Καθώς ο άνεμος της εξέγερσης σαρώνει τη μια μετά την άλλη τις αραβικές χώρες, το μεγαλύτερο πρόβλημα, μετά την Αίγυπτο, αυτή τη στιγμή για το Λευκό Οίκο, αποτελεί η λαϊκή εξέγερση στο Μπαχρέιν. Το μικροσκοπικό αυτό νησιωτικό βασίλειο του Περσικού Κόλπου, αλλά στρατηγικής σημασίας για τις ΗΠΑ, κυβερνάται εδώ και δύο αιώνες από τη σουνιτική δυναστεία των Αl – Khalifa, η οποία εφαρμόζει συστηματικά μια πολιτική αποκλεισμών, περιθωριοποίησης και διακρίσεων σε βάρος των Σιιτών, που αποτελούν το 70% του ντόπιου πληθυσμού. Ο συνολικός πληθυσμός ανέρχεται σε 1.3 εκατομμύρια, από τον οποίο οι μισοί είναι ξένοι.
Πολύχρονη καταπίεση
Παρόλο που οι Σιίτες αποτελούν το 80% του εργατικού δυναμικού είναι αποκλεισμένοι από τις θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα και στις δυνάμεις ασφάλειας, καθώς και από διάφορες κοινωνικές παροχές. Περισσότερο από τα δύο τρίτα του στρατού και της αστυνομίας αποτελούνται από ξένους Σουνίτες, που προέρχονται κυρίως από την Υεμένη, την Ιορδανία και το Πακιστάν, στους οποίους χορηγούνται με διαδικασία εξπρές ιθαγένεια, εκλογικό δικαίωμα και σπίτια. Ετσι η μοναρχία εξασφαλίζει ουσιαστικά μισθοφόρους πιστούς στις εντολές της και ταυτόχρονα προσπαθεί να αλλάξει τη σύνθεση του πληθυσμού.
Η καταπάτηση των πολιτικών, κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων από τη μοναρχία τρέφει τη δυσαρέσκεια και το μίσος του σιιτικού πληθυσμού και προκαλεί αντιδράσεις και αντιστάσεις εδώ και χρόνια, οι οποίες καταστέλλονται με τη βία, την τρομοκρατία, τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια. Εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι, ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κληρικοί και πολιτικοί αντίπαλοι της μοναρχίας, κρατούνται σε 4 φυλακές μέσα και γύρω από την πρωτεύουσα Μανάμα. Σε σχετική έκθεση, που δόθηκε στη δημοσιότητα το Φεβρουάριο του 2010, η «Human Rights Watch» χαρακτηρίζει «ρουτίνα τη χρήση βασανιστηρίων και την εξευτελιστική μεταχείριση με σκοπό την απόσπαση ομολογιών από πολιτι- κούς αντιπάλους». Η πρακτική αυτή συνεχίζεται, σύμφωνα και με τη νέα έκθεση της οργάνωσης, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές του 2011.
Η πολιτική ένταση ανέβηκε πάλι τον περασμένο Αύγουστο, δύο μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, όταν η κυβέρνηση άρχισε να συλλαμβάνει εκατοντάδες, κυρίως Σιίτες, ακτιβιστές και το Σεπτέμβριο παρέπεμψε σε δίκη 23 σιίτες πολιτικούς και κληρι- κούς, με την κατηγορία της αποσταθεροποίησης της χώρας με τη βία και το σαμποτάζ.
Η λαϊκή εξέγερση στην Τυνησία και στην Αίγυπτο άρχισαν να ανεβάζουν ξανά επικίνδυνα το πολιτικό θερμόμετρο στο Μπαχρέιν και ο βασιλιάς σε μια προσπάθεια να προλάβει μια νέα κοινωνική έκρηξη ανακοίνωσε ότι θα δοθεί σε κάθε οικογένεια το ποσό των 2.700 δολαρίων. Ομως η χειρονομία του έπεσε στο κενό.
