Δυνάμεις της Εθνοφρουράς του Μπαχρέιν, ενός κρατικού παραστρατιωτικού σώματος, με καθήκοντα υπεράσπισης της χώρας σε περίπτωση εξωτερικής απειλής, αναπτύχθηκαν σε περιοχές που έχουν σημειωθεί βομβιστικές και εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον των μονάδων καταστολής. Στόχος τους η αντιμετώπιση της «εγχώριας τρομοκρατίας», όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η αμερικάνικη Washington Post. Αυτή η κίνηση από την πλευρά της κυβέρνησης έρχεται λίγες μέρες μετά την απόφαση για απαγόρευση των διαδηλώσεων και των δημόσιων συναθροίσεων, σηματοδοτώντας την ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση της κρατικής καταστολής απέναντι στο λαϊκό κίνημα της χώρας και δείχνοντας ότι το κίνημα βρίσκεται πάλι σε φάση ανόδου.
Καθημερινές είναι πλέον οι διαδηλώσεις, ενώ οι συγκρού-σεις νεολαίων με τις δυνάμεις καταστολής καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα του κινήματος και δεν είναι κάτι που συμβαίνει στις παρυφές των μεγάλων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Οπως έχει παραδεχτεί ο σεΐχης Αλί Σαλμάν, ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Al Wefaq, το οποίο αρθρώνει ένα συστημικό αντιπολιτευτικό λόγο, η μερίδα των διαδηλωτών που εναντιώνεται στην κυβέρνηση με βίαιο τρόπο δεν μπορεί να ελεγχθεί, ενώ λόγω της σκλήρυνσης της καταστολής και της μη ικανοποίησης των αιτημάτων του κινήματος πιθανότατα αυτή η μερίδα θα συνεχίσει να διευρύνεται.
Οι νεκροί του κινήματος έχουν φτάσει μέχρι στιγμής τους 80, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τον τελευταίο να είναι ένα 16χρονο παιδί που παρασύρθηκε από διερχόμενο όχημα στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την αστυνομία. Την ημέρα της κηδείας του εκατοντάδες νεολαίοι συγκρούστηκαν για μια ακόμη φορά με την αστυνομία, αποτίοντας με τον τρόπο τους φόρο τιμής στο νεκρό σύντροφό τους και δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι ο ανθός του λαού του Μπαχρέιν δεν τρομοκρατείται από την κτηνώδη καταστολή της μοναρχίας.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση αφαίρεσε την υπηκοότητα από 31 πολίτες, οι οποίοι ήταν κάτοχοι διπλού διαβατηρίου, οι περισσότεροι βρετανικού ή αμερικάνικου, απελαύνοντάς τους από τη χώρα, κίνηση που ισοδυναμεί ουσιαστικά με εξορία. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι δύο αδελφοί, οι Τζαουάντ και Τζαλάλ Φαϊρούζ, πρώην βουλευτές του σιιτικού κόμματος της αντιπολίτευσης Al Wefaq, που κατηγορούνται για «υπονόμευση της κρατικής ασφάλειας».
Παράλληλα έθεσε σε διαθεσιμότητα οχτώ γιατρούς του νοσοκομείου Σαλμανίγια της πρωτεύουσας Μανάμα, που είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Φλεβάρη του 2011 για περίθαλψη διαδηλωτών και είχαν αθωωθεί από πολιτικό δικαστήριο, ενώ τους απαγόρευσε να δουλέψουν ακόμη και σε ιδιωτικές κλινικές. Ο λόγος για τον οποίο το κράτος συμπεριφέρεται με τόση εκδικητικότητα απέναντί τους είναι γιατί οι συγκεκριμένοι γιατροί είχαν αποκαλύψει σε διεθνή ΜΜΕ στοιχεία σχετικά με τη φύση των τραυμάτων των διαδηλωτών, επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης ότι είχαν χρησιμοποιηθεί πραγματικά πυρά από την αστυνομία για την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων.