.000 διαδηλωτών από το στρατό κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και μετά την παραίτηση Μουμπάρακ. Η παραπομπή τους σε στρατιωτικά δικαστήρια και η καταδίκη τουλάχιστον 1.500 με συνοπτικές διαδικασίες σε φυλάκιση από 6 μήνες μέχρι 5 χρόνια, με κατηγορίες για διασπορά ψευδών ειδήσεων και επιθέσεις εναντίον αστυνομικών και στρατιωτών. Η πιο κραυγαλέα ίσως περίπτωση είναι η καταδίκη στις 10 Απριλίου του νεαρού μπλόγκερ Μάικελ Ναμπίλ σε φυλάκιση 3 χρόνων για προσβολή του στρατού. Ο Ναμπίλ συνελήφθη τις 28 Μαρτίου από τη στρατιωτική αστυνομία, επειδή έβαλε σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης ένα σχόλιο, στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Είναι αλήθεια, η επανάσταση μέχρι τώρα κατάφερε να απαλλάξει τη χώρα από το δικτάτορα Μουμπάρακ, όμως η δικτατορία είναι ακόμη παρούσα. Θα δώσω στοιχεία που αποδεικνύουν ότι σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης ο στρατός δεν ήταν ποτέ με το μέρος του λαού και ότι η στάση του σ’ ολη τη διάρκεια ήταν παραπλανητική και προστάτευε συμφέροντα».
Οπως φαίνεται, ανάμεσα στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην εξέγερση για την ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ, υπάρχουν κομμάτια, προφανώς μειοψηφικά, τα οποία έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τον πραγματικό ρόλο του στρατού και τις πολιτικές εξελίξεις που επιδιώκει να δρομολογήσει. Φαίνεται όμως να είναι πολύ περισσότερες οι δυνάμεις που στηρίζουν τη στρατιωτική ηγεσία και υποστηρίζουν ότι χρειάζεται να πιεστεί περισσότερο και μέσω μαζικών κινητοποιήσεων για να επιταχύνει την υλοποίηση των αιτημάτων της εξέγερσης. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση που υπογράφηκε μετά την βάρβαρη επίθεση του στρατού εναντίον των διαδηλωτών τα ξημερώματα της 9ης Απριλίου από ηγέτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, της Εθνικής Ενωσης για Αλλαγή, του Αιγυπτιακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ακόμη και από εκπρόσωπο του Συνασπισμού της 25ης Ιανουαρίου (νεολαιίστικες συλλογικότητες που συμμετείχαν στην εξέγερση). Η δήλωση αυτή, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Εκφράζουμε το βαθύ πόνο και τη λύπη μας για τα θύματα, όμως καλούμε το λαό να επαγρυπνεί απέναντι στις προσπάθειες που έχουν στόχο να προκαλέσουν ρήγμα ανάμεσα σ΄αυτόν και το στρατό, ο οποίος υποστήριξε τα δίκαια αιτήματά του από την πρώτη μέρα. Η επίθεση αυτή είναι τμήμα ενός εξελισσόμενου σχεδίου που έχει στόχο να δημιουργήσει εχθρότητα ανάμεσα στο λαό και στο στρατό».
Πονοκέφαλο για τη στρατιωτική ηγεσία προκαλούν και οι συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις και απεργίες στα πανεπιστήμια και σε εργασιακούς χώρους σ’ όλη τη χώρα, παρά την έγκριση του νόμου που απαγορεύει απεργίες, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που έχουν επιπτώσεις σε δημόσιες και κρατικές επιχειρήσεις και γενικότερα στην οικονομία της χώρας. Στο πανεπιστήμιο του Καΐρου και σε άλλα πανεπιστήμια οι φοιτητές απαιτούν την αντικατάσταση των πανεπιστημιακών αρχών που συνδέονται με το καθεστώς Μουμπάρακ καθώς και μείωση των διδάκτρων και του κόστους των βιβλίων.
Πολλοί εργαζόμενοι απεργούν ή πραγματοποιούν κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας απαιτώντας αύξηση μισθών, βελτίωση των συνθηκών εργασίας ακόμη και πάταξη της διαφθοράς. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι σε 14 σταθμούς παραγωγής ενέργειας ξεκίνησαν απεργία διεκδικώντας απομάκρυνση των κυβερνητικών και διευθυντικών παραγόντων που εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς στον τομέα της ενέργειας. Στην Γκαρμπίγια, 1.200 εργάτες της «Financial and Industrial Company» απήργησαν διεκδικώντας καλύτερους μισθούς. Και οι εργάτες στην υφαντουργική βιομηχανία «Spinning and Weaving Factory», στην πόλη Ασιούτ, αρνήθηκαν να παραδώσουν το εργοστάσιο στο νέο αγοραστή του, έναν όμιλο ιδιωτικών τραπεζών που απόκτησε την άδεια αγοράς από τον πρώην πρωθυπουργό Αχμέντ Ναζίφ.