Μέρες οργής
Η 14η Φεβρουαρίου ορίστηκε ως «μέρα οργής», γιατί ήταν η δέκατη επέτειος του δημοψηφίσματος για τον Εθνικό Χάρτη Δράσης, με τον οποίο ο βασιλιάς Χαμάντ είχε υποσχεθεί ότι θα μετασχηματίσει το Βασίλειο σε Συνταγματική Μοναρχία. Φυσικά, επρόκειτο για φάρσα. Το εκλεγμένο κοινοβούλιο, στο οποίο βέβαια οι εκπρόσωποι των σιιτικών κομμάτων είναι μειοψηφία, έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του συμβουλίου της Σούρα, τα μέλη του οποίου διορίζονται από το βασιλιά και απορρίπτουν ή εγκρίνουν κάθε νόμο.
Η ειρηνική διαδήλωση της 14ης Φεβρουαρίου χτυπήθηκε από την αστυνομία με πραγματικά πυρά, με αποτέλεσμα ένα νεκρό και δεκάδες τραυματίες. Την επομένη, στην κηδεία του θύματος έπεσε νεκρός ένας ακόμη διαδηλωτής. Το καθεστώς, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την κλιμάκωση της εξέγερσης, αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή τους διαδηλωτές με τις σφαίρες, με αποκορύφωμα, στις 16 Φεβρουαρίου, την νυχτερινή επιδρομή του στρατού και της αστυνομίας με δακρυγόνα και σφαίρες, χωρίς προειδοποίηση, την ώρα του ύπνου, εναντίον των εκατοντάδων διαδηλωτών που είχαν κατασκηνώσει στην κεντρική πλατεία του Μαργαριταριού στην πρωτεύουσα Μανάμα, με αποτέλεσμα πέντε νεκρούς και 231 τραυματίες. Στρατός και τανκς αναπτύχθηκαν στην πλατεία και στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας.
Ομως η πρωτοφανής βία δεν κατάφερε να τρομοκρατήσει και να κρατήσει στα σπίτια του το λαό. Την Παρασκευή, 18 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον 50.000 διαδηλωτές αψήφισαν τις απαγορεύσεις και βγήκαν στους δρόμους για να τιμήσουν ή να κηδέψουν τους νεκρούς της εξέγερσης. Και αυτή τη φορά δέχτηκαν πραγματικά πυρά από ελικόπτερα, ελεύθερους σκοπευτές και στρατιώτες.
Το ίδιο βράδυ, μπροστά στον κίνδυνο να πάρει η εξέγερση ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ο διάδοχος του θρόνου Σαλμάν, ύστερα από παρέμβαση του Ομπάμα, που κάλεσε την κυβέρνηση να «σεβαστεί τα δικαιώματα του λαού και να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις», έδωσε εντολή στο στρατό να αποσυρθεί και κάλεσε την αντιπολίτευση σε διάλογο, με γενικολογίες περί «σταθερότητας», «ασφάλειας», «ηρεμίας» και «εθνικής ενότητας», χωρίς καμιά συγκεκριμένη δέσμευση.
Το Σάββατο, 19 Φεβρουαρίου, δεκάδες χιλιάδες λαού επέστρεψαν στην πλατεία του Μαργαριταριού πανηγυρίζοντας και έστησαν σκηνές για να παραμείνουν.
Ο Sheikh Ali Salman, επικεφαλής του σιιτικού κινήματος Al – Wefaq, της μεγαλύτερης ομάδας της αντιπολίτευσης στη βουλή, απέρριψε την πρόταση του διαδόχου, θέτοντας ως όρο τη διάλυση της κυβέρνησης και την παραίτηση του πρωθυπουργού Khalifa bin Salman al – Khalifa, θείου του διαδόχου, που βρίσκεται στον πρωθυπουργικό θώκο 40 χρόνια.
Την Τρίτη, 22 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διαδήλωση στην πρωτεύουσα Μανάμα, με τη συμμετοχή άνω των 100.000 διαδηλωτών. Το ίδιο βράδυ ο βασιλιάς ανακοίνωσε την απελευθέρωση 50 πολιτικών κρατούμενων, μεταξύ των οποίων 23 Σιίτες που κατηγορούνταν ότι συνομωτούσαν για την ανατροπή της μοναρχίας.
Τα αιτήματα της εξέγερσης
Τα αιτήματα των διαδηλωτών, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται και πολλοί σουνίτες νεολαίοι, που υποφέρουν από την φτώχεια και την καταπίεση, είναι: η παραίτηση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, η απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατούμενων, νέο σύνταγμα και ελεύθερες εκλογές, τέλος στην πολιτική των διακρίσεων σε βάρος των Σιιτών και κάθε μορφής διαχωρισμού και διχασμού, ανάκληση των νόμων για την ιθαγένεια, ελευθερία του τύπου και της θρησκείας και τέλος στα βασανιστήρια. Ομως μετά τις δολοφονικές επιθέσεις της αστυνομίας και του στρατού άρχισε να βρίσκει όλο και μεγαλύτερη απήχηση το σύνθημα για κατάργηση της μοναρχίας. Γεγονός που δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα όχι μόνο στη μοναρχία, αλλά και σε πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ανάμεσα στις οποίες και το σιιτικό κίνημα Al – Wefaq, που αποδέχονται αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια της συνταγματικής μοναρχίας. Η ηγεσία του Al – Wefaq φοβάται μήπως απομονωθεί από τους διαδηλωτές και μειωθεί η πολιτική της επιρροή προς όφελος πιο ριζοσπαστικών κινημάτων, όπως το παράνομο σιιτικό Wafa, που υποστηρίζει την κατάργηση της μοναρχίας, και το άλλο μεγάλο σιιτικό κίνημα Haq, ο Γενικός Γραμματέας του οποίου, Hassan Mushaima, ήταν ο ηγέτης της μεγάλης σιιτικής εξέγερσης στο Μπαχρέιν το 1994 και ο οποίος επιστρέφει από το Λονδίνο, όπου είχε πάει πέρσι για θεραπεία. Ο φόβος αυτός αλλά και η απροθυμία της μοναρχίας να προχωρήσει σε κάποια ουσιαστική κίνηση αναγκάζουν την ηγεσία του Αl – Wefaq να μην αποδέχεται μέχρι στιγμής την πρόταση της μοναρχίας για «εθνικό διάλογο».
Ζωτικής σημασίας σύμμαχος των ΗΠΑ
Η σουνιτική δυναστεία του Μπαχρέιν είναι στενός και ζωτικής σημασίας σύμμαχος των ΗΠΑ. Στο έδαφος του μικρότερου αραβικού κρατιδίου είναι εγκατεστημένο από το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο το αργηγείο του 5ου αμερικάνικου στόλου, όπου υπηρετούν 4.000 αμερικάνοι στρατιώτες. Και δεν είναι μόνο το Μπαχρέιν. Είναι το Κουβέιτ, που χρησιμοποιείται ως βάση για τις αμερικάνικες επιχειρήσεις στο Ιράκ. Είναι το Κατάρ, όπου βρίσκεται το αρχηγείο των αμερικάνικων στρατιωτικών επιχειρήσεων για όλη τη Μέση Ανατολή καθώς και μια αεροπορική βάση που χρησιμοποιείται για τις αμερικάνικες αεροπορικές επιθέσεις στο Αφγανιστάν. Είναι οι στρατιωτικές βάσεις στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα και στο Ομάν. Ολες αυτές οι βάσεις, που φιλοξενούν 27.000 περίπου αμερικάνους στρατιώτες (εκτός από τους 50.000 που παραμένουν στο Ιράκ) αποτελούν τη στρατιωτική ασπίδα που έχουν δημιουργήσει οι ΗΠΑ για να παρακολουθούν στενά το Ιράν και να διασφαλίζουν την παραγωγή και τη μεταφορά του πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο και τα στενά του Ορμούζ, μέσω των οποίων διακινείται το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου.
Η αποσταθεροποίηση στο Μπαχρέιν αποτελεί απειλή για όλα τα καθεστώτα του Περσικού Κόλπου, όπου οι λαϊκές μάζες και κυρίως η νεολαία υποφέρουν από την ανεργία και την καταπίεση. Αν η λαϊκή εξέγερση στο Μπαχρέιν, ακόμη και χωρίς την πτώση της μοναρχίας, πετύχει κάποιες σημαντικές αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, θα υπάρξουν επιπτώσεις σ’ όλες τις χώρες του Περσικού Κόλπου, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τα αμερικάνικα συμφέροντα. Γι’ αυτό η εξέγερση στο Μπαχρέιν αποτελεί, μετά την Αίγυπτο, το μεγαλύτερο πονοκέφαλο για το Λευκό Οίκο αυτή τη στιγμή στην περιοχή.
Με μεγάλη ανησυχία παρακολουθεί τις εξελίξεις αυτές και η σαουδαραβική μοναρχία, που νιώθει να απειλείται στα ανατολικά και νότια σύνορά της. Γιατί στην πλούσια σε πετρέλαιο ανατολική επαρχία της Al Hassa είναι συγκεντρωμένος ο μεγαλύτερος σιιτικός πληθυσμός (2 εκατομμύρια περίπου) της Σαουδικής Αραβίας, που διατηρεί στενούς δεσμούς με τους Σιίτες του Μπαχρέιν και συνεπώς κινδυνεύ-ει να μολυνθεί από τον ιό της λαϊκής εξέγερσης, ενώ στα νότια σύνορά της βρίσκεται σε εξέλιξη η λαϊκή εξέγερση της Υεμένης. Δεν είναι τυχαίο που ο σαουδάραβας βασιλιάς Αμπντάλα, επιστρέφοντας, ύστερα από τρίμηνη απουσία του από τη χώρα για νοσηλεία, ανακοίνωσε στις 23 Φεβρουαρίου ότι θα διατεθεί ποσό ύψους 10.7 δισ. δολαρίων για αύξήσεις στους μισθούς (15% στους κρατικούς υπαλλήλους), για τη δημιουργία θέσεων εργασίας για τη νεολαία, για υποτροφίες φοιτητών για σπουδές στο εξωτερικό και για τη διαγραφή κάποιων δανείων. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο εμίρης του Κουβέιτ είχε ανακοινώσει τη χορήγηση 3.572 δολαρίων σε κάθε πολίτη της χώρας (1.12 εκατομμύρια είναι ο πληθυσμός) και την δωρεάν παροχή τροφίμων για 14 μήνες σε όλους τους πολίτες.
Είναι προφανές ότι τόσο οι Αμερικάνοι και η σαουδαραβική μοναρχία όσο και τα υπόλοιπα δικτατορικά καθεστώτα του Περσικού Κόλπου θέλουν να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο αλώβητη η εξουσία της σουνιτικής δυναστείας των Αl – Khalifa στο Μπαχρέιν, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερες αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, γιατί διαφορετικά θα είναι αναπόφευκτη η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τις σιιτικές πολιτικές δυνάμεις, γεγονός που, εκτός των άλλων, θεωρούν ότι θα ενισχύσει τη θέση του Ιράν στην περιοχή.
Καθώς ο αραβικός γίγαντας αφυπνίζεται, οι Αμερικάνοι αναγκάζονται να παίρνουν αποστάσεις από τους εκλεκτούς τους τυράννους και να παίζουν το ρόλο του «υπέρμαχου» των δημοκρατικών ελευθεριών και των λαϊκών δικαιωμάτων, στην προσπάθειά τους να θέσουν υπό έλεγχο τις εξελίξεις και να έχουν τις μικρότερες δυνατόν απώλειες.